Η απίστευτη ιστορία της Εβραίας επιζήσασας, Ρίβκα Καχάνα Βάισμπεργκ, όπως η ίδια την αφηγήθηκε στον «Φ» και όπως αποτυπώνεται στο βιβλίο της «Shining in the dark», όπου περιγράφει τη συγκλονιστική πορεία των γονιών της, αλλά και τη διάσωση της ίδιας ως παιδί από τα χέρια των Ναζί. Γεννήθηκε το 1943 στην καρδιά του Ολοκαυτώματος και επέζησε χάρη στις πράξεις γενναίων ανθρώπων. Η κυρία Ρίβκα βρέθηκε πρόσφατα στην Κύπρο με αφορμή σειρά διαλέξεων.

Αυτή ήταν μια συνέντευξη που δε θα μπορούσαμε να προσπεράσουμε. Εξάλλου, με ελάχιστους επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος εν ζωή – Εβραίους και μη – οι μαρτυρίες τους είναι κομμάτι της ίδιας της ιστορίας, η οποία ξετυλίγεται μπροστά μας σε πραγματικό χρόνο, σαν κινηματογραφική ταινία, με όλα τα συστατικά της: αγωνία, τρόμο, θάνατο, προδοσία, θρίαμβο, λύτρωση.

Πολλοί επιζήσαντες έθαψαν βαθιά μέσα τους τα όσα πάνδεινα υπέφεραν από το φασιστικό καθεστώς του Χίτλερ. Δύσκολα ο πόνος βρίσκει τις λέξεις. Ασύλληπτη η τραγωδία. Για την αγέρωχη γυναίκα που κάθεται απέναντί μας, όμως, είναι καθήκον προς την ανθρωπότητα. Το χρωστά στους ανθρώπους που την έσωσαν, αλλά και στον Θεό που – όπως μας αναφέρει – ήταν εκεί σε κάθε βήμα.

Άνεμοι του πολέμου

Όταν η μητέρα της ήταν 90 ετών, η κυρία Ρίβκα απέκτησε μια πιο ολοκληρωμένη εικόνα για τα όσα βίωσε ως παιδί. Της είχε δώσει ένα μεγάλο δέμα με γράμματα, τα οποία διηγούνταν τα πάντα με κάθε λεπτομέρεια και συμπλήρωναν το παζλ της πολυτάραχης ζωής της.

Όμως, η συνταρακτική ιστορία διάσωσής της ως μικρό παιδάκι, ξεκινάει πριν από τη γέννησή της, με τους γονείς της, Μπένο Βάισμπεργκ και Ελς Βάινμπεργκ, δύο Εβραίους που γεννήθηκαν και μεγάλωσαν στη Γερμανία. Τον Μάιο του 1935, όταν ο Μπένο αποφοιτούσε από την οδοντιατρική σχολή του πανεπιστημίου της Βόνης, ο Χίτλερ ήταν ήδη στην εξουσία και λίγους μήνες αργότερα στο συνέδριο των Ναζί, εισήγαγε σκληρούς, αντισημιτικούς νόμους που τσάκιζαν τη ζωή των Εβραίων. Δεν ήταν διόλου καλές οι συνθήκες για να παντρευτεί την αρραβωνιαστικιά του, Ελς. Δύο χρόνια μετά, το 1937, ένα βροχερό ομιχλώδες πρωινό στον σταθμό του τρένου, οι δύο νεαροί αγκαλιάζονται με βουρκωμένα μάτια για τον αποχωρισμό. Ο Μπένο θα έφευγε για την Ολλανδία όπου εκεί θα μπορούσε τουλάχιστον να εργαστεί.

Η ζωή για την Ελς στη Γερμανία ήταν εξαιρετικά δύσκολη και σύντομα θα γινόταν ακόμη χειρότερη. Το βράδυ της 9ης Νοεμβρίου 1938, οι Ναζί επιτέθηκαν σε εβραϊκούς στόχους σε όλη τη Γερμανία. Ενενήντα Εβραίοι δολοφονήθηκαν, εκατοντάδες χτυπήθηκαν, σπίτια, επιχειρήσεις και συναγωγές καταστράφηκαν και 30 χιλιάδες άνθρωποι στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Το πογκρόμ έμεινε στην ιστορία ως Kristallnacht (Η νύχτα των κρυστάλλων) και ήταν η απαρχή της θηριωδίας των Ναζί. Ανάμεσα στους συλληφθέντες εκείνο το βράδυ ήταν και η Ελς, η οποία με διάφορα τεχνάσματα κατάφερε να απελευθερωθεί, καταλήγοντας στην Ολλανδία, όπου επιτέλους παντρεύτηκε τον αγαπημένο της. Εκεί ήταν ασφαλείς. Ή τουλάχιστον αυτό νόμιζαν.

