Το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο ομόφωνα ανέτρεψε σήμερα την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου που ενεργούσε ως Διοικητικό Εφετείο, κρίνοντας ως λανθασμένο το σκεπτικό του ως προς το πρόστιμο που επέβαλε το Συμβούλιο των δικηγόρων ενεργώντας ως Εποπτική Αρχή.

Το Συνταγματικό γνωμάτευσε ότι άλλο οι αποφάσεις του Συμβουλίου των δικηγόρων που επιβάλλονται ως Εποπτική Αρχή και εξετάζονται από το Διοικητικό Δικαστήριο και άλλο οι αποφάσεις ως επαγγελματικό σώμα, που εκδικάζονται με αγωγές.

Με τη σημερινή απόφαση κρίνεται ότι καθίστανται όλες οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου επί του θέματος ως να μην έχουν οποιαδήποτε ισχύ. Το Συνταγματικό Δικαστήριο εξέταζε νομικό σημείο που ήγειρε δικηγορική εταιρεία η οποία καταδικάστηκε σε πρόστιμο από το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου κατά παράβαση του νόμου περί ξεπλύματος χρήματος.

Συγκεκριμένα, το Συνταγματικό γνωμάτευσε, νομικό σημείο, ως προς τον σκοπό του καθορισμού της φύσης των πράξεων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (το «Συμβούλιο») ως Εποπτικής Αρχής υπό το πρίσμα και εν τη εννοία των Άρθρων 21 και 59(1)(ε)2 του περί Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου του 2007, Ν.188(Ι)/07 και του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.

Όπως αναφέρει στην απόφαση, το όλο θέμα συνιστά και ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, δεδομένου ότι αφορά το σύνολο των μελών του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου και, ιδίως, αφού άπτεται του δικαιώματος παροχής ενδίκου μέσου προς αμφισβήτηση καταδίκης και ποινής που επιβάλλεται από το Συμβούλιο.

Σύμφωνα με το ιστορικό της υπόθεσης, με προσφυγή της δικηγορική εταιρεία, αιτήθηκε αρχικά από το Διοικητικό Δικαστήριο, στις 22.3.23, ακύρωση της απόφασης με την οποία το Συμβούλιο επέβαλε σε αυτούς πρόστιμο ύψους €16.000 για παραβιάσεις του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου.

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέδωσε την απόφασή του ημ. 24.7.23, με την οποία αποδεχόμενο προδικαστική ένσταση του Συμβουλίου, απέρριψε την προσφυγή ως απαράδεκτη, καταλήγοντας ότι το Συμβούλιο δεν ασκεί εκτελεστική ή διοικητική λειτουργία έτσι ώστε να μπορεί να αποκτήσει δικαιοδοσία το Διοικητικό Δικαστήριο. Το Διοικητικό Εφετείο στο οποίο προσέφυγε η δικηγορική εταιρεία, επικύρωσε την πρωτόδικη απόφαση, αποδεχόμενο ότι: «… το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει την προσβληθείσα απόφαση …» του Συμβουλίου. Το κύριο σκεπτικό της απόφασης του Εφετείου είναι ότι η εξουσία του Συμβουλίου δεν είναι διοικητικής υφής αλλά «σχετίζεται με τη λειτουργία της δικαιοσύνης», ως έχει καθοριστεί από τη νομολογία η οποία, υπό αυτή την ερμηνευτική σκοπιά, παρατίθεται.

Συνέπεια της απόφασης του Εφετείου και του ευρήματος ότι το Διοικητικό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία προς εκδίκαση των αποφάσεων που εκδίδει το Συμβούλιο, όπως η παρούσα, ήταν η καταχώριση της Αίτησης της δικηγορικής εταιρείας, στη βάση της οποίας εδόθη άδεια για εξέταση νομικών σημείων.

Σύμφωνα με το Συνταγματικό Δικαστήριο, το Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ομού με τις λοιπές αρχές στα πλαίσια του Νόμου είναι φανερό, ότι έχει εξουσιαστική και κυριαρχική υφή στα καθήκοντα του, για δημόσιο σκοπό, ευρύτερο των επαγγελματικών πλαισίων του Συλλόγου. Ακριβώς η ευρύτητα του Νόμου καλύπτει διαφορετικές Εποπτικές Αρχές, οι οποίες όμως όλες (σύνολο εννέα), ασκούν κυριαρχική εξουσία για τους ίδιους σκοπούς.

Η ερμηνεία που δόθηκε από το Εφετείο παρέμεινε στα στεγανά του περί Δικηγόρων Νόμου και δεν έλαβε επαρκώς υπόψη τις πρόνοιες του Νόμου για σαφώς διοικητικής υφής πράξεις.

«Δεν μας βρίσκει σύμφωνους, αναφέρουν οι οκτώ δικαστές του Συνταγματικού, η απόλυτη ερμηνεία που έδωσε το Εφετείο (χρησιμοποιώντας τη νομολογία που αφορά άλλου τύπου πράξεις του Συλλόγου και των οργάνων του) ότι ο καθορισμός του Συμβουλίου ως Εποπτικής Αρχής «δεν προεξοφλεί και το ότι ενεργεί στο πεδίο του δημοσίου διοικητικού δικαίου, ένεκα της φύσεως του …». Περαιτέρω, δεν μπορούμε να συμφωνήσουμε με τα λεχθέντα από το Εφετείο ότι «η χρήση του όρου «διοικητικού» θα πρέπει να ιδωθεί με την ευρύτερη κοινή έννοια και όχι τη στενή νομική έννοια.» Σαφώς συνάγεται από το γράμμα του Νόμου, με βάση βεβαίως τη γραμματική ερμηνεία που θα έπρεπε να ισχύσει, πως η επιβολή Διοικητικού Προστίμου από οποιανδήποτε Εποπτική Αρχή είναι εκτελεστή Διοικητική Πράξη και επιβάλλεται για σκοπούς δημόσιου συμφέροντος, με εύλογη τη διάκριση μεταξύ διοικητικής και ποινικής ποινής».

Το Συνταγματικό διαφώνησε επίσης με τη θεώρηση του Εφετείου (όπως και του Πρωτόδικου Δικαστηρίου), πως στην ουσία επρόκειτο για «οιονεί δικαστική πράξη», επειδή υπήρξε κατά την κρίση του, πράξη του Συμβουλίου που εγγενώς συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης. Τέτοια ερμηνεία αντιστρατεύεται σαφώς το Νόμο.

Συνεπώς, το Δικαστήριο παραμέρισε την εφετειακή απόφαση, όπως επίσης την πρωτόδικη απόφαση και παρέπεμψε την υπόθεση στο πρωτόδικο Δικαστήριο (στην ίδια Δικαστή) για να εξεταστεί η προσφυγή.