Η Ντίνα Κατσούρη, με αφορμή τη δράση τού καθ’ομολογίαν κατά συρροήν δολοφόνου, γράφει για τις δικές μας πράξεις ή παραλείψεις που ενδεχομένως «σκοτώνουν» ανθρώπους.

Ο κατ’ εξακολούθηση δολοφόνος, όπως ομολόγησε, μας συγκλόνισε. Νιώσαμε θλίψη και συμπόνια για τα θύματά του και αγωνία για τυχόν άλλα που μόνο ο ίδιος ίσως αποκαλύψει. Για πολλούς η σύλληψη και η δημοσιοποίηση των εγκλημάτων του ενήργησαν καθαρτικά ή τουλάχιστον ανακουφιστικά. Όχι μόνο γιατί διακόπηκε η φρικαλέα του δράση. Αλλά επίσης γιατί, χωρίς να το συνειδητοποιούμε, η σύγκριση μαζί του μάς κάνει να νιώσουμε καλύτερα για τους εαυτούς μας και τα δικά μας μικρότερα εγκλήματα και ελαφραίνει τις ενοχές που νιώθουμε ή θα έπρεπε να νιώθουμε για πράξεις ή παραλείψεις μας που ενδεχομένως βλάπτουν ή σκοτώνουν συνανθρώπους μας.
Τα θύματά μας τις πλείστες φορές παραμένουν άγνωστα. Ο μεθυσμένος ή υπό την επήρεια ναρκωτικών οδηγός ή αυτός που πληκτρολογεί μηνύματα στο κινητό του δεν ξέρει αν και ποιον θα σκοτώσει στον δρόμο. Εκείνος που εισέρχεται στη λωρίδα των ασθενοφόρων και τα καθυστερεί δεν ξέρει αν τα τρία δευτερόλεπτα ήταν θέμα ζωής ή θανάτου για τον μεταφερόμενο ασθενή. Εκείνος που διορίστηκε με μέσον δεν ξέρει τι απέγινε ο ικανότερος άλλος που δικαιωματικά έπρεπε να βρίσκεται στη θέση του. Οι δεκάδες χιλιάδες φοροφυγάδες δεν θα μάθουν ποτέ πόσοι θα ήταν ακόμα ζωντανοί ή σε καλύτερη μοίρα αν το κράτος είχε την οικονομική δυνατότητα να προσφέρει πιο σύγχρονη ιατρική περίθαλψη, να φτιάξει ασφαλέστερους δρόμους, να εισαγάγει κοινωνικές παροχές όπως άδεια μητρότητας για τουλάχιστον ένα έτος αντί τέσσερις μήνες, να λειτουργήσει καλύτερα σχολεία και να βελτιώσει την παιδεία που είναι η πηγή των πάντων, καλών και κακών, σε κάθε κοινωνία.
Τα παραδείγματα είναι απλώς ενδεικτικά και υπάρχουν χιλιάδες. Ο φονιάς σκότωνε με τα χέρια του. Εμείς σκοτώνουμε συνήθως εξ αποστάσεως και με δόσεις. Εκείνος επέλεγε τα θύματά του. Εμείς πιστεύουμε ή ελπίζουμε ότι η στάση μας δεν θα βλάψει κανένα. Και όμως. Η αμέλεια, η αδιαφορία, η έλλειψη σεβασμού στους γύρω μας και το μη ανήκειν, απότοκα άκρατου ατομικισμού και ανεπαρκούς παιδείας, αθροιστικά έχουν χιλιάδες θύματα.
Όταν η ανομία σε μια κοινωνία φτάνει σε τέτοιο βαθμό, είμαστε όλοι ταυτόχρονα θύτες και θύματα. Καμιά Αστυνομία και κανείς νόμος δεν μπορούν να μας σώσουν. Η ίδιά μας η επιβίωση είναι θέμα τύχης, όπως από τύχη ανακαλύφθηκε το θύμα που οδήγησε στον καθ’ ομολογίαν δολοφόνο. Εκείνον θα τον κρίνει το δικαστήριο. Εμάς ποιος;
Μπορεί η τραγωδία των θυμάτων του να αποτελέσει για όλους μας μια αφορμή ενδοσκόπησης, αυτογνωσίας και αφύπνισης; Ίσως για κάποιους. Όμως οι πλείστοι θα συνεχίσουν όπως πριν. Το μεγάλο έγκλημα θα τιμωρηθεί και θα ξεχαστεί και τα αμέτρητα μικρά μας εγκλήματα θα συνεχίσουν να καταδικάζουν το παρόν και το μέλλον μας. Δεν είναι όμως όλα άνευ ελπίδας: Έχει τύχει ξανά οι λίγοι να σώσουν τους πολλούς.

● Το κείμενο αφορά τον πρόλογο του τεύχους 71 του περιοδικού ΑΝΕΥ, που θα κυκλοφορήσει τον Ιούλιο.