Τον Μάιο του 1940 ο γερμανικός στρατός εισβάλλει και κατακτά την Ολλανδία. Σιγά – σιγά, οι απάνθρωποι νόμοι κατά των Εβραίων, που θα οδηγούσαν στην «τελική λύση και στο τελικό ξεκαθάρισμα», άρχισαν να εφαρμόζονται και εκεί. Μόνο να αναπνέουν δικαιούνταν. Σύντομα θα άλλαζε κι αυτό. Το κακό δεν είχε τέλος. Τον Μάιο του 1941, η Ελς γέννησε ένα αγοράκι, τον Σάμιουελ, που πέθανε δέκα μήνες μετά λόγω προβλημάτων υγείας.

Ο γάμος των γονιών της Ρίβκα, Μπένο και Ελς Βάισμπεργκ, το 1939

Τα στρατόπεδα της κολάσεως

Η δυστυχία ήταν μεγάλη, καλοθελητές πληροφοριοδότες και Γερμανοί στρατιώτες παντού. Τον Ιούνιο του 1942, ξεκίνησε το aktionen. Όλοι οι Εβραίοι από 16 ετών και άνω συλλαμβάνονται και στέλλονται στο στρατόπεδο Βέστερμποργκ στη βόρεια Ολλανδία, ως ενδιάμεσος σταθμός προτού σταλούν στα μεγάλα στρατόπεδα συγκέντρωσης της Ευρώπης, όπως το Άουσβιτς. Ο πατέρας του Μπένο και η μητέρα της Ελς κατέληξαν στο Μπέρκγεν-Μπέλσεν όπου έχασαν τη ζωή τους. Την ίδια κατάληξη είχαν αδέλφια, συγγενείς και φίλοι των Βάισμπεργκ που χάθηκαν για πάντα στα στρατόπεδα της κολάσεως.

Το 1942 η Ελς ενημέρωσε την καλή της φίλη, Σίτιε, ότι ήταν έγκυος. Η Σίτιε και ο σύζυγός της, Ράινερ, ήταν Ολλανδοί, μέλη της αντίστασης που βοηθούσαν Εβραίους να κρυφτούν ή να κρύψουν τα παιδιά τους, δίνοντάς τα σε χριστιανικές οικογένειες. «Το παιδί δεν έχει καμία πιθανότητα να επιβιώσει αν το κρατήσεις», είπε η Σίτιε στην Ελς καθώς προχωρούσε η εγκυμοσύνη. «Σώσε το παιδί και τον εαυτό σου. Δώσε το σε οικογένεια». Δεν το συζητούσε καν η Ελς. Δεν θα το άντεχε. «Έχω μια φίλη στο Άμστερνταμ, την Γιέτ. Είναι πολύ καλή, θα το αναλάβει!». Η περιγραφή της κυρίας Ρίβκα παίρνει δραματικό τόνο. Ήταν εμφανές ότι ένιωθε τον πόνο της μάνας της.

Juden, Raus!

Ένα βράδυ του Ιανουαρίου του 1943, δυνατά χτυπήματα ακούστηκαν στην πόρτα του διαμερίσματος του Μπένο και της Ελς. Δύο Γερμανοί SS και δύο Ολλανδοί αστυνομικοί: «Έχετε δέκα λεπτά για να ετοιμαστείτε και να κατεβείτε!». Η Ελς ήταν οκτώ μηνών έγκυος. Αλλά δεν είχαν επιλογή. «Juden Raus!», φώναζε ο Γερμανός, σπρώχνοντας τον κόσμο μέσα στο τρένο. Η Ελς έπεσε κάτω, ο Μπένο τη βοήθησε να σταθεί και μια γριά Εβραία της είπε σχεδόν προφητικά: «Καλύτερα να το χάσεις παρά να φέρεις παιδί σ’ αυτό τον κόσμο».

