Στις 10 Φεβρουαρίου 1949, έπειτα από περίπου δυόμιση χρόνια λειτουργίας, τα στρατόπεδα που σύστησαν οι Βρετανοί στην Κύπρο ως προσωρινό μέτρο διαχείρισης του μαζικού μεταναστευτικού ρεύματος Εβραίων προς την Παλαιστίνη/Ισραήλ, στον Καράολο της Αμμοχώστου και την Ξυλοτύμπου, έκλειναν οριστικά.

Μέχρι σήμερα αξιόλογες ακαδημαϊκές μελέτες προσέφεραν μια καλή αποτύπωση της συγκρότησης, της κοινωνιολογικής σύνθεσης και δραστηριότητας, της πολιτικής και οικονομικής διάστασης της λειτουργίας των στρατοπέδων κράτησης για ένα πρωτοφανή αριθμό προσφύγων που πέρασε από την Κύπρο και άγγιζε τις 52.000 (βλ. ενδεικτικά Kutner (2023), Nir (2023), Hadjisavvas (2020). Σελιώτη (2016), Ματθοπούλου (2016).

Πολύ λιγότερα στοιχεία γνωρίζουμε, ωστόσο, για την αποτελεσματική δράση των Κυπρίων προς όφελος των Εβραίων κρατουμένων. Τρόφιμα και είδη πρώτης ανάγκης μεταφέρονταν εντός των στρατοπέδων είτε κάτω από τα συρματομπλέγματα  είτε μέσω εργαζομένων στα στρατόπεδα, τόσο από Έλληνες όσο και Τούρκους (Keser, 2009). Πολλές φορές υπήρχε ανταλλαγή αντικειμένων στα συρματομπλέγματα μεταξύ των ντόπιων και των Εβραίων. Παράλληλα, αναπτύχθηκε και ένα σύνθετο σχήμα συνεργασίας και αλληλεγγύης προς τους Εβραίους, το οποίο προσέφερε τόσο υλική βοήθεια εντός των στρατοπέδων όσο και σύμπραξη σε εξαιρετικά πολύπλοκες μυστικές αποδράσεις. Τα χαρακτηριστικά στοιχεία του δικτύου αυτού ήταν η δημιουργία ενός πυρήνα «στρατολόγησης» Κυπρίων από τη βάση της κοινωνίας, τη διαμόρφωση πολλών και διαφορετικών μικρών ομάδων δράσεως, κυρίως από το χώρο της κυπριακής αριστεράς, οι οποίες κινούνταν γεωγραφικά στην περιοχή Αμμοχώστου – Δερύνειας και Λάρνακας – Δεκέλειας.

Μια από τις βασικές αποστολές των ομάδων ήταν η επιτυχής μεταφορά των Εβραίων που διέφευγαν κρυφά από τα στρατόπεδα και σε περιοχές όπου θα μπορούσαν να βρουν καταφύγιο για κάποιο χρονικό διάστημα μέχρι να καθοριστεί η ημέρα και ώρα άφιξης εβραϊκού πλοίου στα ανοικτά της Αμμοχώστου, στο οποίο θα μπορούσαν να επιβιβαστούν λαθραία με προορισμό τις γειτονικές ακτές της Παλαιστίνης/Ισραήλ.

Οι Εβραίοι δραπέτες μεταφέρονταν σε πορτοκαλεώνες Εβραίων και Δερυνειωτών στην περιοχή Αμμοχώστου, σε σπηλιές τόσο στο εσωτερικό όσο και στις ακτές, καθώς και σε υπόγεια λαγούμια. Οι μεταφορές στις κυπριακές ακτές γίνονταν οδικώς με καλυμμένα φορτηγά, λεωφορεία, ακόμα και ταξί. Στον εσωτερικό χώρο των φορτηγών και λεωφορείων γινόταν μια πολύ απλή διαρρύθμιση, η οποία προσέφερε κάλυψη στους αποδράσαντες. Στο πίσω μέρος των οχημάτων τοποθετούντο κεκλιμένες ξύλινες δοκοί και εμπορεύματα, κάτω από τα οποία κρύβονταν οι Εβραίοι προκειμένου να μη γίνονται αντιληπτοί. Το τελευταίο στάδιο της αποστολής ήταν η μετεπιβίβαση των Εβραίων στα πλοία ανοικτά της θάλασσας της Αμμοχώστου και Αγίας Νάπας. Σε αυτά μεταφέρονταν συνήθως οι Εβραίοι με καΐκια ή μικρές βάρκες. Οι αποστολές αυτές ήταν υψηλού ρίσκου. Σε κάθε στάδιο της αποστολής ήταν υπαρκτός ο κίνδυνος να ανακοπούν από μπλόκα Βρετανών και να συλληφθούν τόσο οι Κύπριοι εμπλεκόμενοι όσο και οι Εβραίοι φυγάδες. Γι’ αυτό το λόγο οι αποστολές διεκπεραιώνονταν κατά τις μεταμεσονύχτιες ώρες.

