«Προσπάθησε να μάθεις για τους νεκρούς» ήταν το τελευταίο μήνυμα που έλαβα από τον αρχισυντάκτη μου τη στιγμή που βρισκόμουν στον δρόμο Λεμεσού – Πλατρών, στον Σαϊτά στο σταυροδρόμι που οδηγεί προς τις περιοχές που από το μεσημέρι της Τετάρτης είχαν τυλιχτεί κυριολεκτικά στις φλόγες. Δύο άνθρωποι βρέθηκαν απανθρακωμένοι στο αυτοκίνητο τους. Η τελευταία ενημέρωση, εκείνη τη στιγμή, ήταν ότι επρόκειτο για κατοίκους των περιοχών που καίγονταν οι οποίοι προσπαθούσαν να απομακρυνθούν από το χωριό τους.
Στο νοσοκομείο Λεμεσού είχαν μεταφερθεί 16 άνθρωποι ενώ τρεις εισήχθησαν για νοσηλεία. Άλλοι δύο νοσηλεύονταν στο νοσοκομείο Κυπερούντας και δύο ακόμα στην κλινική εγκαυμάτων του γενικού νοσοκομείου Λευκωσίας. Γνώριζα ότι όλα αυτά θα άλλαζαν ώρα με την ώρα αφού δυστυχώς η φωτιά συνέχιζε το καταστροφικό της έργο κάνοντας τη βόλτα της από χωριό σε χωριό.
Έστριψα αριστερά και σκέφτηκα ότι θα πάρω τον δρόμο και όπου με βγάλει. Έτσι κι αλλιώς οι καπνοί ήταν ήδη πυκνοί και κάλυπταν όλη την περιοχή. Βρέθηκα έξω από τη Μονή Αρχαγγέλου Μιχαήλ.
«Ξέρω ότι η φωτιά δεν επηρέασε τη Μονή», σκέφτηκα και έκανα επαναστροφή.

Ακολουθώντας μια πινακίδα, βρέθηκα να κινούμαι προς Λόφου. Να με συγχωρέσουν, όσοι ξέρουν την περιοχή, αν περιγράψω μπερδεμένα τη διαδρομή αλλά κυριολεκτικά η κατάσταση ήταν τέτοια που δεν μπορούσα να γνωρίζω πού βρισκόμουν ανά πάσα στιγμή.
Τίποτα δεν προμήνυε στην αρχή αυτό που θα αντίκρυζα. Τα πάντα ήταν στη θέση τους. Το πράσινο, πράσινο, τα ξερά χόρτα κίτρινα, τα αμπέλια «διαφήμιζαν» τον καρπό τους. Οι γνώριμοι θάμνοι της περιοχής δεξιά και αριστερά του δρόμου.
Μπήκα σε μια στροφή και μετά… Μετά το απόλυτο γκρίζο. Λες και κάποιος έσβησε το φως, λες και πέρασε κάποιος και έριξε βαρέλια με μπογιά σε μαύρο και γκρίζο και κάλυψε το χρώμα της φύσης… το χρώμα της ζωής.
Μικρά πυροσβεστικά οχήματα, οχήματα της επαρχιακής διοίκησης και της πολιτικής άμυνας κινούνταν μόνο στην περιοχή.
Η γη ξερνούσε καπνό και μικρές φλόγες ξεπηδούσαν από τους κορμούς δέντρων και θάμνων. Ένας πάσσαλος της Αρχής Ηλεκτρισμού πεσμένος στην άκρη του δρόμου. Ένα βυτιοφόρο γέμιζε με νερό κάποιο πυροσβεστικό όχημα και λίγο πιο κάτω ένα συνεργείο της ΑΗΚ προσπαθούσε να απομακρύνει καμένα καλώδια από το οδόστρωμα.
