Ενίσχυση των υφιστάμενων μέτρων για την αντιμετώπιση της βίας στα σχολεία αποφασίστηκε στη σύσκεψη που συγκάλεσε η Υπουργός Παιδείας Αθηνά Μιχαηλίδου με τους αρμόδιους φορείς.

Κατά τη σύσκεψη, και μετά από ενδελεχή ανάλυση όλων των δεδομένων, αποφασίστηκαν πολύ συγκεκριμένα μέτρα, άμεσης εφαρμογής, όπως:

  1. Συστηματικότερος έλεγχος σε σχολεία υψηλού κινδύνου, με αύξηση της φρούρησης και άλλα εστιασμένα μέτρα. Ανάλογα με τις εξελίξεις, τα μέτρα αυτά μπορούν να εφαρμοστούν και σε άλλα σχολεία.
  2. Αναθεώρηση του τρόπου πρόσληψης και των όρων εργασίας του προσωπικού φρούρησης.
  3. Επέκταση, σε σχολεία υψηλού κινδύνου, του συστήματος καμερών υψηλής τεχνολογίας που εφαρμόζεται πιλοτικά σε σχολεία της Λεμεσού, μετά από διαβούλευση με την Επίτροπο Προστασίας Προσωπικών Δεδομένων. Ανάλογα με τις εξελίξεις, το σύστημα αυτό μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλα σχολεία.
  4. Αναβάθμιση των συστημάτων φωτισμού των σχολείων κατά τη διάρκεια του σκότους.
  5. «Άνοιγμα» των σχολικών χώρων για στοχευμένες δράσεις/δραστηριότητες κατά τη διάρκεια μη εργάσιμου χρόνου.
  6. Εφαρμογή εναλλακτικών προγραμμάτων πρόληψης και αντιμετώπισης της βίας και παραβατικότητας στα σχολεία.
  7. Έναρξη συζήτησης για τη χρήση κινητών τηλεφώνων εντός των σχολικών μονάδων.

Αξίζει να σημειωθεί ότι στη σύσκεψη παρακάθισαν ο Αρχηγός της Αστυνομίας, λειτουργοί του Υφυπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, εκπρόσωποι της Παγκύπριας Συντονιστικής Επιτροπής Μαθητών, της Παγκύπριας Συνομοσπονδίας Ομοσπονδιών Συνδέσμων Γονέων Μέσης Εκπαίδευσης, των εκπαιδευτικών οργανώσεων ΟΕΛΜΕΚ και ΟΛΤΕΚ και της Παγκύπριας Συντονιστικής Επιτροπής Σχολικών Εφορειών. Πέραν των πιο πάνω προσκεκλημένων, στη συνάντηση συμμετείχαν υπηρεσιακοί παράγοντες του Υπουργείου Παιδείας, Αθλητισμού και Νεολαίας (Γενική Διευθύντρια, Διευθυντής Μέσης Τεχνικής και Επαγγελματικής Εκπαίδευσης, εκπρόσωπος του Διευθυντή Μέσης Εκπαίδευσης, Προϊστάμενη Επιτροπής Αγωγής Υγείας και Πολιτότητας, Προϊστάμενη Υπηρεσίας Εκπαιδευτικής Ψυχολογίας κ.ά.).

Το ΥΠΑΝ σε ανακοίνωσή του, τονίζει ότι το εν λόγω θέμα θα συνεχίσει να αποτελεί προτεραιότητά του και ότι όλα τα μέτρα θα τυγχάνουν συστηματικής παρακολούθησης, ώστε να επιτευχθεί ο κοινός στόχος για αντιμετώπιση του φαινομένου. Αναγνωρίζεται ταυτόχρονα ότι το πρόβλημα δεν επιλύεται άμεσα, ούτε δραστικά, λόγω της φύσης του, γι’ αυτό και τα μέτρα (τα περισσότερα ήδη εφαρμόζονται), αφορούν, κυρίως στην πρόληψη, αλλά και στην αντιμετώπιση του φαινομένου.