Η σύσταση των δικτύων

Η λειτουργία των δικτύων που υποστήριζαν τις αποδράσεις των Εβραίων κρατουμένων λειτούργησε σχεδόν ταυτόχρονα με τη λειτουργία των στρατοπέδων και ήταν σε μεγάλο βαθμό επιτυχής. Αυτό μαρτυρεί τόσο ο αριθμός των εκατοντάδων Εβραίων οι οποίοι κατάφεραν να διαφύγουν προς το Ισραήλ χάρη στη στήριξη των Κυπρίων (παρότι υπήρξαν περιπτώσεις κρατουμένων οι οποίοι κατά την απόδρασή τους από τα στρατόπεδα συνελήφθησαν από τους Βρετανούς), όσο και το γεγονός ότι δεν συνελήφθη κανένας από τους Κυπρίους που συμμετείχαν στις αποστολές αυτές, οι οποίες διαφυλάσσονταν ως επτασφράγιστο μυστικό μεταξύ των δρώντων.

Για να επιτευχθεί ο σκοπός της δράσης των Κυπρίων υπήρχε οπωσδήποτε ένας πολυεπίπεδος συντονισμός. Αφενός, σε ανώτερο επίπεδο μεταξύ των Κυπρίων που γνώριζαν την αγγλική γλώσσα και είχαν τη δυνατότητα να επικοινωνούν με την εβραϊκή ηγεσία των στρατοπέδων, κυρίως των αντιπροσώπων πολιτικών και στρατιωτικών οργανώσεων, όπως της Χαγκανά, και εβραϊκών οργανώσεων από τις ΗΠΑ και τη Βρετανία που συντόνιζαν το ανθρωπιστικό, κοινωνικό και θρησκευτικό έργο εντός των στρατοπέδων, όπως της American Joint Distribution Committee. Αυτοί οι Κύπριοι ήταν στελέχη του κόμματος της αριστεράς στην Αμμόχωστο και τη Λάρνακα και είχαν προσεγγισθεί εξ αρχής από την εβραϊκή πλευρά.

Σε ένα άλλο επίπεδο δρούσαν οι επικεφαλής των κατά τόπους οργανώσεων της αριστεράς, κυρίως σε Λάρνακα, Αμμόχωστο και Δερύνεια, οι οποίοι προσεγγίζονταν από τα στελέχη του ΑΚΕΛ και ήταν επιφορτισμένοι με τη σύσταση των ομάδων δράσης. Στις ομάδες τους εντάσσονταν συγχωριανοί τους ή άτομα από γειτονικά χωριά, τα οποία ήταν και μέλη της αριστεράς. Και τα δυο επίπεδα συντονισμού συνεργάζονταν στενά με την εβραϊκή κοινότητα του νησιού, η οποία απαρτιζόταν από περίπου 25 οικογένειες. Κάποιοι ήταν απόγονοι Εβραίων μεταναστών που αφίχθηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα στις αγροτικές εγκαταστάσεις στο Μαρκό και παρέμειναν έκτοτε μόνιμοι κάτοικοι του νησιού. Άλλοι ήταν εσπεριδοκαλλιεργητές και κεφαλαιούχοι οι οποίοι εγκαταστάθηκαν τη δεκαετία του 1930 κυρίως στην επαρχία Αμμοχώστου και Λάρνακας. Η τοπική παρουσία Εβραίων ήταν πολύ σημαντική στην ηθική και υλική υποστήριξη των κρατουμένων. Συνέστησαν άτυπη επιτροπή για την πρόνοια των Εβραίων προσφύγων και ταυτόχρονα διαδραμάτισαν σημαντικό ρόλο στην τακτική επικοινωνία των Κυπρίων με τους Εβραίους εντός των στρατοπέδων. Αυτές οι οικογένειες ήταν, επίσης, μυημένες στις αποδράσεις ποικιλοτρόπως και παραχωρώντας  τους πορτοκαλεώνες τους για την ασφαλή διαφυγή κρατουμένων από τα στρατόπεδα.