Αμπέλια, περιβόλια, ελαιόδεντρα, σπίτια, καμένα. Οι κόποι χρόνων έγιναν στάχτη. «Πού πάω;» μονολόγησα. Μπήκα σε κάποιον αγροτικό δρόμο και ξαφνικά, το μαύρο και το γκρίζο στο απέναντι βουνό έγινε κόκκινο και πορτοκαλί. Μια αναζωπύρωση σε εξέλιξη. Οι φλόγες ξεπρόβαλαν επιβλητικές και απειλητικές προς το χωριό που είχε περάσει μια νύκτα κόλαση.

Πυροσβεστικά αεροσκάφη έκαναν την εμφάνιση τους. Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου. Δίπλα μου σταμάτησε και ένα άλλο αυτοκίνητο.
«Είστε από εδώ;», ρώτησα τον οδηγό. «Όχι», μου απάντησε αλλά «ήμουν εψές που έπαιρνε το βουνό τζαι ήρτα να δω τι γίνεται. Παίρνουν πάλε».
Συνέχισα την διαδρομή. Άρχισα να νιώθω αρκετή ανασφάλεια. Η άσφαλτος να καίει, από τη φωτιά αλλά και τον καύσωνα. Τον ξεχάσαμε τον καύσωνα μέσα σε αυτή την καταστροφή…
Είχα περάσει από τη Συλίκου. Το σκηνικό παρόμοιο. Σε όλα τα χωριά, τα πρώτα και τα τελευταία σπίτια ήταν καμένα. Φεύγοντας από το σπίτι μου γνώριζα ότι στην Συλίκου κατευθύνονταν ομάδες της ΜΜΑΔ για να αναζητήσουν κατοίκους που δεν είχαν δώσει σημεία ζωής μέχρι εκείνη την ώρα.
Σκέφτηκα ότι έπρεπε να βρω ένα δρόμο που θα με έβγαζε μέχρι την Άλασσα. Σπίτια καμένα, η γης να ξεκαπνίζει, φλόγες να προσπαθούν να κάψουν ότι είχε απομείνει από την προηγούμενη νύκτα. Σπίτια καμένα, κουφάρια αυτοκινήτων σταθμευμένα στις αυλές. Άνθρωποι πουθενά.
Δεν είχα ιδέα για το τι άλλο θα αντίκρυζα. Δεν είχε μείνει και τίποτα όρθιο για να ανησυχώ ότι θα βρεθώ μέσα στη φωτιά.
Σταμάτησα στην άκρη του δρόμου και βγήκα από το αυτοκίνητο προσπαθώντας να εξασφαλίσω κάποιες φωτογραφίες. Στο βάθος, ένα σπίτι καμένο κι ένα ζευγάρι να προσπαθεί να μαζέψει ότι είχε απομείνει, αν είχε απομείνει, άθικτο.
Τι να έλεγα στους ανθρώπους; Ξαναμπήκα στο αυτοκίνητο. Ξανά από την αρχή: μαύρο, γκρίζο, πέτρες, καλώδια στη μέση του δρόμου.
Γνώριζα ότι βρισκόμουν έξω από τον Άγιο Θεράποντα. Στον δρόμο που οδηγεί προς την Άλασσα.
Δεκάδες πάσσαλοι της ΑΗΚ να σιγοπαίρνουν. Δύο πολίτες που βρίσκονταν στην περιοχή προσπαθούσαν με όσο νερό είχαν στη διάθεση τους να σβήσουν τις φλόγες από ένα πάσσαλο που ήταν έτοιμος να πέσει στον δρόμο. Μάταια η προσπάθεια βεβαίως.

Το αυτοκίνητο περνούσε πάνω αλλά και κάτω από πεσμένα, καμένα καλώδια. Άλλα βρίσκονταν στο οδόστρωμα κι άλλα ξεπρόβαλλαν απειλητικά μπροστά μου σε κάθε στροφή. Ένα συνεργείο της ΑΗΚ προσπαθούσε να σώσει την κατάσταση.
