Πριν πέντε χρόνια, στα πλαίσια της διπλωματικής του, ο γιος μου μού ζήτησε μία συνέντευξη για το ’74. Δεν είχαμε μιλήσει ποτέ για τον πόλεμο, την προσφυγιά, το πριν, το μετά. Ίσως να ήταν ένας τρόπος να ανακαλύψουμε ο ένας τον άλλο, αλλά και μια ευκαιρία για μένα να ανοίξω ένα παράθυρο. Δύο χρόνια μετά, διαβάζοντας το κείμενο που προέκυψε, σκέφτηκα πως τα βιώματα είναι κοινά για πολλούς από εμάς. Κι ίσως είναι καλά να τα κουβεντιάζουμε. 

Ερωτήσεις: Στέλιος Μαραθοβουνιώτης

Απαντήσεις: Χρυστάλλα Χατζηδημητρίου 

– Πώς βιώσατε τις μέρες πριν τον πόλεμο; Ξέρατε τι ερχόταν; Πώς ένιωθες για αυτό;

-Λόγω του ότι προηγήθηκε το πραξικόπημα υπήρχε κάτι περίεργο στην ατμόσφαιρα, το οποίο εμείς ως παιδιά (ήμουν σχεδόν 10 χρονών) το αντιλαμβανόμασταν κάπως μέσα από τις κουβέντες των μεγάλων. Ωστόσο δεν μπορούσαμε να το καταλάβουμε, ούτε να νιώσουμε τον κίνδυνο. Δεν είχαμε βιώσει κάτι παρόμοιο, ούτε είχαμε δει σε τηλεόραση ή κινηματογράφο κάτι για να μπορούμε να το αντιπαραβάλουμε. Ζούσαμε ήρεμα στο χωριό, χωρίς πολλές παραστάσεις για πολέμους. Οι μεγάλοι νομίζω πως ήξεραν πως θα παρέμβει η Τουρκία, αλλά δεν φαντάζονταν εισβολή, πόλεμο. Ίσως φαντάζονταν εχθροπραξίες, περιορισμένα επεισόδια όπως είχε συμβεί και το 1964. 

-Προετοιμαστήκατε κάπως;

-Όχι, η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, όσο κανονικά μπορούσε να είναι σε συνθήκες πραξικοπήματος. Οι γονείς μου δεν εμπλέκονταν σε κόμματα και οργανώσεις, ο πατέρας μου εργαζόταν στις Bρετανικές Bάσεις και συνέχιζε να πηγαίνει στη δουλειά του, οπόταν η δικιά μας ζωή δεν είχε περιοριστεί από το πραξικόπημα.  

-Τι έγινε την 20ή Ιουλίου; Πώς ένιωσες όταν είδες τους αλεξιπτωτιστές;

-Στις 20 Ιουλίου παίζαμε με μία φίλη μου στη βεράντα έχοντας το ραδιόφωνο ανοικτό. Ακούγαμε ένα μυθιστόρημα σε συνέχειες από το ραδιόφωνο κι ακούσαμε για την εισβολή αλλά πάλι δεν καταλάβαμε. Έπειτα είδαμε τους αλεξιπτωτιστές από μακριά, αλλά για τα παιδιά νομίζω πως όλα αυτά είναι απλά θέαμα και περιπέτεια. Έπειτα, άρχισαν να πετούν τα τουρκικά αεροπλάνα και να βομβαρδίζουν και εκεί φοβηθήκαμε. Ακόμα με τρομάζει ο ήχος ενός στρατιωτικού αεροπλάνου. Μαζευτήκαμε κάμποσοι συγγενείς σε ένα περιβόλι κάτω από τα δέντρα, πιστεύοντας ότι ένας ανοικτός χώρος είναι πιο ασφαλής από ό,τι ένα κτήριο. Την επομένη φύγαμε από το χωριό γιατί είχε ακουστεί πως μπήκαν ήδη οι Τούρκοι μέσα στο χωριό. Φύγαμε όμως για να επιστρέψουμε σε λίγες, ας πούμε, μέρες. Χωρίς να πάρουμε τίποτα μαζί μας, παρά μόνο τα κλειδιά του σπιτιού. Είχαμε ξεκινήσει σαν καραβάνια με αυτοκίνητα, φορτηγά, λεωφορεία, προς άγνωστη κατεύθυνση.  

