Ο Αντώνης Χατζηαντώνης, Κερυνειώτης πρόσφυγας, θυμάται τις τραγικές μέρες στην Κερύνεια.

Δευτέρα, ήτανε και τότε. Τον Ιούλιο του ’74. Πρωινό 15ης Ιουλίου. Επέστρεφα στην Κερύνεια, με λεωφορείο, αφού με είχε φιλοξενήσει στη Λεμεσό η μεγάλη μου αδελφή Άντρη, για ολιγοήμερες διακοπές.
Περί την 8:20, πρωινή, έτυχε να βρίσκομαι, πού νομίζετε; Στο στόμα του… λύκου! Το λεωφορείο της γραμμής Λευκωσίας – Κερύνειας, συνοδευόμενο από 2-3 ελαφρά θωρακισμένα των Ην. Εθνών, διασχίζαμε την περιοχή, παρά το τ/κ χωριό Κιόνελι. Άκουσα εκρήξεις. Στο ραδιόφωνο του λεωφορείου, εμβατήρια… Γυρίζω το κεφάλι, πίσω και προς τα αριστερά. Βλέπω μαύρους καπνούς, σε μεγάλο ύψος, να προχωρούν προς τον ουρανό, από την περιοχή του αεροδρομίου Λευκωσίας. Στο ίδιο λεωφορείο βρισκόταν, με τον πατέρα του, ο συμμαθητής και φίλος Δαυίδ Παύλου Σιακαλλής.
Διασχίσαμε την τ/κυπριακή περιοχή, χωρίς να συμβεί οτιδήποτε δυσάρεστο. Φτάνουμε στην Κερύνεια, το λεωφορείο με κατεβάζει μπροστά στο σπίτι μας. Ο μακαριστός πατέρας μου, ιατρός, λοχαγός της Ε.Φ., Εμμανουήλ Χατζηαντώνης, με υποδέχεται ανήσυχος. Με αγκαλιάζει και ανεβαίνουμε στο μπροστινό ξύλινο μπαλκόνι. Καθόμαστε και αφού με κοιτάζει ταραγμένος με ρωτά: «Σας σταμάτησαν οι Τούρκοι στο Κιόνελι, Αντωνάκη μου;». «Όχι, πατέρα… Δεν συνέβη κάτι…» απαντώ. Θα ‘τανε 9:20 π.μ. Από την περιοχή του αστυνομικού σταθμού, ακούγονται μεμονωμένες βολές και βολές κατά ριπάς. Ήτανε πάνω από το γραφικό λιμανάκι της πόλης, ο σταθμός.
«Άρχισαν… Δεν θα αφήσουν ούτε έναν μακαριακό ζωντανό… Βλέπεις, πού μας οδήγησε ο Γρίβας, που τον θαύμαζες, γιε μου; Τώρα, σε λίγες μέρες, άκου και τον Τούρκο που έρχεται… Του δώσαμε την ευκαιρία που περίμενε, από το ’63».
Ήταν πολύ αναστατωμένος. Δεν κάπνιζε, αλλά βρήκε ένα τσιγάρο, το άναψε και πήγε κοντά στο ραδιόφωνο, στο υπνοδωμάτιό του. Το άνοιξε και άκουγε για να μάθει τι γίνεται. Η μητέρα, με τη γιαγιά, δεν κατάλαβαν τίποτα. Ήταν στην κουζίνα και ετοίμαζαν το μεσημεριανό. Χοιρινό με μπάμιες, θυμάμαι.
Οι πολυβολισμοί να συνεχίζονται. Λίγο μετά το μεσημέρι, θα ’τανε 2:00 μ.μ., ακούγονται συνθήματα από τον δρόμο, ακριβώς μπροστά απ’ το σπίτι μας. Μια ομάδα, αντιστασιακών-μακαριακών, με μια νεαρή μαθήτρια, 16 – 17 ετών, να ηγείται της μικρής αυτής διαδήλωσης, ανέβαινε τη λεωφόρο 25ης Μαρτίου, με κατεύθυνση από βορρά προς νότο. Η κοπέλα, μαζί με τους υπόλοιπους, φώναζαν ρυθμικά: «Μα-κά-ρι-ος, Μα-κά-ρι-ος…». Συμπληρώνοντας: «Αίσχος στη χούντα! Η ΕΟΚΑ Β δεν θα περάσει». Ήταν η μετέπειτα δήμαρχος Κερύνειας, Μαρία Ιωάννου – Ευσταθίου. Μπήκα μέσα, τρομαγμένος. Πήγα και αγκάλιασα κλαίγοντας τον πατέρα μου.
Έρχεται το βράδυ. Αρχίζει να σκοτεινιάζει. Τα ρωσικής κατασκευής, Τ-34, σταματούν τις βολές κατά της Μητρόπολης, όπου ήταν ο νέος μακαριακός μητροπολίτης Γρηγόριος, μετά την καθαίρεση του ενωτικού, μητροπολίτη Κυπριανού. Επικρατεί μια παράξενη ησυχία. Όλοι ξέραμε ότι κάτι πολύ κακό θα συμβεί… Το νιώθαμε! Καθόμασταν αμίλητοι στο σαλόνι. Ξαφνικά, ακούγονται χτυπήματα στην εξώθυρα. Ανοίγουμε. Μια ομάδα, 7-10 στρατιώτες, της Εθνικής Φρουράς, ζητούν επιτακτικά να δούνε τον πατέρα μου. Ήταν μακαριακοί και ζητούσαν προστασία. Οι περισσότεροι, άοπλοι! Έρχεται ο πατέρας μου. «Γιατρέ μου, εν να μας παίξουν οι άτιμοι… Βοήθα μας, τουλάχιστον μέχρι να ξημερώσει… Να πάμεν να κρυφτούμεν στα δεντρά, στην πίσω αυλή σας;». Πολύ ανήσυχος, τους απαντά: «Παιδιά μου, μπορείτε να κρυφτείτε για απόψε ανάμεσα στις λεμονιές και πορτοκαλιές στην αυλή, πίσω από το σπίτι μας, κοντά στη δοξαμένη. Και αύριο, μόλις χαράξει, να προχωρήσετε προς το Μπέλλα-Πάις. Δεν μπορώ να κάνω τίποτε άλλο! Άντε, και ο Θεός μαζί σας». Η γιαγιά άναψε φύλλα ελιάς και τους κάπνισε, με το καπνιστήρι, έναν-έναν. Οι φαντάροι, δακρυσμένοι, κάποιοι φίλησαν το χέρι του πατέρα μου, κατέβηκαν από την πίσω πέτρινη σκάλα, που ήταν έξω από το δωμάτιο του θείου Ττοφή, και χάθηκαν στο σκοτάδι.
Η μεγάλη, τραγική περιπέτεια για την Κύπρο μας είχε ήδη δρομολογηθεί. Από τη χούντα των Αθηνών και τους εδώ εγκάθετούς της, τα φασιστικά ανδρείκελα, που κατάστρεψαν το νησί μας. Και ακόμη κυκλοφορούν ανάμεσά μας, ατιμώρητοι!