Μεγάλες διαστάσεις έχει αρχίσει να λαμβάνει η περίπτωση του Τουρκοκύπριου αντιρρησία συνείδησης, Χαλίλ Καραπατσιάογλου, ο οποίος αρνήθηκε να υπηρετήσει ως έφεδρος στον κατοχικό στρατό, επειδή, όπως ανέφερε χαρακτηριστικά ο ίδιος, δεν ήθελε να κρατήσει όπλο και να πυροβολήσει τον φίλο του, τον Αντώνη.
Ο Χαλίλ αρνήθηκε να πληρώσει το χρηματικό πρόστιμο των 2.000 τουρκικών λιρών που του επέβαλε το «στρατοδικείο» και αναμένεται να μπει στη φυλακή για 20 ημέρες, ενώ στη ψευδοβουλή έχει αρχίσει η συζήτηση του επίμαχου «νομοσχεδίου» που αφορά τους αντιρρησίες συνείδησης.
Eπισημαίνεται ότι αντιρρησίες συνείδησης έχουν καταγραφεί και στην Εθνική Φρουρά, κυρίως κατά τη δεκαετία του 1990, με τις περισσότερες υποθέσεις να αφορούν λόγους θρησκευτικής πεποιθήσεως.
Παραθέτουμε χαρακτηριστικά τρεις περιπτώσεις:
Μέλος της «Ελεύθερης Χριστιανικής Εκκλησίας» αρνήθηκε να υπηρετήσει τη στρατιωτική εφεδρεία
Ελληνοκύπριος, που είχε καταταγεί στην Εθνική Φρουρά το 1985 για εκπλήρωση της στρατιωτικής του θητείας και είχε απολυθεί κανονικά τον Σεπτέμβριο του 1987, όταν αργότερα τοποθετήθηκε ως έφεδρος, παρέλειψε να παρουσιαστεί σε ασκήσεις που είχε κληθεί, με αποτέλεσμα να ασκηθεί εναντίον του ποινική δίωξη και τον Απρίλιο του 1990 να καταδικαστεί από το Στρατιωτικό Δικαστήριο σε φυλάκιση έξι εβδομάδων για ανυποταξία και τον Νοέμβριο του 1999 σε πρόστιμο £1.000 για το ίδιο αδίκημα.
Ο Ελληνοκύπριος, με επιστολή που απέστειλε προς τον Υπουργό Άμυνας ανέφερε ότι είναι μέλος της «Ελεύθερης Χριστιανικής Εκκλησίας» από το 1983 και ως εκ τούτου, ως αντιρρησίας συνειδήσεως δεν παρουσιάζεται προς εκτέλεση των στρατιωτικών του υποχρεώσεων στην εφεδρεία της Εθνικής Φρουράς. Ζήτησε επίσης να του αναγνωριστεί αυτή η ιδιότητά βάσει των σχετικών διατάξεων των περί Εθνικής Φρουράς Νόμων.
Ακολούθησε αλληλογραφία μεταξύ αιτητή και Υπουργείου Άμυνας, η οποία κατέληξε με την επιστολή του Υπουργείου ημερομηνίας 3.1.2000 προς τον αιτητή, στην οποία αναφερόταν ότι «οι πρόνοιες του άρθρου 5Α του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου στο οποίο αναφέρεστε, κατ΄ αναλογία, δεν μπορούν να εφαρμοστούν στη δική σας περίπτωση, γιατί έχετε ήδη εκπληρώσει κανονικά τις στρατιωτικές σας υποχρεώσεις. Ως εκ τούτου η περίπτωση σας δεν εμπίπτει ούτε στις πρόνοιες του άρθρου 11(3) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου και θα πρέπει να συνεχίσετε την εκπλήρωση των στρατιωτικών σας υποχρεώσεων στις τάξεις της εφεδρείας της Εθνικής Φρουράς». Ο αιτητής, απέστειλε ακόμα δύο επιστολές προς το Υπουργείο Άμυνας για το ίδιο θέμα. Ωστόσο, η θέση του Υπουργείου παρέμεινε αμετάβλητη.