-Φοβήθηκες για τη ζωή σου;

– Όταν είσαι παιδί δεν φοβάσαι τον θάνατο. Απλά φοβάσαι.

-Έχεις μνήμες από αυτές τις μέρες που θα χαρακτήριζες ως τραυματικές;

-Νομίζω πως υπάρχει ένα μεγάλο κενό στη ζωή μου από μνήμες. Το τραύμα είναι αυτό το κενό. Όχι οι εικόνες, οι αναμνήσεις. Με την εισβολή συνέπεσε κι η εφηβεία, έπειτα ήταν η προσφυγιά, η απώλεια της ροής της ζωής, το τι αφήσαμε πίσω, η δυστυχία των μεγάλων που τη νιώθαμε, οπόταν όλα ήταν ένα μεγάλο μαύρο για πολλά χρόνια. 

-Σε ‘ενοχλούσαν’ ή ‘ενοχλούν’ ακόμα μνήμες από το 1974; Πότε είναι πιο έντονες αυτές οι μνήμες;

-Όχι, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Ήταν όμως καθοριστικό το ‘74 και το τι ζήσαμε μετά για την εξέλιξη μας ως άτομα. Αν δεν ήταν όλα αυτά, μπορεί να ήμουν άλλος άνθρωπος. Η παιδική ηλικία είχε διακοπεί βίαια και ξαφνικά βρεθήκαμε σε μία κατάσταση που δεν ήμασταν αυτοί που ήμασταν πριν. Το Σάββατο έγινε η εισβολή και τη Δευτέρα ήμασταν ήδη πρόσφυγες. Ζούσαμε σε τσαντίρι, φορούσαμε ρούχα άλλων, μας έδιναν φαγητό τις πρώτες τουλάχιστον μέρες (μετά οι γονείς μου εργάζονταν και οι δύο, ο πατέρας στις Βάσεις και η μητέρα σε εργοστάσιο ένδυσης και τα βγάζαμε πέρα μόνοι μας). 

-Πέρασες ποτέ από μετατραυματικό στρες ή κατάθλιψη;

-Δεν θα το ονόμαζα έτσι. Απλά, τα όσα ζήσαμε λόγω της εισβολής και της προσφυγιάς δημιούργησαν μία αρνητική ψυχοσύνθεση. Χρόνια ανασφάλεια, φόβους και φοβίες, έλλειψη αυτοπεποίθησης και σιγουριάς για το μέλλον. 

-Αν χρειαζόταν θα ζητούσες βοήθεια; 

-Εκείνο τον καιρό δεν υπήρχαν τέτοιες συνθήκες. Εξάλλου υπήρχαν πολύ πιο σοβαρά προβλήματα από τα τραύματα των προσφύγων. Προείχε η επιβίωση κι όχι η ψυχολογική στήριξη. 

-Γνωρίζεις ανθρώπους που τραυματίστηκαν (ψυχολογικά) σοβαρά και ανεπανόρθωτα από τον πόλεμο;

-Νομίζω πως τον μόνο άνθρωπο που μπορώ να σκεφτώ είναι μία ξαδέλφη μου της οποίας ο άντρας είναι αγνοούμενος και είχε ένα παιδί, βρέφος. Δεν το ξεπέρασε ποτέ. Ήταν κι οι συνθήκες όμως έτσι που μια γυναίκα δεν μπορούσε να αρχίσει ξανά τη ζωή της. Αυτή όμως είναι μία περίπτωση που επηρεάστηκε άμεσα. Έμμεσα, ας το πούμε, όλοι επηρεάστηκαν. Ακόμα κι ο πατέρας μου που πέθανε από αυτοάνοσο νόσημα, 9 χρόνια μετά την εισβολή, δεν μπορώ να πω πως ήταν άσχετο με τα όσα ζούσε. Η θεία μου μόλις είχε παντρευτεί, ήταν 27 χρονών, είχε το σπίτι και περνούσε καλά. Κι έπειτα ζούσε σε παράγκες και συνοικισμούς, χωρίς καμιά ποιότητα ζωής και με όλους τους δεσμούς-φιλικούς, κοινωνικούς, συγγενικούς- να έχουν διαλυθεί. Όλα αυτά τραυμάτισαν τους ανθρώπους ανεπανόρθωτα, αλλά δεν συζητήθηκαν ποτέ, ούτε οι ίδιοι οι άνθρωποι θελήσαμε να ασχοληθούμε με αυτό.

