Ο Λοΐζος Πουργουρίδης γράφει για το παράξενο δώρο που του έκανε ο εγγονός του.
Καθόμουν μαζί με τον εγγονό μου και τον παρακολουθούσα που ζωγράφιζε. Κρατούσε ένα χρωματιστό μολύβι, με γαλάζια μύτη.
– Θα φτιάξω ένα λουλούδι, μου είπε.
Και άρχισε να ζωγραφίζει. Το έκανε όλο γαλάζιο, το κοτσάνι, τα φυλλαράκια του, όλα. Όταν το τελείωσε, μου είπε:
– Να μου το κόψεις παππού, σε παρακαλώ, με το ψαλίδι γύρω – γύρω γιατί δεν μπορώ να το κόψω.
Του το έκοψα. Το πήρε με το χεράκι του και μου το πρόσφερε. Πάρ’ το, μου είπε, παππού, σου το χαρίζω. Συγκινήθηκα, τι όμορφο δώρο!… Τον ευχαρίστησα και του είπα: Αυτό το λουλούδι δεν θα μαραθεί ποτέ…
– Μα τα λουλούδια δεν είναι γαλάζια, αγόρι μου. Αυτός με κοίταξε απορημένος με τα αθώα παιδικά ματάκια του και μου είπε.
– Υπάρχουν και γαλάζια λουλούδια σε μια μακρινή χώρα. Αφού και η θάλασσα είναι γαλάζια και ο ουρανός όταν δεν έχει σύννεφα και η φίλη μου έχει γαλάζια μάτια. Στάθηκα και τον κοίταζα· δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Το αθώο παιδικό μυαλό του έτσι τα έβλεπε, γαλάζια. Τον άφησα στα όνειρά του, να νομίζει πως υπάρχουν και γαλάζια λουλούδια. Έκρυψα το λουλούδι στο συρτάρι και στην καρδιά μου και έμεινε εκεί για πάντα… Είναι το ωραιότερο λουλούδι που μου χάρισαν ποτέ, μου φάνηκε πως μύριζε μια σπάνια, ουράνια, αγγελική μυρωδιά, γιατί ήταν χαρισμένο με αγάπη, από μια αθώα παιδική ψυχή. Τι ωραία να μπορείς να ονειρεύεσαι, χωρίς περιορισμούς, χωρίς φραγμούς, χωρίς πραγματικότητες! Αυτό μόνο μια αθώα παιδική ψυχή μπορεί να το κάνει… Όλοι οι άλλοι εμείς δεν μπορούμε ούτε να ονειρευτούμε όπως ένα παιδί. Τα όνειρά μας είναι γεμάτα άγχος και αγωνία, φόβο και εφιάλτες, επηρεασμένα από τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής.
Ακόμη και οι νέοι,
που συνήθως κάνουν όνειρα, τώρα ούτε κι αυτοί μπορούν… να ονειρευτούν, γιατί τους έχουμε γκρεμίσει τα όνειρά τους και έχουμε τσακίσει τα φτερά τους και δεν μπορούν ούτε να πετάξουν ούτε να ονειρευτούν…
– Θα φτιάξω ένα λουλούδι, μου είπε.
Και άρχισε να ζωγραφίζει. Το έκανε όλο γαλάζιο, το κοτσάνι, τα φυλλαράκια του, όλα. Όταν το τελείωσε, μου είπε:
– Να μου το κόψεις παππού, σε παρακαλώ, με το ψαλίδι γύρω – γύρω γιατί δεν μπορώ να το κόψω.
Του το έκοψα. Το πήρε με το χεράκι του και μου το πρόσφερε. Πάρ’ το, μου είπε, παππού, σου το χαρίζω. Συγκινήθηκα, τι όμορφο δώρο!… Τον ευχαρίστησα και του είπα: Αυτό το λουλούδι δεν θα μαραθεί ποτέ…
– Μα τα λουλούδια δεν είναι γαλάζια, αγόρι μου. Αυτός με κοίταξε απορημένος με τα αθώα παιδικά ματάκια του και μου είπε.
– Υπάρχουν και γαλάζια λουλούδια σε μια μακρινή χώρα. Αφού και η θάλασσα είναι γαλάζια και ο ουρανός όταν δεν έχει σύννεφα και η φίλη μου έχει γαλάζια μάτια. Στάθηκα και τον κοίταζα· δεν ήξερα τι να του απαντήσω. Το αθώο παιδικό μυαλό του έτσι τα έβλεπε, γαλάζια. Τον άφησα στα όνειρά του, να νομίζει πως υπάρχουν και γαλάζια λουλούδια. Έκρυψα το λουλούδι στο συρτάρι και στην καρδιά μου και έμεινε εκεί για πάντα… Είναι το ωραιότερο λουλούδι που μου χάρισαν ποτέ, μου φάνηκε πως μύριζε μια σπάνια, ουράνια, αγγελική μυρωδιά, γιατί ήταν χαρισμένο με αγάπη, από μια αθώα παιδική ψυχή. Τι ωραία να μπορείς να ονειρεύεσαι, χωρίς περιορισμούς, χωρίς φραγμούς, χωρίς πραγματικότητες! Αυτό μόνο μια αθώα παιδική ψυχή μπορεί να το κάνει… Όλοι οι άλλοι εμείς δεν μπορούμε ούτε να ονειρευτούμε όπως ένα παιδί. Τα όνειρά μας είναι γεμάτα άγχος και αγωνία, φόβο και εφιάλτες, επηρεασμένα από τις δυσκολίες και τα προβλήματα της ζωής.
Ακόμη και οι νέοι,
που συνήθως κάνουν όνειρα, τώρα ούτε κι αυτοί μπορούν… να ονειρευτούν, γιατί τους έχουμε γκρεμίσει τα όνειρά τους και έχουμε τσακίσει τα φτερά τους και δεν μπορούν ούτε να πετάξουν ούτε να ονειρευτούν…