Σημειώνεται ότι το ζήτημα δεν εξαρτιόταν από τη βούληση του Υπουργού Άμυνας, αφού δεν υπήρχε εκ του Νόμου περιθώριο για άσκηση διακριτικής ευχέρειας ως προς το αίτημα του αιτητή, ο οποίος δεν είχε υποβάλει, ούτε θα μπορούσε εκ των πραγμάτων να υποβάλει αίτηση εντός της προβλεπόμενης από το Νόμο προθεσμίας των 30 ημερών πριν από την ημερομηνία κατάταξης του. Συνεπώς δεν υπαγόταν στις κατηγορίες στρατευσίμων που θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως αντιρρησίες συνείδησης, εφόσον είχε ήδη εκπληρώσει προηγουμένως τη στρατιωτική θητεία του.
Έφεδρος επικαλέστηκε «δικαίωμα ελευθερίας σκέψης και συνείδησης»
Σε μια άλλη περίπτωση το 1998 έφεδρος, ενώ ήταν στρατεύσιμος, παρέλειψε να παρουσιαστεί για άσκηση στη στρατιωτική του μονάδα με την αιτιολογία ότι ήταν αντιρρησίας συνειδήσεως.
Καταδικάστηκε από το Στρατοδικείο σε πρόστιμο £500 και εγγύηση, όταν βρέθηκε ένοχος στην κατηγορία της ανυποταξίας, κατά παράβαση του άρθρου 22(α) του περί Εθνικής Φρουράς Νόμου του 1964, Ν.20/1964, όπως τροποποιήθηκε, καθώς είχε υποχρέωση να παρουσιάζεται στις ασκήσεις ως έφεδρος, όταν καλείτο να το πράξει, καθώς είχε εκπληρώσει κανονικά τη στρατιωτική του θητεία.
Ο έφεδρος άσκησε έφεση κατά της απόφασης του στρατιωτικού δικαστηρίου και στις 30.9.1998 με επιστολή στον Υπουργό Άμυνας αξίωσε όπως του αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνείδησης. Ζήτησε επίσης υπαλλακτική υπηρεσία και απαλλαγή του από την υποχρέωση να παρουσιάζεται στις ασκήσεις ως έφεδρος στρατιώτης.Υποστήριξε μάλιστα ότι παραβιάζεται η αρχή της ισότητας, μια και άλλοι αντιρρησίες συνείδησης που υπηρέτησαν ως τέτοιοι τη στρατιωτική τους θητεία δικαιούνταν όταν καλούνταν για εφεδρική υπηρεσία στην Εθνική Φρουρά να εκτελούν υπηρεσία παρόμοιας φύσης με εκείνη που ασκούσαν κατά τη θητεία τους.
Η επιχειρηματολογία του βασίστηκε στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, ισχυριζόμενος ότι το δικαίωμά του να είναι αντιρρησίας συνείδησης βασίζεται στο δικαίωμα ελευθερίας σκέψης και συνείδησης που προστατεύεται από το Άρθρο 18 του Συντάγματος, καθώς και από το Άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Προστασίας Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.
Σύμφωνα με τον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο του 1964, Ν.20/64, όπως τροποποιήθηκε με το Νόμο 2(1)/92, στρατεύσιμος που εναντιωνόταν για λόγους συνείδησης στην εκτέλεση ένοπλης στρατιωτικής υπηρεσίας μπορούσε, αν η ιδιότητά του αυτή του αναγνωριστεί με απόφαση του Υπουργού Άμυνας, να υπηρετήσει άοπλη στρατιωτική υπηρεσία διάρκειας 42 μηνών, αν επιλέξει άοπλη υπηρεσία, χωρίς στρατιωτική στολή και εκτός στρατιωτικού χώρου, ή διάρκειας 34 μηνών, αν επιλέξει άοπλη υπηρεσία, με στρατιωτική στολή και μέσα σε στρατιωτικό χώρο (άρθρο 5Α). Η απόφαση του Υπουργού λαμβανόταν ύστερα από αίτηση του ενδιαφερόμενου, η οποία έπρεπε να υποβληθεί τριάντα τουλάχιστον μέρες πριν από την ημερομηνία της κατάταξής του (άρθρο 5Α (3)).
Ο εφεσείων, πριν καταταγεί και υπηρετήσει τη στρατιωτική του θητεία, δεν είχε υποβάλει αίτηση και δεν είχε αναγνωριστεί ως αντιρρησίας συνείδησης και ως εκ τούτου η έφεση του απορρίφθηκε.
