Η επιθετική τουρκική στάση στο ζήτημα των θαλάσσιων ζωνών στο Αιγαίο και στη Νοτιοανατολική Μεσόγειο πηγάζει από την επικρατούσα γεωπολιτική αστάθεια, από τη μεταβολή των διεθνών συσχετισμών, τη μετατόπιση από την ισορροπία των δυο υπερδυνάμεων σε έναν πολύπλοκο και μεταβαλλόμενο κόσμο.
Είναι γνωστές οι προσπάθειες Τουρκίας και Ερντογάν να αναδειχθούν σε περιφερειακή δύναμη μέσω του μουσουλμανικού κόσμου, της Αραβικής Άνοιξης, των αλλοπρόσαλλων κινημάτων της Βόρειας Αφρικής, των Αδελφών Μουσουλμάνων του Μόρσι της Αιγύπτου και του τζιχαντιστικού κινήματος της Συρίας. Δυστυχώς όλες αυτές οι ενέργειες έφεραν σε διαφορετικές περιόδους σε σύγκρουση τις σχέσεις Τουρκίας/Ερντογάν με ΗΠΑ – Ρωσία, με ποικίλες επιπτώσεις.
Η διευθέτηση κατά ένα μέρος του συριακού προβλήματος έδωσε μια νίκη στον Ερντογάν και την Τουρκία, να πιέζει τους διεκδικητές των υδρογονανθράκων της περιοχής για να λάβει το μερίδιο του λέοντος, στηρίζοντας αυτή τη δυναμική στο γεγονός ότι δεν υπάρχει ηγέτιδα δύναμη στον κόσμο και στο ότι δεν υπολογίζει την Ευρώπη.
Η τροπή που έχουν πάρει οι σχέσεις Ελλάδας – Τουρκίας – Κύπρου είναι πάρα πολύ ανησυχητικές και δεν προοιωνίζεται μελλοντικά ότι θα είναι καλύτερες, όπως και ο όρος «περί καλής γειτονίας» να μοιάζει «όνειρο θερινής νυκτός». Το μόνο που απομένει για τις αναφερόμενες χώρες είναι να επιδίδονται σε σύγχρονους εξοπλισμούς επειδή δεν κατάφεραν στα 90 χρόνια από την περίοδο Βενιζέλου – Ατατούρκ και 45 χρόνια από την τουρκική εισβολή στην Κύπρο να βρουν έναν κοινό τόπο συνεννόησης.
Το σημερινό πρόβλημα έγκειται στο γεγονός ότι απαιτείται μια μακροχρόνια στρατηγική στην οποία θα πρέπει να ληφθούν υπόψη όλα τα δεδομένα, η οποία θα πρέπει να στοχεύει και να αναλύει, καθώς και να προλαμβάνει τις κινήσεις της γειτονικής χώρας στα επόμενα χρόνια και δεκαετίες. Θα πρέπει να κατανοήσουμε ότι δεν υπάρχουν συμμαχίες αλλά κατ’ όνομα και μόνο στα λόγια και όταν έρθει η ώρα της κρίσης, θα μείνουν στα λόγια. Πέραν των άνω θα πρέπει να αποβάλουμε τους συναισθηματισμούς ότι «τα σύνορά μας είναι σύνορα της Ευρώπης» και πως μόνοι θα υπερασπισθούμε τα σύνορά μας και να σχεδιάσουμε το μέλλον μας.
Η μη επίλυση του Κυπριακού το 2004 με το σχέδιο Ανάν και η καταψήφισή του από εμάς στο δημοψήφισμα, καθώς επίσης η κατάρρευση της διαδικασίας πριν από τη λύση στο Κραν Μοντανά το 2017, με ευθύνη της δικής μας πλευράς, συνέτειναν στο να υπάρξουν γεωπολιτικές συνέπειες στην περιοχή, όπως και οι τριμερείς/τετραμερείς στα ενεργειακά και σε θέματα ασφάλειας, τονίζοντας ότι έχουμε ασφαλή τα νώτα μας και ότι είμαστε παράγοντας σταθερότητας στην περιοχή. Όλα αυτά δημιούργησαν στην Τουρκία το «σύνδρομο του αποκλεισμού» και τη γνωστή «εξωτερική πολιτική» και εκείνη την «πολιτική του τσαμπουκά», καθώς επίσης εκείνη που βιώνουμε με τις γεωτρήσεις πέριξ της Κύπρου και εντός της οριοθετημένης κυπριακής ΑΟΖ.
Θα πρέπει να λάβουμε σοβαρά υπόψη τις κινήσεις της Τουρκίας/Ερντογάν γύρω από τον καθορισμό της ατζέντας των γεωπολιτικών ζητημάτων, γιατί με αυτές δημιουργούνται νέα δεδομένα και ενίοτε τετελεσμένα, τα οποία Ελλάδα και Κύπρος καλούνται να διαχειριστούν κατόπιν εορτής και από δυσμενή θέση.
Εκείνο που θα ομαλοποιήσει την κατάσταση στο τρίγωνο Ελλάδας – Τουρκίας – Κύπρου είναι καταρχήν η επίλυση του Κυπριακού, κατόπιν της θετικής προοπτικής να ξαναρχίσουν συνομιλίες στη βάση της Διζωνικής Δικοινοτικής Ομοσπονδίας, και σε επόμενο χρονικό διάστημα η επίλυση των προβλημάτων στο Αιγαίο.