«Μα πρέπει να ενημερώσετε την Αστυνομία να κλείσει τον δρόμο», είπα στους ανθρώπους. «Προσπαθούμε να κάνουμε το καλύτερο», μου απάντησαν. Δεν τους έφτανε η αγωνία και η κούραση τους μέσα στη ζέστη της φωτιάς και του ήλιου, τους έκανα και εγώ υποδείξεις… Συνέχισα να οδηγώ.
Στα δεξιά μου ένα ακόμα καμένο σπίτι. Έξω ένα διπλοκάμπινο γεμάτο με καμένα σιδερικά και άλλα αντικείμενα. Ένας άνδρας βρισκόταν δίπλα.
«Είναι το σπίτι σας;», τον ρώτησα.
«Ναι αλλά πε μου γλήορα γιατί κρούζει μια κάμαρη που έσιει μέσα γκάζια», μου απάντησε. «Πρέπει να πάω να δω τι θα κάμω. Έπιασα την πυροσβεστική να έρτει αλλά έσιει ώρα τζαι εν ήρτε κανένας ακόμα. Πρέπει να πάω… πρέπει να πάω».
Εμφανώς κουρασμένος, ταλαιπωρημένος και σίγουρα σε κατάσταση σοκ ο άνθρωπος. Δεν ήξερα πως έπρεπε να αντιδράσω. Τον παρακάλεσα να μην επιχειρήσει μόνος του να σβήσει τη φωτιά.
«Ναι, ναι… εν να τα αφήκω ούλλα να κρούσουν;» μου αποκρίθηκε… Ήταν ούλλα ήδη κρουσμένα.
Συνέχισα στον ίδιο δρόμο. Μια διαδρομή επικίνδυνη. Ευτυχώς γνώριζα ότι η ηλεκτροδότηση είχε διακοπεί ώρες πριν κι έτσι οδηγούσα το αυτοκίνητο έχοντας αυτό και μόνο κατά νου.
Όλα καμένα. Τα πάντα καμένα. Στο βάθος είδα τον κύριο δρόμο Λεμεσού – Πλατρών. Ήξερα ότι κινούμουν προς Άλασσα. Σε κάποια στιγμή και αφού πέρασα από δεκάδες ετοιμόρροπους, φλεγόμενους πασσάλους και κάτω ή πάνω από δεκάδες καμένα καλώδια, βρέθηκα στην Άλασσα.
Σταμάτησα το αυτοκίνητο. Πήρα μια ανάσα και κοίταξα το κινητό μου. Είχαν περάσει τρεις ώρες από τη στιγμή που ξεκίνησα αυτή την διαδρομή.

«Πρόκειται για ζεύγος, ηλικιωμένων μάλλον που προσπαθούσε να φύγει από το Μονάγρι», έγραφε το μήνυμα που είχα λάβει και αφορούσε τους δύο νεκρούς.
«Έχουμε διαρκή ροή πολιτών με ελαφρά εγκαύματα, μικροτραυματισμούς και αναπνευστικά προβλήματα», έγραφε ένα δεύτερο μήνυμα που αφορούσε, αυτή τη φορά, το κέντρο πρώτων βοηθειών που στήθηκε από την Υπηρεσία Ασθενοφόρων.
Το τοπίο πίσω και μπροστά μου και πάλι μαύρο και γκρίζο. Η φωτιά πέρασε μισή, όχι μια ανάσα, από τα σπίτια στην Άλασσα. Μια στάνη φαινόταν καμένη. «Η φωτιά πέρασε τον δρόμο», σκέφτηκα.
Είχα συνέλθει από την ένταση που μου είχε δημιουργήσει η δύσκολη διαδρομή μέσα στον καπνό, τις πέτρες και τα καλώδια. Ένιωσα τα «καψίματα» από τη στάχτη που παρασυρόταν από τον αέρα. Κοίταξα πίσω προς τον δρόμο από τον οποίο είχα περάσει.
Δεν είχα κάτι άλλο να δω. Δεν έχω κάτι άλλο να μεταφέρω. Αυτό τον Ιούλιο, το χρώμα της φύσης στην ορεινή Λεμεσό, έσβησε.