Αντιρρησίας λόγω θρησκευτικών πεποιθήσεων: Μάρτυρας του Ιεχωβά
Έφεδρος στρατιώτης παρέλειψε να παρουσιαστεί στις 10/9/93 για εκτέλεση στρατιωτικής υπηρεσίας. Ισχυρίστηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία για την παράλειψη αυτή, γιατί λόγω των θρησκευτικών του πεποιθήσεων (μάρτυρας του Ιεχωβά) ήταν αντιρρησίας συνειδήσεως και με βάση το άρθρο 10.3(β) του Συντάγματος και τον Νόμο 2/92 δεν ήταν υποχρεωμένος να παρουσιαστεί. Επίσης ισχυρίστηκε αντισυνταγματικότητα επί μέρους διατάξεων του Νόμου 2/92.
Το Στρατιωτικό Δικαστήριο απέρριψε τον ισχυρισμό ως προς την αντισυνταγματικότητα του Νόμου, ενώ θεώρησε πως δεν ήταν δυνατόν να αναγνωριστεί η ιδιότητα του αντιρρησία συνειδήσεως, αφού δεν τη διεκδίκησε με αίτηση του όπως καθορίζει ο Νόμος, και κατέληξε πως, εφόσον κατά τη νομολογία (βλέπε Pitsillides and Another v. The Republic (1983) 2 GLU. 374), οι θρησκευτικές πεποιθήσεις ή λόγοι συνειδήσεως δεν αποτελούν αφ’ εαυτών εύλογη αιτία, στοιχειοθετήθηκαν όλα τα συστατικά του αδικήματος και του επιβλήθηκε εξάμηνη ποινή φυλάκισης.
O καταδικασθείς υπέβαλε έφεση εναντίον της καταδίκης και εναντίον της ποινής. Η έφεση εναντίον της καταδίκης απορρίφθηκε, αλλά η έφεση εναντίον της ποινής έγινε αποδεκτή και αφού λήφθηκαν περαιτέρω στοιχεία υπόψη, η ποινή κρίθηκε ως έκδηλα υπερβολική και έτυχε μείωσης.
Τι ισχύει για τους αντιρρησίες συνείδησης σήμερα
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με τον περί Εθνικής Φρουράς Νόμο του 2011, «τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (3), όσοι, για λόγους συνείδησης, αρνούνται να εκπληρώσουν την υποχρέωση στρατιωτικής υπηρεσίας τους στη Δύναμη, επικαλούμενοι τις θρησκευτικές ή ιδεολογικές τους πεποιθήσεις, μπορεί να αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 51. (2) Για τους σκοπούς του εδαφίου (1), οι προβαλλόμενοι λόγοι συνείδησης πρέπει να απορρέουν από μια γενική αντίληψη για τη ζωή, βασισμένη σε συνειδητές θρησκευτικές, φιλοσοφικές ή ηθικές πεποιθήσεις, που εφαρμόζονται από το άτομο απαράβατα και εκδηλώνονται με τήρηση ανάλογης συμπεριφοράς».
Διευκρινίζεται ότι «δεν αναγνωρίζονται ως αντιρρησίες συνείδησης και δεν υπάγονται στις σχετικές με αυτούς διατάξεις όσοι :
(α) Kατέχουν άδεια οπλοφορίας ή κυνηγίου ή έχουν ζητήσει και εκκρεμεί αίτησή τους για χορήγηση τέτοιας άδειας, καθώς και όσοι συμμετέχουν σε μεμονωμένες ή συλλογικές δραστηριότητες σκοπευτικών αγώνων, κυνηγίου, ή άλλων παρόμοιων δραστηριοτήτων που έχουν άμεση σχέση με τη χρήση όπλων, ή 70 του 1981 134 του 1988 228(Ι) του 2004.
(β) Έχουν καταδικασθεί ή εκκρεμεί σε βάρος τους ποινική δίωξη για αδίκημα που έχει σχέση με τη χρήση όπλων, πυρομαχικών ή παράνομης βίας, ανεξάρτητα από το εάν έχουν αποκατασταθεί ή όχι δυνάμει των διατάξεων των περί Αποκατάστασης Καταδικασθέντων Νόμων του 1981 μέχρι 2004, όπως εκάστοτε τροποποιούνται ή αντικαθίσταται.
