Θύμησες του Γιάννη Πεγειώτη για τον τελευταίο μάρτυρα κόντρα στην αποικιοκρατία. 

Ήταν ένα βράδυ στο οδόφραγμα του Λήδρα Πάλας τέλη Φεβρουαρίου, μετά από μια κουραστική μέρα. Άλλοι στους δρόμους, άλλοι στα συνεργεία, οι κοπέλες στις προετοιμασίες. Στο μέσα δωμάτιο οι οδηγοί ετοίμαζαν τσάι. Είχαμε τελειώσει τις δουλειές για τη Φυλλάδα και βγήκα έξω από το αριστερά δωμάτιο του σπιτιού της Καρπασίας να πάρω αέρα και να ακούσω τα παιδιά του Οδοφράγματος που έπαιζαν με τον Γιάγκο μουσική. Ήρτεν το Τζερυνειώτικο, ένας νέος άνθρωπος κοντά στα τριάντα τότε, και με έπιασε κουβέντα. Ήταν από τους θυσιαστικούς αντικατοχικούς της εποχής. Μιλούσαμε για την Κερύνεια, τον Κώστα Μοιράνθη τον νεομάρτυρα πεζογράφο που πέθανε στο καθήκον της Πολιτικής Άμυνας. Πού τους θυμάσαι ρε Λευτέρη μου λέει.
Πολλοί με ήξεραν για Λευτέρη Σκλάβο τότε. Έτσι υπέγραφα κάτι κείμενα ελπιδοφόρα και νεανικά τότε. Το ίδιο και σε άλλα έντυπα.
Δεν άργησε και ο Λεμεσιανός ο φίλος μας που τες μερκές του Αετού που δούλευε τότε στη Χώρα. Αν και οι τρεις από διαφορετικές ιδεολογικές σχολές είχαμε εκείνο τον καιρό κώδικες αντικατοχικής συνεννόησης. Με πείραζαν ευγενικά για όσα έγραφα και τους θύμιζα. Ξάφνου γυρνά ο Τζερυνειώτης. «Μα εν ήσουν μιτσής για να γράφεις για τον Πανίκκο Δημητρίου;», ρωτά. Του εξήγησα πως είχε τρανταχτεί η Λεμεσός τότε με τα όσα οι Βρετανοί μεθόδευαν για να μεταφέρουν τους Τουρκοκύπριους στα κατεχόμενα και να προχωρούν με τη διχοτόμηση. Και πήρα να περιγράφω τα παιδικά μου βιώματα για το πένθος της Λεμεσού για το παλικάρι που τον Άην Μέμνοναν.
Ήμουν τζιαμέ, πολοάτε ο ψηλός λεβέντης Λεμεσιανός, τζιαι άρκεψεν να μιλά με θέρμη τζιαι μάτια φωτεινά για τη θυσία του Πανίκου μας, τα τεθωρακισμένα, τις θκυο φορές που πέρασε από πάνω του το στρατιωτικό αυτοκίνητο. Για τις μέρες τζιείνες που η Λεμεσός επαναστατούσε κόντρα στις βρετανικές αμετροέπειες και τις διχοτομικές ραδιουργίες. Για τα ποτάμια των μαθητών του Λανιτείου των άλλων γυμνασίων, τους ρωμαλέους βουνίσιους της Τεχνικής Σχολής πόξω που τις βάσεις Ακρωτηρίου.
Μιλούσαμε σχεδόν ώρα για τον Πανίκκο μας. Είπαμε και για την αίθουσα που είχε το όνομά του στο Λανίτειο της Λεμεσού.
Ήταν ένας διάλογος γεμάτος φως τζιαι θυσίαν. Γύρω που τη φωθκιά οι μουσικοί του Οδοφράγματος τραγουδούσαν. Κόντρα στη διχοτόμηση και κόντρα στους ανέμους.

Ο Πανίκκος, το βαρωσιώτικον που τον Άην Μέμνονα, ήταν κάπου ψηλά τζιαι εθώρεν μας τζιαι εσιαίρετουν.
Ήταν που τες νύχτες πόζησα τζιαι λαλώ χαλάλιν οι δυσκολίες.
Έσιει που τότες αγάπουν τον περίτου τον Πανίκκον μας, τον τελευταίον μάρτυραν κόντρα στην αποικιοκρατίαν…
Κάποτες άμαν μ’ αρωτούν ήνταλος τζιαγάπουν
σε τζι αγαπάς τους τούντους θκιυο, πολοούμαι τζιαι λαλώ σύδδακρυς.
Για μιαν νύχταν πούμαστεν παρέα με τον λεβέντην τον Πανίκκον Δημητρίου…