Στο στρατόπεδο Βέστερμπροκ, η Ελς μεταφέρθηκε στο ιατρείο λόγω της πτώσης στον σταθμό και ο Μπένος παρέμενε στο πλάι της. Έξι βδομάδες αργότερα, όταν τους ανακοίνωσαν ότι μπορούν να φύγουν προσωρινά, η καρδιά τους κόντεψε να σπάσει από χαρά. «Γιατί πιστεύετε πως ελευθέρωσαν τους γονείς σας, κυρία Ρίβκα», τη ρωτάμε. «Ίσως γιατί ο πατέρας μου ήταν σημαντικός λόγω επαγγέλματος για την εβραϊκή κοινότητα. Ίσως πάλι να ήταν θεία παρέμβαση», απαντά.

Λίγο πριν γεννήσει, είχαν προειδοποιήσει την Ελς να μην πάει στο Εβραϊκό Νοσοκομείο γιατί αναμενόταν έφοδος των Ναζί. Η Ελς δεν το πίστευε, αλλά υπάκουσε. Έτσι, στο απόγειο του πολέμου, στις 9 Μαρτίου 1943, γεννήθηκε η Ρίβκα σ’ ένα εβραϊκό σπίτι στο Άμστερνταμ. «Σε τι κόσμο φέραμε παιδί; Πώς θα το προστατέψουμε;», διερωτήθηκε δακρύζοντας η Ελς με το νεογέννητο στην αγκαλιά της. Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί εισέβαλαν στο Εβραϊκό Νοσοκομείο, μαζεύοντας ασθενείς και προσωπικό και στέλνοντάς τους στα στρατόπεδα συγκέντρωσης. «Σώθηκαν και πάλι από θαύμα!», μας λέει με συγκίνηση η κυρία Ρίβκα.

Η κ. Ρίβκα με μέλη της οικογένειάς της κατά τη διάρκεια επίσκεψής τους στην Κύπρο

Το μπλε φουλάρι

Στις 25 Απριλίου 1943, οι Βάισμπεργκ αφαίρεσαν το κίτρινο αστέρι από το πέτο τους, μάζεψαν λίγα παιδικά ρούχα και παιχνίδια και με βαριά καρδιά ξεκίνησαν για να παραδώσουν το παιδί τους στην Γιέτ για την οποία τους είχε μιλήσει η Σίτιε. Τι να έκαναν άλλωστε; Δεν είχαν άλλη επιλογή αν ήθελαν να με σώσουν, εξηγεί συγκινημένη η κυρία Ρίβκα.

Το σημάδι για να αναγνωρίσουν την Γιέτ ήταν ένα μπλε φουλάρι. Συναντιούνται πρόσωπο με πρόσωπο, η Ελς αφήνει το παιδικό καροτσάκι και το αρπάζει η Γιέτ. Καθώς αποχωρούν αμίλητοι η Ελς ξεσπάει σε λυγμούς. Ο Μπένο την παίρνει αγκαλιά και χάνονται στον δρόμο. Από τώρα και στο εξής, η μικρή Ρίβκα θα ήταν γνωστή ως Χάνεκε Έμοντ. Ολλανδή Χριστιανή που έχασε τους γονείς της.

Η Γιέτ ζούσε μόνη σε ένα μικρό διαμέρισμα στο Άμστερνταμ. Ο άντρας της είχε σταλεί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης λόγω αντιφασιστικής δράσης. Το ένα δωμάτιο το νοίκιαζε στον Ντέιβιντ και τη Γιάνκε. Ο Ντέιβιντ τη βοηθούσε πολύ με το παιδί και συχνά παρίστανε τον πατέρα του για να μην εγείρει υποψίες. Στον πρώτο όροφο, εξάλλου, έμενε αξιωματικός των SS.

Όμως δεν πρόλαβε να περάσει μια ώρα από την παράδοση του παιδιού και η Ελς κατακλύστηκε από τύψεις. «Θέλω να δω το μωρό μου!». Ο Μπένο ήταν κάθετος. «Αποκλείεται! Θα μας βάλεις όλους σε κίνδυνο!». Αποφάσισαν να αποταθούν σ’ ένα φίλο Ραβίνο, ο οποίος τους απάντησε με τα λόγια του Θεού προς τον Αβραάμ για τη Σάρα: «Κάνε αυτό που λέει η Σάρα». Μη γνωρίζοντας ότι η συμβουλή του θα τους έσωζε τη ζωή. Την ίδια κιόλας μέρα η Ελς αγκάλιαζε την κόρη της.

