Στις 29 Αυγούστου του 1949 οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας υποχωρούν στο αλβανικό έδαφος που δίδει τέλος στον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο.
Αυτός ο εμφύλιος άφησε πίσω του βαρύ φορτίο αίματος με σαράντα χιλιάδες νεκρούς στα πεδία των μαχών, χιλιάδες πολιτικούς κρατούμενους και φυλακισμένους, που μερικοί από αυτούς εκτελέσθηκαν, και τις χιλιάδες των εξόριστων μετά το τέλος του εμφύλιου πολέμου, που κατέφυγαν και έζησαν στις κομμουνιστικές χώρες για δεκάδες χρόνια και αρκετές δεκάδες από αυτούς πέθαναν στην ξένη γη.
Οι νεκροί, οι εκτελέσεις, οι βιασμοί, οι φυλακίσεις και τα βασανιστήρια δημιούργησαν μια βαθιά διαίρεση στην ελληνική κοινωνία, καθώς επίσης και μια βαθιά διαίρεση ανάμεσα στη Δεξιά και την Αριστερά, που παρά τη σταδιακή υπέρβαση που έγινε με την ενσωμάτωση της Αριστεράς στο ελληνικό σύστημα και της νομιμοποίησης του ΚΚΕ που τέθηκε εκτός νόμου το 1947, εξακολουθεί να υπάρχει, παρά το γεγονός ότι οι χιλιάδες εκείνων που έζησαν τα γεγονότα εκείνης της περιόδου δεν βρίσκονται εν ζωή.
Η αναφερόμενη σύρραξη για δεκαετίες καθόρισε τα όρια της νομιμότητας και τους τρόπους άσκησης της πολιτικής στη μεταπολεμική Ελλάδα, που εξακολουθεί να αποτελεί πηγή έμπνευσης και ιδεολογικής αναφοράς για τον σκληροπυρήνα της εγχώριας Δεξιάς από το 2010 και μετά.
Θα πρέπει να τονισθεί πως η περίοδος του 1941 – 1944 στη ναζιστική κατοχή λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την Αριστερά που συσπείρωσε τους Έλληνες με την πολιτική της στον αγώνα κατά του ναζισμού και την απελευθέρωση της χώρας από τη γερμανική μπότα.
Η περίοδος των Δεκεμβριανών του 1944 αναδύουν για την Αριστερά μια απωθημένη μνήμη συλλογικής ρήξης και κοινωνικής ανταπόδοσης, ενώ το δεύτερο ανταρτικό της περιόδου 1946 – 1949 αναδεικνύει την τραυματική ανάμνηση και την επώδυνη διολίσθηση από την κορύφωση της λαοκρατίας στα τάρταρα ενός πολιτικού και κοινωνικού περιθωρίου, γεμάτου καθημερινές ταπεινώσεις, συνθηκολογήσεις και διαψεύσεις.
Οι συζητήσεις και μελέτες που γίνονται δεν αφορούν το ΕΑΜΙΚΟ κίνημα «γιατί δεν πήρε την εξουσία, αλλά γιατί να ξαναπάρουμε τα όπλα».
Το αντίθετο ισχύει για το στελεχικό δυναμικό της Δεξιάς, όπου τα 5½ χρόνια από τη Βάρκιζα μέχρι τον Γράμμο – Βίτσι λειτούργησαν ως καθαρτήριο για την παράταξη που οδηγήθηκε στην κοινωνική απομόνωση λόγω της επαίσχυντης συνεργασίας με τον κατακτητή.
Η στήριξη της Βρετανίας και ΗΠΑ στον σλαβοφάγο εθνικισμό και το αντικομουνιστικό πνεύμα συνέστηναν να συντηρηθεί η παλαιά πελατεία και να αναδειχθεί η κοινωνική ηγεμονία της Δεξιάς και των δεξιών κυβερνήσεων.
Οι πολιτικές που ακολούθησαν οι κυβερνήσεις της Δεξιάς δεν επέτρεψαν την άμβλυνση της διαίρεσης, γιατί εφάρμοσαν τέτοιες πολιτικές που φίμωνε τον κόσμο της Αριστεράς σε όλα τα επίπεδα και τομείς και θεωρούνταν μετά την ήττα ως πολίτες Β’ κατηγορίας.
Τραυματικές εμπειρίες και επιδράσεις από τον ελληνικό εμφύλιο πόλεμο είχαμε και εδώ στο νησί μας σε όλους τους τομείς και δράσεις του κυπριακού Ελληνισμού: Σε κοινωνικό, επαγγελματικό, συνδικαλιστικό, αθλητικό, ιδεολογικό, παραταξιακής αποδεικτικότητας, ενημέρωσης, τρόπου διεξαγωγής διαλόγου, συνεννόησης απόρριψης της αντίθετης γνώμης, καθώς επίσης της μονόπλευρης διεξαγωγής του πολιτικού αγώνα του λαού και της μονόπλευρης ανάδειξης ηγεσίας. Αυτές οι ενέργειες και σκοπιμότητες άφησαν βαριές πληγές στο μέλλον του τόπου λόγω ανάπτυξης ποικίλων μη ρεαλιστικών προσεγγίσεων και προσγειωμένων πολιτικών, από τους ηγέτες που ανέλαβαν τα ηνία και την καθοδήγηση του λαού στο πολιτικό του θέμα.
Η υπέρβαση της διαίρεσης των Ελλήνων από τον εμφύλιο πόλεμο έγινε το 1987 από τη συνεργασία Ν.Δ. και ενιαίου Συνασπισμού που ψήφισε νόμο με τον οποίο το κράτος αναγνώρισε ότι «υπήρξε εμφύλιος πόλεμος και όχι συμμοριτοπόλεμος και αντίπαλος του Εθνικού Στρατού δεν ήταν οι «συμμορίτες», αλλά ο Δημοκρατικός Στρατός Ελλάδας.
Η ψήφιση αυτού του νόμου επέτρεψε στους επιστήμονες και μελετητές να μελετήσουν σε βάθος τα αίτια του εμφυλίου πολέμου και την περίοδο του 1940 σε διάφορα επίπεδα και τομείς.
Θα πρέπει να τονισθεί πως η πολιτική χρήση του παρελθόντος δεν δίδει απαντήσεις στα σημερινά προβλήματα που απασχολούν Ελλάδα και Κύπρο και πως η λήθη και η σιωπή δεν αντιμετωπίζουν σωστά το τραυματικό παρελθόν μας, αλλά μόνο η πραγματική ιστορική τοποθέτηση και η ουσιαστική συζήτηση γύρω από αυτά.