Σε ένα τρίτο επίπεδο δρούσαν Κύπριοι οι οποίοι εργάζονταν σε θέσεις κλειδιά στην αποικιοκρατική μηχανή, όπως για παράδειγμα υψηλόβαθμοι υπάλληλοι στο λιμάνι της Αμμοχώστου ή στο βρετανικό στρατό. Αυτοί γνώριζαν πολύ καλά τα δρομολόγια των πλοίων, τις κινήσεις των Βρετανών ευρύτερα στο θαλάσσιο χώρο της Αμμοχώστου, αλλά και τη μορφολογία των ακτών όπου θα μπορούσαν να προσεγγίσουν τα εβραϊκά πλοιάρια.

Το προφίλ των Κυπρίων

Ο Θεορής Ζαμπάς στο βιβλίο του Ιστορική διαδρομή ΚΚΚ-ΑΚΕΛ Αμμοχώστου, Λάρνακα 2009, σ. 203  αναφέρει 17 ονόματα μελών της Αριστεράς τα οποία συμμετείχαν στις ομάδες αυτές. Τον Ιούλιο του 1969 σε τελετή μνήμης στο συνοικισμό «Νέας Σαλαμίνας» πλησίον του στρατοπέδου του Καραόλου, κατά την τοποθέτηση θεμέλιου λίθου για την πλατεία «Κήπος των Εβραίων Προσφύγων» τιμήθηκαν από τον τότε πρέσβη του Ισραήλ στην Κύπρο, Tuvia Arazi, 20 Κύπριοι – 18 Έλληνες και 2 Εβραίοι – για τη στήριξη και τη συμβολή τους στις αποδράσεις. Προσεγγίζοντας σφαιρικά τη συγκεκριμένη πτυχή της ιστορίας των στρατοπέδων και ιχνηλατώντας μέσα από πρωτογενείς πηγές τη σύνθεση των ομάδων αυτών, νέα στοιχεία συγκλίνουν στο γεγονός ότι τουλάχιστον 40 Έλληνες της Κύπρου συμμετείχαν συστηματικά στις ομάδες, ανάμεσα τους και άτομα που δεν ανήκαν στην Αριστερά.

Μελετώντας το προφίλ των ατόμων που συμμετείχαν στις ομάδες, κυρίως των προσκείμενων στην Αριστερά, διακρίνονται κάποια βασικά χαρακτηριστικά. Καταρχάς, επρόκειτο για άνδρες ηλικίας 20 έως 30 ετών. Η πλειοψηφία προερχόταν από τα εργατικά στρώματα της κυπριακής κοινωνίας, ενώ ξεχωρίζουν και περιπτώσεις ατόμων με ανώτερη πανεπιστημιακή μόρφωση, οι οποίοι αναλάμβαναν την επικοινωνία με την εβραϊκή ηγεσία. Από τους υπόλοιπους, κάποιοι ήταν κτίστες, άλλοι εργάτες σε βρετανικές στρατιωτικές αποθήκες, άλλοι οδηγοί ταξί, λεωφορείων και φορτηγών, ψαράδες, και ιδιοκτήτες περβολιών. Οι κυριότερες ομάδες φαίνεται ότι προέρχονταν από την περιοχή της Δερύνειας και γειτονικά χωριά.