Η Γιέτ κρατάει στην αγκαλιά της τη μικρή Ρίβκα

Δραστικές λύσεις

Πριν προλάβουν να αποχαιρετιστούν, η αντίσταση τους έστειλε μήνυμα ότι η γειτονιά τους έχει αποκοπεί από τους Ναζί και είχαν συλληφθεί όλοι οι Εβραίοι, συμπεριλαμβανομένου του Ραβίνου, της συζύγου και των παιδιών του που κατέληξαν στον θάνατο. Η Γιέτ τους φιλοξένησε στο σπίτι της. Όμως δεν μπορούσαν να ρισκάρουν τη ζωή της Ρίβκα και σύντομα άρχισαν να μετακινούνται από τόπο σε τόπο μέχρι που κατέληξαν στη σοφίτα ενός εξαώροφου εβραϊκού κτηρίου. Όταν έκαναν έφοδο οι Ναζί, ο Μπένο και η Ελς παρέμειναν στη σοφίτα και για καλή τους τύχη οι στρατιώτες έφτασαν μόνο ως τον τέταρτο όροφο. «Σώθηκαν και πάλι», μας λέει η Ρίβκα Βάισμπεργκ και η λάμψη στα μάτια της παρέπεμπε και πάλι σε θαύμα.

Ήταν φανερό ότι χρειάζονταν δραστικές λύσεις. Έτσι με βαριά καρδιά, ο Μπένο και η Ελς αποχωρίστηκαν για ακόμα μια φορά. Ο Μπένο κατέληξε στο Άμερσφορντ, όπου κρύφτηκε στο σπίτι δύο γυναικών και κυκλοφορούσε μόνο τα βράδια μαζί με τον Ένγκελ, ένα φίλο της αντίστασης που τον βοηθούσε. Η Ελς, ως Ντέιζι Πέρεπουμ πια, βρήκε στέγη στο σπίτι του Ολλανδού γιατρού Μένο Κιπ στο χωριό Γκάμερεν, ως βοηθός του.

«Γιατί δεν έγινε ταινία αυτή η ιστορία;», ρωτάμε, διακόπτοντας τη συναρπαστική διήγηση. «Υπάρχουν τόσες πολλές ιστορίες επιζώντων», απαντά ένα από τα εγγόνια της που τη συνόδευσαν στην Κύπρο.

Judenrein

Η τελευταία μεγάλη έφοδος των Ναζί κατά των Εβραίων στο Άμστερνταμ πραγματοποιήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1943 και έτσι η πόλη ήταν πλέον judenrein, απαλλαγμένη δηλαδή, από Εβραίους. Η μικρή Ρίβκα ή Χάνεκε, άρχισε σιγά – σιγά να μιλάει – αποκαλούσε την Γιέτ «μανούλα». Η πείνα ήταν τέτοια, που ακόμη και οι μη φιλοναζί Ολλανδοί πρόδιδαν τους συμπατριώτες τους για ένα καρβέλι ψωμί. Ένα απόγευμα, δύο αστυνομικοί χτύπησαν την πόρτα της Γιέτ. Είχαν πληροφορία πως κρύβει μωρό Εβραίων. Έκαναν το σπίτι άνω – κάτω και έφυγαν. Λίγο πριν, ο Ντέιβιντ είχε βγει με το παιδί για βόλτα. Έτσι, σώθηκε και πάλι.

Σε όλο αυτό το διάστημα η Ελς έστελνε τρόφιμα στη Γιέτ και οι δυο τους αλληλογραφούσαν όσο βέβαια το επέτρεπαν οι συνθήκες. Η Γιέτ της έγραφε τα νέα για το μωρό γιατί ήθελε να είναι μέρος της ζωής της. Το καλοκαίρι του 1944, μετά από μήνες αποχωρισμού μάνας και κόρης, η Γιέτ βρήκε το θάρρος και πήγε τη μικρή Ρίβκα να δει τη βιολογική της μητέρα. Η συγκίνηση ήταν μεγάλη, αλλά ο αποχαιρετισμός δυσβάστακτος. Η Ελς κατάπινε τον πόνο της. Φιλούσε τη μικρή ξανά και ξανά. Ευχόταν ότι η αγκαλιά τους θα κρατούσε για πάντα…

