Ο Χριστόδουλος  Γ. Παχουλίδης, αναφέρεται στην ιστορία της Κυρά Δέσποινας και του συζύγου της, που κράτησαν ελληνικό το μικρό νησί της Ρω, που βρίσκεται δίπλα από το Καστελλόριζο.

Οι Τούρκοι ανέκαθεν, ήθελαν με κάθε τρόπο, να πατήσουν στα γειτνιάζοντα με τα δυτικά παράλιά τους, νησιά του Αιγαίου, τα οποία είναι με διεθνείς συνθήκες, αναπόσπαστο μέρος του Ελληνικού Κράτους. Βρισκόμαστε στο μέσο των δύο παγκοσμίων πολέμων. Τότε τα Δωδεκάνησα βρίσκονταν υπό ιταλική κατοχή. Δίπλα από το ανατολικότερο ελληνικό νησί, Καστελλόριζο, βρίσκεται ένα πολύ μικρό νησάκι, μια βραχονησίδα, η Ρω. Οι μόνοι κάτοικοί του ήταν τότε, το ζεύγος Κώστα και Δέσποινα Αχλαδιώτη. Ζούσαν εκεί με τις γίδες και τα πουλερικά τους και βιοποριστική εργασία είχαν το ψάρεμα με τη μικρή τους βάρκα.
Μια μέρα, σαν βγήκαν από το μικρό τους χαμόσπιτο για τις καθημερινές τους εργασίες, είδαν και έπαθαν. Στους βράχους, στο λόφο του νησιού, ήταν στημένη μια τούρκικη σημαία. Η Δέσποινα έξαλλη  αγριοφώναξε,  «Γκρεμίσου μισητό λάβαρο» και όρμησε προς το μέρος της. Ο σύζυγός της αντελήφθη κάνα δυο αγριωπούς Τούρκους, να την παρακολουθούν. «Δέσποινα… γύρνα  πίσω…», άρχισε να της φωνάζει: «Δέσποινα… θα σε σκοτώσουν». Τότε λειτούργησε το λογικό της. Θα σκότωναν επί τόπου και αυτήν και το άνδρα της και θα τούρκευε η Ρω. Πήγαν ανήσυχοι στο σπίτι τους. Σκέπτονταν τι να πράξουν!
Την άλλη μέρα, πήγε ο Κώστας στο Καστελλόριζο, μίλησε με τον Ιταλό διοικητή του νησιού αυτού και τους εκεί προύχοντες. Πήρε εντολή, «να μη φύγουν από το νησί, γιατί αν φύγουν, χάθηκε η Ρω για την Ελλάδα». Μέρα και νύκτα, η Δέσποινα σκεπτόταν πώς θα αφάνιζε το μίασμα του αίσχους απ’ τη Ρω και να  ανυψώσει στη θέση του την ελληνική σημαία. Πού όμως να τη βρει; Πήρε μια μπλε κουρτίνα και ένα άσπρο σεντόνι από το ερμάρι της και κατασκεύασε την ελληνική σημαία. Βγήκαν με τον σύζυγό της για μερικές μέρες και περπάτησαν βήμα με βήμα τη Ρω. Ψυχή ζώσα δεν φαινόταν πουθενά. Μετέβηκαν στο λόφο που ήταν στερεωμένη η τουρκική σημαία, ζωγραφισμένη σε έναν τσίγκο και με κασμάδες έσπασαν τους βράχους που τη στήριζαν, την τράβηξαν στην ακτή και την ανέβασαν με κόπο στη βάρκα τους, την πήγαν λίγο πιο πέρα, στα βαθιά νερά και την πέταξαν στη θάλασσα. Στράφηκαν πίσω στο σπίτι τους,  πήραν την πρόχειρη ελληνική σημαία που έφτιαξε η κυρά Δέσποινα, έδεσαν σε ένα κοντάρι τη γαλανόλευκη και την ύψωσαν στην κορφή του λόφου της Ρω. Στάθηκαν προσοχή και στεντόρεια ακούστηκε απ’ τα στόματά τους, ο Εθνικός μας Ύμνος: «Σε γνωρίζω από την κόψη…».
Οι Ιταλοί σαν μαθεύτηκε το γεγονός στο Καστελλόριζο, τους παρήγγειλαν  να κατεβάσουν την ελληνική σημαία από το τη Ρω, αλλά το περήφανο αυτό ζεύγος δεν τους λογάριασε.
Μια μέρα, ένα καΐκι πλησίασε τη Ρω και ο καπετάνιος φώναξε, ότι έχει ένα  δέμα για την κυρά Δέσποινα. Πήγε η Δέσποινα και το πήρε. Όταν έφθασε σπίτι, το άνοιξε. Μέσα υπήρχε μια ωραία μεγάλη ελληνική σημαία. Έτρεξε γρήγορα στον λόφο, κατέβασε την παλιά της σημαία και ύψωσε τη νέα και έπειτα για ώρες στεκόταν απέναντί της, την καμάρωνε και τη σταύρωνε.
Ισόβια κράτησε το τάμα της, η Κυρά Δέσποινα. Κι όταν πέθανε ο άνδρας της και έμεινε μόνη κι όταν ακόμη έφθασε σε βαθιά γεράματα δεν έφυγε ποτέ από τη Ρω, παρά όταν πήγε να θάψει τον άνδρα και τη μάνα της. Πρωί ύψωνε και βράδυ μάζευε τη γαλανόλευκη. Όταν έφυγαν οι Ιταλοί και η Ρω ενώθηκε με την Ελλάδα, το Ελληνικό Ναυτικό της χάρισε έναν τεράστιο ιστό και μια πολύ μεγάλη σημαία. Εκεί η Κυρά της Ρω συνέχισε το έργο της. Έπαρση – υποστολή της σημαίας του ελληνικού έθνους. Η Ακαδημία Αθηνών την παρασημοφόρησε και πήρε και άλλες υψηλές τιμές για την εθνικής σημασίας, πράξη της αυτή. Στο έργο της αυτό έμεινε εκεί,  έως ότου βαριαρρώστησε κι έκλεισε για πάντα τα μάτια της. Εκεί είναι και ο τάφος της.
Εμείς τι έχουμε να πούμε: «Χαίρε, Κυρά της Ρω. Χαίρε βράχε άπαρτε, σήμα της λευτεριάς».