Αξιολόγησαν παιδί με αυτισμό το 2020 και το έκριναν ως μέτριας αναπηρίας χωρίς να δικαιούται ΕΕΕ και το ’23 μετά από απόφαση Δικαστηρίου και παρέμβαση Νομικής Υπηρεσίας, το έκριναν ανάπηρο.

Η μητέρα του μετά τη νέα αξιολόγηση από ιατροσυμβούλιο και την έγκριση πλέον επιδόματος ΕΕΕ, ζήτησε την καταβολή του αναδρομικά από το 2019 που υπέβαλε την αίτησή της. Όμως πήρε αρνητική απάντηση με αποτέλεσμα να προσφύγει στην Επίτροπο Διοίκησης.

Η Επίτροπος Μαρία Στυλιανού Λοττίδη, με σημερινή έκθεσή της δικαίωσε τη μητέρα και κατ’ επέκταση το παιδί, βρίσκοντας ότι «τα σφάλματα, οι παραλείψεις κι οι πλημμέλειες της διοίκησης, δεν μπορούν να λειτουργούν σε βάρος του παιδιού».

Αρχικά, το 2019 είχε υποβληθεί εκ μέρους του παιδιού αίτηση για παροχή ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος, η οποία απορρίφθηκε, μετά από αξιολογήσεις αναπηρίας που έγιναν κατά το 2020, οι οποίες έκριναν ότι η αναπηρία του δεν ενέπιπτε στις προϋποθέσεις της σχετικής νομοθεσίας.

Η αναπηρία του παιδιού επαναξιολογήθηκε από νέα επιτροπή και με φυσική παρουσία του παιδιού κατά το 2023, μετά από ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου λόγω λανθασμένης σύνθεσης του ιατροσυμβουλίου, και οδήγησε στην έγκριση του αιτήματος για παροχή ΕΕΕ και αναπηρικού επιδόματος, αφού αυτή τη φορά η αναπηρία κρίθηκε ότι εμπίπτει στον ορισμό της νομοθεσίας.

Όπως αναφέρεται στην έκθεση της Επιτρόπου, η άρνηση των εμπλεκομένων Τμημάτων να προχωρήσουν σε αναδρομική καταβολή των σχετικών επιδομάτων εδράζεται στο ότι, όπως αναφέρουν, μεταξύ της πρώτης αξιολόγησης (2020) και της τελευταίας (2023) μεσολάβησαν αρκετά χρόνια για τα οποία η αξιολογητική επιτροπή δεν μπορεί να γνωρίζει την κλινική κατάσταση του παιδιού και εάν όντως κατά τη διάρκεια εκείνων των τριών ετών πληρούσε τον ορισμό του ατόμου με αναπηρία όπως αναγράφεται στο Νόμο του ΕΕΕ.

Όπως αποφάνθηκε η Επίτροπος Διοίκησης, δεν φαίνεται η πιο πάνω αιτιολογία να είναι πειστική, αλλά ούτε και ανταποκρίνεται στη διαδικασία που ακολουθείται κατά την επανεξέταση. Αντιθέτως, από τις ιατρικές βεβαιώσεις των θεραπευτών που παρακολουθούσαν το παιδί διαπιστώνεται ότι η κατάσταση που παρουσιάζει σήμερα και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζει είναι όμοιες με την κατάσταση που παρουσίαζε κατά την πρώτη αξιολόγησή του και δεν έχουν διαφοροποιηθεί, είτε προς το καλύτερο, είτε προς το χειρότερο.

Προκύπτει , συνεπώς, η διαπίστωση ότι η πιο πρόσφατη αξιολόγηση αναγνώρισε τα χαρακτηριστικά μιας αναπηρίας που προϋπήρχε κατά τον χρόνο της πρώτης αξιολόγησης και συνεπώς της αρχικής αίτησης.

Μια τέτοια συμπεριφορά από μέρους της διοίκησης παραβιάζει την αρχή της καλής πίστης, καθώς και τον πυρήνα των αρχών της χρηστής διοίκησης, η οποία επιτάσσει όπως οι αποφάσεις που λαμβάνονται δεν είναι μόνο τυπικά ορθές, αλλά και ουσιαστικά λογικές και δίκαιες.

Στη βάση των πιο πάνω, επισημαίνεται, η απόφαση για μη αναδρομική καταβολή των σχετικών επιδομάτων συνιστά ελλιπή συμμόρφωση με τη σχετική ακυρωτική απόφαση του Διοικητικού Δικαστηρίου, αφού η διοίκηση αναγνώρισε μόνο για το μέλλον τα δικαιώματα του παιδιού, διατήρησε, όμως, κατά παράβαση των περί γενικών αρχών του διοικητικού δικαίου, τα αποτελέσματα της πράξης που ακυρώθηκε για το διάστημα που μεσολάβησε μέχρι τη νέα επανεξέταση με τη μη παραχώρηση αναδρομικών δικαιωμάτων.

Ως εκ τούτου εισηγούμαι, καταλήγει η κ. Λοττίδη, όπως εγκριθεί το αίτημα του παιδιού για καταβολή αναδρομικών δικαιωμάτων από τον ουσιώδη χρόνο της υποβολής της αίτησής του, προς πλήρη συμμόρφωση με το δεδικασμένο και τα εκεί ευρήματα του Δικαστηρίου τα οποία ανατρέχουν στον ουσιώδη χρόνο εφαρμόζοντας με το τρόπο αυτό την αρχή της νομιμότητας ως βασικός πυλώνας του Κράτους Δικαίου.