Το χρήμα συνήθως δεν φέρνει ευτυχία, αλλά φέρνει έγνοιες και σκοτούρες, το συμπέρασμα της ιστορίας του Κυριάκου Ταπακούδη. 
Μια φορά ήταν ένας χαρούμενος και ευτυχισμένος άνθρωπος που ζούσε με την οικογένειά του στην άκρη του χωριού. Καλλιεργούσε ένα χωραφάκι που με πολύ ιδρώτα το όργωνε και το περιποιόταν και αυτό πλουσιοπάροχα του έδινε τους καρπούς του. Δεν ήταν πλούσιος, αλλά ούτε φτωχός. Με τη σκληρή εργασία του κατάφερνε να έχει τα απαραίτητα προς το ζειν και να συντηρεί αξιοπρεπώς την οικογένειά του.
Είχε μια καλή σύζυγο και δυο μικρά παιδιά, που και αυτά βλέποντας όλη τη χαρά γύρω τους, που πήγαζε από τον νοικοκύρη της φαμελιάς, ήσαν επίσης χαρούμενοι. Ήσαν καλοσυνάτοι, ταπεινοί και φιλεύσπλαχνοι. Με την άδολη αγάπη τους ένιωθαν πλήρεις και χωρίς έγνοιες και μαράζια, χωρίς στεναχώριες και άγχος, είχαν την υγεία τους, καθώς η ηρεμία και η αγάπη βοηθούν τους ανθρώπους να μην αρρωστούν.
Οι άλλοι άνθρωποι τους ζήλευαν, αλλά και τους θαύμαζαν και όλοι αποζητούσαν τη συντροφιά τους για να νιώσουν και αυτοί χαρούμενοι, καθώς ήξεραν πως η αγάπη και η χαρά εύκολα μεταδίδεται όταν πραγματικά υπάρχει. 
Στην απέναντι γειτονιά ζούσε ένας άρχοντας με πολλά πλούτη, αλλά χωρίς χαρά στο μεγάλο σπιτικό του και έγνοιες πολλές τριβέλιζαν το μυαλό του. Μέσα στους τοίχους της μεγάλης οικίας υπήρχε αλαζονεία, υπεροψία και κενοδοξία. Δεν υπήρχε χαρά, αλλά κατήφεια και θλίψη, δεν υπήρχε ξεγνοιασιά, αλλά σκοτούρες και σκέψεις.
Έβλεπε λοιπόν ο πλούσιος νοικοκύρης τους απέναντι γειτόνους του και αναρωτιόταν πως ήταν δυνατόν αυτοί ενώ πτωχοί στο σπιτικό τους να πλημυρίζει η χαρά και στο δικό του η μιζέρια και η κατάθλιψη.
Έβαλε σε ένα πουγκί κάμποσα χρυσά νομίσματα και το άφησε έξω από το σπιτάκι του γείτονά του. Ανοίγοντας την πόρτα ο καλός ανθρωπάκος, βρήκε το πουγκί. Αμέσως σχηματίστηκε έκπληξη στο πρόσωπό του και με ερευνητική ματιά μήπως ήταν κανένας τριγύρω και τον είδε, μπήκε γρήγορα στο σπίτι του. Δεν πίστευε αυτό που έβλεπε, ήταν ένας θησαυρός, όλος δικός του. Μύριες οι σκέψεις στο κεφάλι του, πώς να τα χρησιμοποιήσει, πώς να τα αξιοποιήσει. Οι μέρες περνούσαν, αλλά το μυαλό του είχε κολλήσει στα χρυσά νομίσματα. Μια φιλαργυρία τον κυρίευσε και αντί να σκέφτεται πώς να τα ξοδέψει, σκεφτόταν πώς να τα φυλάξει, πως δεν έπρεπε να τα ξοδέψει, πως δεν έπρεπε να ξαναγίνει φτωχός. 
Θα έπρεπε να βρει και δεύτερη δουλειά σκέφτηκε. Θα έβαζε τη γυναίκα του να κάνει σκληρή οικονομία στο σπίτι. Έτσι, σε μερικά χρόνια θα είχε πάρα πολλά χρήματα και θα ήταν πραγματικός άρχοντας.
Δούλευε πολύ, κουραζόταν πολύ, κοιμόταν λίγο, έγινε γκρινιάρης, χάθηκε η ανεμελιά του και μόνη έγνοια είχε το χρήμα. Έγινε μίζερος και στενάχωρος. Η γυναίκα του μη αντέχοντας τη γκρίνια και τη μιζέρια του, πήρε τα παιδιά και τον εγκατέλειψε.
Και ο άρχοντας από την απέναντι γειτονιά που παρακολουθούσε την κατάντια του, μειδιώντας αποφάνθηκε πως το χρήμα συνήθως δεν φέρνει ευτυχία, αλλά φέρνει έγνοιες και σκοτούρες που κατατρώγουν τις ψυχές αυτών που τα έχουν πολλά.