Η περιοχή είχε σημαντικά πλεονεκτήματα. Γεωγραφικά βρισκόταν μεταξύ των στρατοπέδων Καραόλου και Ξυλοτύμπου και επομένως προσέφερε ένα ασφαλή χώρο για τη διοχέτευση των Εβραίων που φυγαδεύονταν και από τα δυο στρατόπεδα. Εκεί κατέληγαν τόσο οι Εβραίοι από τον Καράολο όσο και από την Ξυλοτύμπου. Έπειτα, η περιοχή είχε ιδιαίτερα μορφολογικά χαρακτηριστικά που μπορούσαν να εξυπηρετήσουν την προσωρινή φύλαξη των φυγάδων, όπως πυκνοφυτεμένους πορτοκαλεώνες, υπόγειες κρύπτες και σπηλιές. Από εκεί μπορούσε να οργανωθεί αποτελεσματικότερα η μεταφορά τους σε συγκεκριμένες τοποθεσίες στις παράκτιες περιοχές της Αμμοχώστου, νοτιότερα του λιμανιού και ανατολικότερα της Δερύνειας. Σε ό,τι αφορά τη σύσταση των ομάδων, προφανώς ήταν μια περιοχή στην οποία η αριστερά είχε απήχηση και από την οποία θα μπορούσε να στελεχωθούν οι αποστολές. Σε μικρότερο βαθμό, συμμετείχαν και άτομα από την περιοχή Λάρνακας και Δεκέλειας (ειδικότερα για τη Δεκέλεια βλ. Μέλισσος (2005, σσ. 10-13).

Σημαντικό κοινό στοιχείο μεταξύ των ατόμων που συμμετείχαν στο δίκτυο αλληλεγγύης ήταν το γεγονός ότι πολλοί από αυτούς προέρχονταν από τις τάξεις των εθελοντών του Κυπριακού Συντάγματος, οι οποίοι πολέμησαν κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο στα μέτωπα της Αιγύπτου και της Ιταλίας στο πλευρό των συμμαχικών δυνάμεων. Ως εκ τούτου, πέρα από την καταγωγή και τις πολιτικές καταβολές, οι οποίες φαίνεται να αποτέλεσαν τον κυριότερο παράγοντα μύησης στις ομάδες αυτές, το Κυπριακό Σύνταγμα προσέφερε ένα επιπλέον μηχανισμό δικτύωσης. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι και οι Κύπριες γυναίκες είχαν τη δική τους ξεχωριστή συμβολή σε αυτά τα δίκτυα. Αναλάμβαναν την πρόσβαση των φυγάδων σε σίτιση φροντίζοντας να ετοιμάζουν φαγητό στα σπίτια τους και να συγκεντρώνουν ρουχισμό και άλλα είδη πρώτης ανάγκης.

Ποιοι οι λόγοι πίσω από την «κυπριακή αποστολή»;

Η δράση αλληλεγγύης των Κυπρίων προς τους Εβραίους πρόσφυγες των βρετανικών στρατοπέδων διαμορφώθηκε τόσο από ανθρωπιστικούς όσο και ιδεολογικούς λόγους. Αφενός, η δημιουργία των στρατοπέδων και η παραμονή των Εβραίων εκ νέου πίσω από συρματομπλέγματα, μετά την επιβίωση πολλών από αυτών από τα ναζιστικά στρατόπεδα, ήταν για την κοινή γνώμη – όχι μόνο στην Κύπρο αλλά ακόμα και στη Βρετανία – αδιανόητη. Από την άλλη, στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα του αντι-αποικιακού εθνικισμού, οι Κύπριοι διέβλεπαν ένα κοινό πολιτικό στόχο και έναν «κοινό εχθρό» με τους Εβραίους. Και οι δυο λαοί αγωνίζονταν για την αυτοδιάθεση τους από τον βρετανικό αποικιοκρατικό ζυγό. Εάν οι Εβραίοι το πετύχαιναν στην Παλαιστίνη θα δημιουργείτο ένα προηγούμενο στην περιοχή το οποίο θα ευνοούσε εξίσου τον κυπριακό αγώνα. Γι’ αυτό και μόνο το λόγο, η συμμετοχή σε μια υπόγεια, μυστική και εξαιρετικά ριψοκίνδυνη αποστολή είχε ιδιαίτερη αξία. Ήταν αναμφισβήτητα μια εκδήλωση αλληλεγγύης προς τον εβραϊσμό, η οποία είχε βρει απήχηση στην ίδια τη βάση της κοινωνίας.

* Διδάκτωρ Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας