Ο διορισμός του Γενικού Ελεγκτή αποτελεί κυβερνητική πράξη, ήτοι πράξη ασκούμενη από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατ’ ενάσκηση πολιτικής εξουσίας παρεχόμενης εκ του Συντάγματος και δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Δικαστήριο.

Αυτό αποφάνθηκε χθες το Διοικητικό Δικαστήριο, στο ζήτημα που ηγέρθη σε προσφυγή ανώτερου λειτουργού της Ελεγκτικής Υπηρεσίας, ο οποίος έθεσε θέμα αναρμοδιότητας του διοικητικού οργάνου που εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση (για πειθαρχική υπόθεση), με τον ισχυρισμό ότι ο διορισμός του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας, από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, κατά το έτος 2014, ήταν αντίθετος προς το Σύνταγμα και τις διατάξεις της Οδηγίας 2006/43/ΕΚ που ήταν σε ισχύ κατά τον χρόνο του διορισμού του.

Στη θέση αυτή η Νομική Υπηρεσία υπέδειξε στο Δικαστήριο πως δεν είναι δυνατός παρεμπίπτων έλεγχος της απόφασης διορισμού του Γενικού Ελεγκτή, απόφαση που συνιστά κυβερνητική πράξη, η οποία εκφεύγει του ελέγχου του παρόντος Δικαστηρίου και είναι δικαστικά ανέλεγκτη.

Το Δικαστήριο έκρινε ότι η εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας να διορίζει τον Γενικό Ελεγκτή και τον Βοηθό Γενικού Ελεγκτή, πηγάζει απευθείας εκ των διατάξεων του Άρθρου 115.1 του Συντάγματος. Κατά τα όσα ορίζονται στο Άρθρο 47(στ) του Συντάγματος, η εκτελεστική εξουσία του Προέδρου της Δημοκρατίας, η οποία ασκείται αποκλειστικά από αυτόν, δυνάμει του δικαίου της ανάγκης, περιλαμβάνει τον διορισμό και την παύση αριθμού αξιωματούχων του κράτους, περιλαμβανομένου και του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας.

Η ουσία της προσφυγής αφορούσε την απόφαση για πειθαρχική καταδίκη του αιτητή από τον Γενικό Ελεγκτή με την ποινή της αυστηρής επίπληξης το 2019. Όλα ξεκίνησαν όταν ο Γ. Ελεγκτής διαπίστωσε πως μέσω του εσωτερικού συστήματος της υπηρεσίας, ο αιτητής δεν διάβαζε τα υπηρεσιακά σημειώματα που του απέστελλε.

Μετά από αυτό, ο Οδυσσέας Μιχαηλίδης έδωσε οδηγίες προς την αναπληρώτρια διευθύντρια Τεχνικού Ελέγχου να ετοιμαστεί κατάσταση με τα έγγραφα τα οποία καταχωρήθηκαν στον καλάθι του αιτητή και οι ενέργειες με ημερομηνίες, που έγιναν σε σχέση με τα έγγραφα αυτά. Ο αιτητής ενημερώθηκε για την εξέλιξη αυτή και εξέφρασε γραπτώς τις θέσεις του, δια του σημειώματος του ημερομηνίας 25.1.2019. Ανάμεσα σε άλλα, αναφέρθηκε σε περιστατικά εκφοβισμού που δεχόταν κατά καιρούς από τον Γενικό Ελεγκτή. Επίσης, επεσήμανε την παραβίαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και τον τρόπο με τον οποίο ενήργησε ο ίδιος ο Γενικός Ελεγκτής στην προκείμενη περίπτωση, ήτοι ως επικριτή, κατήγορος και δικαστής.

Το Δικαστήριο έκαμε δεκτή τη θέση του αιτητή ότι ο Γενικός Ελεγκτής, ενήργησε ουσιαστικά υπό όλες τις ιδιότητες προσώπου που λαμβάνει μέρος σε μία πειθαρχική έρευνα. Ενήργησε αρχικά ως καταγγέλλων, ως ερευνών λειτουργός, εξετάζοντας την ηλεκτρονική κατάσταση αλληλογραφίας που ανατέθηκε στον αιτητή, όπως αυτή του αποστάληκε από την αναπληρώτρια διευθύντρια Ελέγχου, ως κατήγορος, αφού ο ίδιος και πάλιν διατύπωσε την πειθαρχική κατηγορία της αμέλειας κατά την εκτέλεση καθήκοντος, ενώ ενήργησε εν τέλει και ως κριτής, αφού διαπίστωσε την διάπραξη του παραπτώματος και επέβαλε σ’ αυτόν πειθαρχική ποινή. Με τη διαπίστωση αυτή το Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση της πειθαρχικής καταδίκης του αιτητή.

Κληθείς από τον «Φ» να σχολιάσει την απόφαση του Δικαστηρίου, ο Γενικός Ελεγκτής εξέφρασε τον πλήρη σεβασμό του σ’ αυτήν. Όπως είπε, το Δικαστήριο κατέληξε ότι, εάν ο προϊστάμενος διαπιστώσει ότι ένας υφιστάμενος του είναι αμελής ή παραλείπει να εκτελέσει τα καθήκοντά του ή καθυστερεί να προσέλθει στην εργασία του κ.λπ. (που στο νόμο καθορίζονται ως «Πειθαρχικά παραπτώματα δημόσιου υπαλλήλου που μπορούν να εκδικαστούν συνοπτικά από την αρμόδια αρχή»), τότε, επειδή το διαπίστωσε ο ίδιος και δεν ήταν προϊόν καταγγελίας, δεν μπορεί να του επιβάλει ο ίδιος τη συνοπτική ποινή επίπληξης που προβλέπει ο Νόμος, αλλά θα θεωρείται ότι έχει κάνει καταγγελία στον εαυτό του εναντίον του υπαλλήλου και τότε κάποιος άλλος, τρίτος, θα εκδικάζει και θα επιβάλλει ποινή. Προφανώς αυτό σημαίνει κατάργηση της έννοιας του ιεραρχικού ελέγχου και είναι συνταγή για μία κακή δημόσια υπηρεσία. Η απόφαση θα πρέπει να μελετηθεί από την Κυβέρνηση. Αν, με τη βοήθεια της Νομικής Υπηρεσίας, κριθεί ότι όντως αυτό προβλέπει ο Νόμος, τότε ο Νόμος θα πρέπει να τροποποιηθεί ώστε να αποκατασταθεί η δυνατότητα ιεραρχικού ελέγχου. Διαφορετικά, θα πρέπει να εφεσιβληθεί η απόφαση, ανέφερε.