Η γιαγιά μου πέθανε μακριά από εμάς σε ένα γηροκομείο που την έφερε ο Ερυθρός Σταυρός όταν έμεινε μόνη στο χωριό, αφού δεν μπορούσαμε να τη φέρουμε μαζί μας. Ο παππούς μου πέθανε στο ψυχιατρείο όπου εργάζονταν τα εγγόνια του κι ήταν ο μόνος τόπος που μπορούσαν να τον βάλουν όταν δεν μπορούσαν οι δικοί του να τον φροντίζουν, αφού όλοι έμεναν σε τσαντίρια και παράγκες και προσπαθούσαν να επιβιώσουν. Όλα αυτά δημιουργούν ενοχές, κατάθλιψη, σκληρότητα αλλά και ζαμανφουτισμό και λατρεία στην ύλη, ταυτόχρονα. Η κυπριακή κοινωνία είναι βαθιά τραυματισμένη, και η σημερινή κατάσταση με όλα τα προβλήματα της μπορεί να ερμηνευτεί.  

-Πως ήταν η ζωή στην προσφυγιά; Ένιωσες ποτέ μειονεκτικά σε σχέση με τους μη πρόσφυγες; Βίωσες ποτέ προκατάληψη ή πειράγματα στο σχολείο;

-Δεν βίωσα πειράγματα. Εισέπραττα όμως οίκτο. «Το καημένο το προσφυγάκι». Και με ενοχλούσε. Από μέρους των άλλων μπορεί να μην ήταν έτσι, αλλά εγώ έτσι το ένοιωθα.

ΣΕ ΣΥΝΘΗΚΕΣ ΓΚΕΤΟ

-Από κοινωνιολογικές μελέτες που διάβασα για το 1974, σχημάτισα την εντύπωση ότι η κυβέρνηση τότε αντιμετώπισε πολύ αποτελεσματικά την ‘προσφυγική κρίση’ που προέκυψε, με τη δημιουργία των συνοικισμών και αντιμετωπίζοντας τους πρόσφυγες σαν οικονομικές μονάδες και όχι σαν πρόβλημα. Το οικονομικό μπουμ που ακολούθησε, φαίνεται να βοήθησε ακόμη περισσότερο στην κοινωνικο-οικονομική αποκατάσταση των προσφύγων. Πώς το βίωσες εσύ αυτό;

-Όντως προέκυψε γρήγορα στεγαστική λύση και επειδή τότε υπήρχε βιομηχανία (ένδυσης – υπόδησης κυρίως) οι πρόσφυγες βρήκαν εύκολα δουλειά. Αυτό όμως, μπορεί να τύχει διαφορετικών ερμηνειών. Οι πρόσφυγες τοποθετήθηκαν σε γκέτο, δίπλα έγιναν βιομηχανικές περιοχές και οι άνθρωποι αυτοί μετατράπηκαν σε ένα φτηνό εργατικό δυναμικό. Οπόταν οι τάξεις των προσφύγων, στην πλειοψηφία τους, διαμορφώθηκαν ως μια συγκεκριμένη τάξη, με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Φυσικά, υπό τις συνθήκες τότε, μπορεί να μην υπήρχαν εύκολες λύσεις. Ως άτομο, ναι, έζησα σε συνθήκες γκέτο. Όλοι οι πρόσφυγες μαζί, ξεχωριστά από την υπόλοιπη κοινωνία.

Είχαμε κι εμείς και σπίτια και  αξιοπρέπεια

-Κοιτάζοντας πίσω, πώς ήταν για ένα 10χρονο παιδί να βιώνει τον πόλεμο και τον εκτοπισμό; Ανάλυσες το πώς τα γεγονότα που βίωσες τότε διαμόρφωσαν το χαρακτήρα σου;

-Γενικά, νομίζω πως αποφεύγουμε να κοιτάξουμε πίσω. Ωστόσο, ήταν τόσο μεγάλο, τόσο βίαιο και τέτοιας διάρκειας το ’74 και οι επιπτώσεις του, που σίγουρα μας διαμόρφωσαν όπως μας διαμόρφωσαν. 

-Στην Κύπρο σπάνια μιλούμε για το 1974 ως πηγή ψυχολογικών προβλημάτων. Περίπου 200 χιλιάδες άνθρωποι είδαν και βίωσαν πράγματα που οι νεότερες γενιές είδαμε μόνο σε ταινίες. Στα μάτια εμάς των νέων, αυτοί οι άνθρωποι φαίνεται να ξεπέρασαν τις όποιες τραυματικές εμπειρίες είχαν και ζουν πλέον φυσιολογικά. Εμένα μου ακούγεται απίστευτο να μπορεί κάποιος να ξεπεράσει τέτοια τραύματα και να ζήσει κανονικά τη ζωή του. Ήταν τελικά τόσο επιτυχημένη η αποκατάσταση των προσφύγων που τους βοήθησε να τα ξεπεράσουν σε τόσο μεγάλο βαθμό ή λόγω κουλτούρας δεν συζητούμε για ψυχολογικά προβλήματα;

-Νομίζω έτσι είναι η ανθρώπινη ψυχολογία. Δεν θες να συζητάς τα όσα σε έχουν τραυματίσει βαθιά. Μια γυναίκα δεν θα συζητήσει για τον βιασμό της. Ένας στρατιώτης δεν θα πει πως σκότωσε κάποιον στον πόλεμο. Ή δεν θέλει να μιλά για τους νεκρούς συντρόφους του στο μέτωπο. Νομίζω ήταν μια ασυνείδητη απόφαση, να τα αφήσουμε όλα πίσω για να προχωρήσουμε μπροστά. Κάποια πράγματα, τα πρώτα χρόνια συζητούνταν. Κυρίως για τις περιουσίες που αφήσουμε για να δείξουμε στους άλλους πως δεν ήμασταν πάντα έτσι. Πως είχαμε και εμείς σπίτια, περιβόλια, αξιοπρέπεια. Έπειτα όμως, οι πρόσφυγες νιώθαμε πως γινόμασταν κουραστικοί και δυσάρεστοι. Ήταν όμως, νομίζω και πολιτική απόφαση. Να μην αναπαράγεται το κλίμα εκείνο, να μην υπάρχει μίσος, επιθυμία διεκδίκησης ή εκδίκησης. Βόλευε όλους να υπάρχει μια φαινομενική ηρεμία.  

-Πολλοί πρόσφυγες όταν μιλούν για τον εαυτό τους, μιλούν σαν να βίωσαν δύο ζωές. Μια πριν το 1974 και μια μετά. Το νιώθεις και εσύ αυτό; Συνυπάρχουν αυτοί οι δύο εαυτοί σήμερα;

-Ίσως αυτό συμβαίνει στις πιο μεγάλες ηλικίες. Για κάποιους ανθρώπους μπορεί να μην υπάρχουν καν δυο ζωές. Να υπάρχει μόνο μία, αυτή πριν το ‘74. Η περίοδος μετά, έστω κι αν έχουν περάσει 44 χρόνια, είναι -για πολλούς από τους μεγάλους- σαν μια περίοδος αναμονής. Δεν είναι ζωή. Απλά περιμένεις να τελειώσει ο πόλεμος για να επιστρέψεις και να αρχίσεις εκεί που έμεινες όταν πάτησες το pause. Για τους πιο μικρούς, επίσης υπάρχει μια ζωή. Η μετά. Η υπόλοιπη διαγράφεται εν πολλοίς, συνειδητά ή ασυνείδητα, λες και γεννήθηκες 10 χρονών.