O Χαράλαμπος Μερακλής, γράφει για τι οικονομικές συνεργασίες διεθνώς
Όπως παρατηρείται, η εκλογή Τραμπ στο πηδάλιο της διακυβέρνησης των ΗΠΑ μεταξύ των αναρίθμητων προβλημάτων που έφερε στο προσκήνιο είναι και αυτό της επιβολής δασμών σε κινέζικα ιδίως προϊόντα όπως και άλλων χωρών λόγω εμπορικών ελλειμμάτων στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.
Οι λόγοι που επιλέγουν τα κράτη να συμμετέχουν στο διεθνές εμπόριο είναι οι ακόλουθοι:
(α) Επειδή μπορούν να προμηθεύονται από άλλες χώρες κάποια προϊόντα και πρώτες ύλες με χαμηλό κόστος.
(β) Τα εισοδήματα από τις εξαγωγές προϊόντων ή πρώτων υλών συμβάλλουν στην ενίσχυση των επενδύσεων και στην κατανάλωση.
Τα δασμολογικά μέτρα που λαμβάνουν οι ΗΠΑ κατά της Κίνας οφείλονται στο γεγονός ότι έχει μειωθεί η ιδιωτική και δημόσια αποταμίευση η οποία στη συνέχεια επηρεάζει τα ελλείμματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών τους.
Η αναφερόμενη μείωση οφείλεται (α) στη στασιμότητα των πραγματικών μισθών (β) στην αύξηση της δυνατότητας δανεισμών (γ) στη νομισματική χαλάρωση (δ) στη δημοσιονομική πολιτική (ε) στη φύση του αμερικάνικου δολαρίου ως διεθνούς νομίσματος και (στ) στις δαπανηρές επιλογές των Αμερικανών για καταναλωτικά προϊόντα.
Τα ελλείμματα των τρεχουσών εμπορικών συναλλαγών των ΗΠΑ της περιόδου 2000–2017 έφθασαν τα 9,1 τρισ. δολάρια και ξεπέρασαν τα πλεονάσματα Γερμανίας, Κίνας, Ιαπωνίας, παρά το γεγονός ότι οι πραγματικοί μισθοί έχουν αυξηθεί και η ανεργία έχει μειωθεί επί διακυβέρνησης Τραμπ.
Παρ’ όλα αυτά, η αποτελεσματικότητα και η συνεισφορά των μέτρων στην οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ ήταν αρνητική, ενώ το εμπορικό πλεόνασμα της Κίνας με τις ΗΠΑ έφθασε το 323,32 δισ. δολάρια με μια αύξηση των κινέζικων εξαγωγών να αγγίζει το 1,3% ενώ των ΗΠΑ μόλις το 0,7%.
Πρόσφατες μελέτες οικονομολόγων από το Columbia, Princeton και Κεντρική Τράπεζα της Νέας Υόρκης, ανέφεραν πως οι επιβαλλόμενοι δασμοί επιβαρύνουν τους Αμερικανούς πολίτες και τις αμερικάνικες εταιρείες αντί να επωφελούνται από αυτούς και να γίνονται φτωχότεροι/ες λόγω αύξησης των τιμών.
Οι επιβαλλόμενοι δασμοί από τις ΗΠΑ επικεντρώνονται στα ενδιάμεσα αγαθά και στα κεφάλαια και όχι στα καταναλωτικά προϊόντα, πράγμα που αυξάνει το κόστος παραγωγής και εκτοπίζει τον ανταγωνισμό και το μερίδιο πωλήσεων των αμερικανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές.
Παρά την επιβολή δασμών σε αλουμίνιο και χάλυβα και τη δημιουργία 34 χιλιάδων νέων θέσεων στους αναφερόμενους κλάδους, εντούτοις, έχει προκαλέσει απώλεια 180 χιλιάδων θέσεων εργασίας στους υπόλοιπους κλάδους της αμερικάνικης οικονομίας λόγω αύξησης του κόστους παραγωγής και μείωσης της ανταγωνιστικότητας.
Η λανθασμένη στόχευση των δασμών δημιούργησε τριβές μεταξύ ΗΠΑ–Καναδά–Μεξικού–Κίνας–ΕΕ που ήδη ανακοίνωσαν δασμούς σε βάρος των αμερικάνικων τροφίμων, αγροτικών προϊόντων, αμερικάνικων αυτοκινήτων κ.λπ. που θα πλήξουν τις αμερικάνικες παραγωγές.
Οι συνέπειες των επιβαλλομένων δασμών έχουν οικονομικο–πολιτικό και γεωπολιτικό αντίκτυπο γιατί θα δημιουργηθούν νέες οικονομικές συνεργασίες και συμφωνίες μεταξύ των κρατών από τις οποίες θα απουσιάζουν οι ΗΠΑ.
Ο αποκλεισμός της Κίνας από τις αμερικάνικες εφοδιαστικές αλυσίδες θα πλήξει τους ίδιους τους Αμερικανούς που δραστηριοποιούνται στην Κίνα γιατί οι Κινέζοι θα αναζητήσουν νέους προμηθευτές στην υψηλή τεχνολογία και οι ίδιοι θα στραφούν στη δημιουργία δικής τους υψηλής τεχνολογίας.
Η διακοπή του ελεύθερου εμπορίου υποβαθμίζει τον ρόλο του δολαρίου ως διεθνούς αποθεματικού νομίσματος ενώ οι ΗΠΑ θα χάσουν την αξιοπιστία τους που απέκτησαν μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ως κράτος που προωθούσαν το εμπόριο μέσω των ελευθέρων και που ήταν ένα κράτος που τηρούσε τις υπογραφές του.
Σύμφωνα με τον συγγραφέα του βιβλίου «Οικονομική αλληλεξάρτηση και Πόλεμος» Dale C. Copeland, η διατήρηση της ειρήνης ανάμεσα στις χώρες που είναι οικονομικά αλληλεξαρτημένες βασίζεται στις συνεργασίες που έχουν μέλλον.
Παρά το γεγο4νός οι σινοαμερικάνικες σχέσεις είναι ανταγωνιστικές και βρίσκονται στο ναδίρ της αντιπαράθεσης ταυτόχρονα είναι και αλληλεξαρτώμενες λόγω του γεγονότος ότι οι ΗΠΑ εισάγουν κινέζικα αγαθά και η Κίνα αγοράζει κρατικά ομόλογα και στηρίζει το αμερικάνικο δημόσιο χρέος.