(γ) Έχουν υπηρετήσει ενόπλως για οποιοδήποτε χρονικό διάστημα στο Στρατό ή στη Δύναμη ή σε ξένες Ένοπλες Δυνάμεις ή στις Δυνάμεις Ασφαλείας, μετά τον ενστερνισμό των πεποιθήσεων που τους εμποδίζουν στην εκπλήρωση στρατιωτικής υποχρέωσης για λόγους συνείδησης».
Διάρκεια εναλλακτικής στρατιωτικής θητείας και εναλλακτικής κοινωνικής θητείας
Η διάρκεια της εναλλακτικής στρατιωτικής θητείας και της εναλλακτικής κοινωνικής θητείας στρατεύσιμου που αναγνωρίζεται ως αντιρρησίας συνείδησης είναι ίση με εκείνην που ο ίδιος θα εκπλήρωνε, αν υπηρετούσε στρατιωτική θητεία, πλήρη ή μειωμένη, προσαυξημένη ως ακολούθως:
(α) Για υπόχρεο εναλλακτικής στρατιωτικής θητείας
(i) πέντε (5) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία δεκαοκτώ (18) μηνών και μέχρι πλήρη θητεία·
(ii) τέσσερις (4) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία δώδεκα (12) μηνών και βραχύτερη των δεκαοκτώ (18) μηνών· και
(iii) τρεις (3) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία βραχύτερη των δώδεκα (12) μηνών.
(β) Για υπόχρεο εναλλακτικής κοινωνικής θητείας
(i) εννέα (9) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία δεκαοκτώ (18) μηνών και μέχρι πλήρη θητεία·
(ii) οκτώ (8) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία δώδεκα (12) μηνών και βραχύτερη των δεκαοκτώ (18) μηνών· και Ε .Ε . Π α ρ .Ι(I), Α ρ .4271, 25/2/2011 19(I)/2011 -31
(iii) επτά (7) μήνες, εάν θα εκπλήρωνε στρατιωτική θητεία βραχύτερη των δώδεκα (12) μηνών.
Η υποχρέωση εφεδρικής υπηρεσίας των αντιρρησιών συνείδησης, καθώς και ο χρόνος που δεν λογίζεται ως χρόνος εναλλακτικής στρατιωτικής θητείας ή εναλλακτικής κοινωνικής θητείας, εκπληρώνονται χωρίς χρονική προσαύξηση.
Τρόπος εκπλήρωσης της εναλλακτικής στρατιωτικής υπηρεσίας και της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας
(1) Η εναλλακτική στρατιωτική υπηρεσία εκπληρώνεται αποκλειστικά στις μονάδες και υπηρεσίες της Δύναμης, οι οποίες καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού, μετά από εισήγηση του Αρχηγού, με την ανάθεση στον αντιρρησία συνείδησης καθηκόντων και απονομή ειδικοτήτων, που δεν συνεπάγονται τη χρήση ή την εκπαίδευση στη χρήση όπλων.
(2) Η εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία εκπληρώνεται σε υπηρεσίες φορέων του δημόσιου τομέα, που καθορίζονται με απόφαση του Υπουργού, μετά από συνεννόηση με τον προϊστάμενο του κάθε φορέα και συνίσταται στην παροχή από τον αντιρρησία συνείδησης υπηρεσιών κοινής ωφέλειας ή στην εκτέλεση καθηκόντων που υπηρετούν το κοινό και κατά προτεραιότητα τον κοινωνικό τομέα και την προστασία του περιβάλλοντος.
(3) Το Σεπτέμβριο κάθε έτους, το Υπουργείο Άμυνας προσκαλεί τις υπηρεσίες φορέων του δημόσιου τομέα να δηλώσουν, αν επιθυμούν, να απασχολήσουν κατά το επόμενο έτος άτομα που δικαιούνται να εκπληρώσουν εναλλακτική κοινωνική υπηρεσία και πόσα άτομα δύνανται να απασχολήσουν, καθώς και τα καθήκοντα που θα εκτελούν.
(4) Σε περίπτωση που οι υπηρεσίες φορέων του δημόσιου τομέα δεν προσφέρουν θέσεις αντίστοιχες με τις αιτήσεις που υποβάλλονται δυνάμει του άρθρου 50, το Υπουργικό Συμβούλιο δύναται με απόφασή του, να καθορίζει τους φορείς εκπλήρωσης της εναλλακτικής κοινωνικής υπηρεσίας και οι εν λόγω φορείς υποχρεούνται να συμμορφωθούν ανάλογα.