Για τα αρνητικά καταθετικά επιτόκια γράφει ο οικονομολόγος Νίκος Παντελή.
Οι καταθέσεις δεν αποτελούν πλέον τόσο ελκυστική επιλογή, ως επένδυση, στον βαθμό τουλάχιστον που αυτό ίσχυε προηγουμένως. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να χρεώνει τις τράπεζες με αρνητικά καταθετικά επιτόκια από το 2014, σπρώχνει ολοένα και περισσότερες τράπεζες στο να χρεώσουν και οι ίδιες τις μεγάλες καταθέσεις.
Με αυτήν την πρακτική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδιώκει να ασκήσει πίεση στις ευρωπαϊκές τράπεζες ώστε να διαχειριστούν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους, διοχετεύοντάς την στην αγορά μέσω δανεισμού. Προφανής στόχος της ΕΚΤ είναι η τόνωση της ανάπτυξης. Ωστόσο, ο δανεισμός δεν μπορεί να γίνει με τους όρους του παρελθόντος. Οι τράπεζες, μετά τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, έχουν υιοθετήσει πολύ πιο αυστηρές διαδικασίες, έθεσαν αυστηρότερα κριτήρια παραχώρησης δανείων, ενώ φροντίζουν να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν επαρκείς εξασφαλίσεις από πλευράς πελατών και να επιβεβαιώνουν την ικανότητα των πελατών να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Η δραματική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδήγησε τις τράπεζες να μετρούν κάθε τους βήμα με μεγαλύτερη σύνεση.
Το αρνητικό επιτόκιο ύψους 0,5% της ΕΚΤ αναντίλεκτα επηρεάζει την κερδοφορία των τραπεζών και φαίνεται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί πονοκέφαλο για τα τραπεζικά ιδρύματα και τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον έως ότου ο πληθωρισμός ανακάμψει σε ποσοστό κοντά στο 2%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο Νοέμβριο ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη επιταχύνθηκε στο 1%, ωστόσο συνεχίζουμε να απέχουμε από το σημείο όπου η ΕΚΤ θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει την πολιτική της σε σχέση με τα καταθετικά επιτόκια.
Σε αυτό το σκηνικό, οι κυπριακές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της πλεονάζουσας ρευστότητας, φαινόμενο για το οποίο εκφράστηκαν ανησυχίες και από πλευράς πολιτικής ηγεσίας. Η πλεονάζουσα ρευστότητα, βεβαίως, αποτυπώνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Από την άλλη όμως, οι κυπριακές τράπεζες πληρώνουν ακριβά στην ΕΚΤ την πλεονάζουσα ρευστότητα. Με αυτά τα δεδομένα, είναι απλώς θέμα χρόνου να δούμε και στην Κύπρο τραπεζικά ιδρύματα να χρεώνουν αρνητικά επιτόκια, ακολουθώντας το παράδειγμα των περισσότερων μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και μετακυλώντας στις μεγάλες καταθέσεις το κόστος των αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Εν ολίγοις, με τα σημερινά δεδομένα τα αρνητικά επιτόκια εξελίσσονται σε αναγκαίο κακό.
Οι καταθέσεις δεν αποτελούν πλέον τόσο ελκυστική επιλογή, ως επένδυση, στον βαθμό τουλάχιστον που αυτό ίσχυε προηγουμένως. Πολύ περισσότερο από τη στιγμή που η πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να χρεώνει τις τράπεζες με αρνητικά καταθετικά επιτόκια από το 2014, σπρώχνει ολοένα και περισσότερες τράπεζες στο να χρεώσουν και οι ίδιες τις μεγάλες καταθέσεις.
Με αυτήν την πρακτική, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα επιδιώκει να ασκήσει πίεση στις ευρωπαϊκές τράπεζες ώστε να διαχειριστούν την πλεονάζουσα ρευστότητά τους, διοχετεύοντάς την στην αγορά μέσω δανεισμού. Προφανής στόχος της ΕΚΤ είναι η τόνωση της ανάπτυξης. Ωστόσο, ο δανεισμός δεν μπορεί να γίνει με τους όρους του παρελθόντος. Οι τράπεζες, μετά τα λάθη του πρόσφατου παρελθόντος, έχουν υιοθετήσει πολύ πιο αυστηρές διαδικασίες, έθεσαν αυστηρότερα κριτήρια παραχώρησης δανείων, ενώ φροντίζουν να διασφαλίζουν ότι υπάρχουν επαρκείς εξασφαλίσεις από πλευράς πελατών και να επιβεβαιώνουν την ικανότητα των πελατών να ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους. Η δραματική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων οδήγησε τις τράπεζες να μετρούν κάθε τους βήμα με μεγαλύτερη σύνεση.
Το αρνητικό επιτόκιο ύψους 0,5% της ΕΚΤ αναντίλεκτα επηρεάζει την κερδοφορία των τραπεζών και φαίνεται ότι θα συνεχίσει να αποτελεί πονοκέφαλο για τα τραπεζικά ιδρύματα και τα επόμενα χρόνια, τουλάχιστον έως ότου ο πληθωρισμός ανακάμψει σε ποσοστό κοντά στο 2%. Αξίζει να σημειωθεί ότι τον περασμένο Νοέμβριο ο πληθωρισμός στην Ευρωζώνη επιταχύνθηκε στο 1%, ωστόσο συνεχίζουμε να απέχουμε από το σημείο όπου η ΕΚΤ θα υποχρεωθεί να επανεξετάσει την πολιτική της σε σχέση με τα καταθετικά επιτόκια.
Σε αυτό το σκηνικό, οι κυπριακές τράπεζες καλούνται να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της πλεονάζουσας ρευστότητας, φαινόμενο για το οποίο εκφράστηκαν ανησυχίες και από πλευράς πολιτικής ηγεσίας. Η πλεονάζουσα ρευστότητα, βεβαίως, αποτυπώνει την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης των καταθετών στο κυπριακό τραπεζικό σύστημα. Από την άλλη όμως, οι κυπριακές τράπεζες πληρώνουν ακριβά στην ΕΚΤ την πλεονάζουσα ρευστότητα. Με αυτά τα δεδομένα, είναι απλώς θέμα χρόνου να δούμε και στην Κύπρο τραπεζικά ιδρύματα να χρεώνουν αρνητικά επιτόκια, ακολουθώντας το παράδειγμα των περισσότερων μεγάλων τραπεζικών ιδρυμάτων της Ευρώπης και μετακυλώντας στις μεγάλες καταθέσεις το κόστος των αρνητικών επιτοκίων της ΕΚΤ. Εν ολίγοις, με τα σημερινά δεδομένα τα αρνητικά επιτόκια εξελίσσονται σε αναγκαίο κακό.