Η κ. Ρίβκα και ο σύζυγός της, Μίχαελ Καχάνα

Απελευθέρωση και επανένωση

Τον Μάιο του 1945 η Ολλανδία απελευθερώθηκε από τους συμμάχους. Για ακόμα μια φορά, μέσα στον πανικό ενός σταθμού τρένων, η Ελς έπεφτε στην αγκαλιά του Μπένο. Η μικρή Ρίβκα, όμως, θα έπρεπε να περιμένει. Η νέα ολλανδική κυβέρνηση εξέδωσε διάταγμα σύμφωνα με το οποίο οι οικογένειες των Ολλανδών που έκρυβαν παιδιά Εβραίων δεν μπορούσαν να τα επιστρέψουν, παρά μόνο με απόφαση ειδικής επιτροπής που θα έκρινε τι ήταν καταλληλότερο για το παιδί: 350 παιδιά παρέμειναν με ολλανδικές οικογένειες. Η Γιέτ δεν θα το έκανε ποτέ αυτό.

Λίγους μήνες αργότερα, όταν το παιδάκι ήταν δυόμισι ετών, ο Μπένο και η Ελς βρέθηκαν στο Άμστερνταμ. «Δεν υπάρχουν λόγια. Πώς να ευχαριστήσεις κάποιον που έσωσε το παιδί σου», λέει σκυθρωπά η κυρία Ρίβκα. «Δώσε μου ένα φιλάκι και πήγαινε με τον θείο και τη θεία», είπε η Γιέτ στη Ρίβκα, που δεν άφηνε το χέρι της «μαμάς». Η Γιέτ παρακολουθούσε τους τρεις να απομακρύνονται στον δρόμο. Και έπειτα κατέρρευσε.

Προσπαθώντας να φτιάξουν ξανά απ’ την αρχή τη ζωή τους στην Ολλανδία, οι Βάισμπεργκ απέκτησαν ακόμη δύο παιδιά. Το 1949, όμως, κατάφεραν να πραγματοποιήσουν ένα όνειρο ζωής, να εγκατασταθούν στο Ισραήλ. Ο σύνδεσμος και η αγάπη ανάμεσα στη Γιέτ και τον Ντέιβιντ με τους Βάισμπεργκ δεν θα έσπαζε ποτέ. Μέχρι το τέλος της ζωής τους διατηρούσαν αλληλογραφία και επισκέπτονταν οι μεν τους δε. Το κράτος του Ισραήλ τίμησε την Γιέτ και τον Ντέιβιντ ως «Δίκαιους ανάμεσα στα Έθνη», ένα βραβείο για την ανιδιοτελή βοήθεια από μη Εβραίους προς Εβραίους.

Το 1963 η ενήλική πια Ρίβκα παντρεύτηκε τον Μίχαελ Καχάνα, έναν επιζήσαντα του Ολοκαυτώματος, ο οποίος μάλιστα, μετά τον πόλεμο, έμεινε για έξι μήνες στον εβραϊκό καταυλισμό στην Αμμόχωστο όντας 8 ετών, ενώ η ιστορία του θα μπορούσε να αποτελέσει ξεχωριστή συνέντευξη και ακόμη μια δραματική κινηματογραφική ταινία. Απέκτησαν μαζί πέντε παιδία, πολλά εγγόνια και δισέγγονα.

Πριν τον θάνατό τους, όταν η Γιέτ και η Σίτιε είχαν ερωτηθεί γιατί έκαναν ό,τι έκαναν στη διάρκεια του πολέμου, η απάντησή τους ήταν πάντα η ίδια: «Δεν κάναμε κάτι σπουδαίο. Κινδύνευαν αθώοι άνθρωποι. Δεν θα μπορούσαμε να μείνουμε απαθείς. Η Γιέτ πέθανε το 1990. Δεν έπαψε ποτέ να θεωρεί τη Ρίβκα και δική της κόρη. Άλλωστε, δεν απέκτησε ποτέ δικά της παιδιά.

Η 18χρονη Ρίβκα επισκέπτεται την Γιέτ και την Σίτιε στην Ολλανδία, μαζί με την μητέρα της, Ελς

Untermensch

«Πήρε χρόνια για να συνειδητοποιήσω ότι ήμουν παιδί που επέζησε του Ολοκαυτώματος», απαντά η κυρία Ρίβκα, όταν τη ρωτάμε πώς ένιωσε όταν μεγάλωσε και αντιλήφθηκε ότι εκατομμύρια άλλα παιδιά δεν επέζησαν του πολέμου. «Μεγαλώνοντας βάρυνε η καρδιά μου. Ένιωσα πως ήταν καθήκον μου να πω την ιστορία μου και να την εκδώσω σε βιβλίο. Για να μην ξανασυμβούν αυτά».

«Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει πώς έγιναν όλα αυτά», λέει ο σύζυγός της, Μίχαελ που ως εκείνη τη στιγμή άκουγε υπομονετικά τη διήγηση της συζύγου του. «Είμαι 85 χρονών και ακόμη δεν έχω καταλάβει. Πώς θα ένιωθες αν η χώρα σου αποφάσιζε πως είσαι γάιδαρος; Ότι είσαι untermensch (υπάνθρωπος). Είναι ασύλληπτο. Μετά τον πόλεμο οι Σοβιετικοί έστειλαν τον πατέρα μου στα γκούλαγκ της Σιβηρίας. Πέρασαν 18 χρόνια χωρίς να δω τους γονείς μου. Ολοκαύτωμα δεν είναι μόνο το Άουσβιτς!», συνεχίζει να διηγείται με ένταση. «Είναι κι όλα όσα ακολούθησαν, οι παρενέργειες στις ζωές των ανθρώπων που επέζησαν, οι ζωές που καταστράφηκαν».

Ισραήλ 2023. Η Ρίβκα με τον σύζυγο, τα παιδιά, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της

Ποτέ ξανά

Σε ερώτηση για τον πόλεμο Ισραήλ-Χαμάς, η κυρία Ρίβκα χαμηλώνει το βλέμμα: «Ο πόλεμος είναι φριχτό πράγμα. Το τίμημα είναι μεγάλο. Αλλά τι να κάνουμε; Δεν έχουμε πού αλλού να πάμε. Στην Ευρώπη μας εξόντωσαν. Το Ισραήλ είναι ο τόπος μας», λέει, κοιτάζοντας προς τα εγγόνια της.

Στο σημείο αυτό παρεμβαίνει η κόρη της που επίσης τη συνόδευσε στη χώρα μας. «Ως επιζήσαντες του Ολοκαυτώματος, οι γονείς μας, μάς δίδαξαν να κάνουμε πάντα το καλό, να γίνουμε εθελοντές για να βοηθούμε τους ανθρώπους. Το κάνουν και οι ίδιοι, παρά τα χρόνια τους, μέχρι σήμερα. Γιατί ο κόσμος πρέπει να γίνει καλύτερος, οι άνθρωποι πρέπει να βοηθάνε ο ένας τον άλλο».

«Απλά θέλουμε να επιβιώσουμε, να ζήσουμε, να έχουμε ειρήνη. Αυτό θέλαμε πάντα, αυτό προσφέραμε πάντα, αλλά δεν το θέλουν», λέει από την πλευρά του το μεγαλύτερο εγγόνι, ο Γιόναθαν, αναφερόμενος στον πόλεμο με τη Χαμάς. «80 χρόνια μετά το Ολοκαύτωμα, σε όλο τον κόσμο υπάρχει ακόμη αντισημιτισμός. Αν δεν υπερασπιστούμε τον εαυτό μας, θα υπάρξει νέο Ολοκαύτωμα. Ποτέ ξανά. Γι’ αυτό χρειαζόμαστε τη στήριξη του κόσμου». «Σε ακούμε, σε αντιλαμβανόμαστε, αλλά το θέμα είναι μεγάλο και πολύπλοκο», απαντάμε. «Μια συζήτηση για άλλη ώρα»…

Το βιβλίο της κ. Ρίβκα, που εξιστορεί τη δραματική της ζωής

Από τις 140 χιλιάδες Εβραίους που ζούσαν στην Ολλανδία πριν από τον πόλεμο, μόλις 5,200 επέζησαν, λιγότερο από 4%. 2723 εβραιόπουλα από την Ολλανδία σκοτώθηκαν στο Ολοκαύτωμα.