Ο Χριστόδουλος Γ. Παχουλίδης γράφει τα πιο κάτω με την ευκαιρία των Χριστουγέννων.
Χιλιάδες χρόνια πριν, η ανθρωπότητα πάλευε απεγνωσμένα να βρει την αλήθεια. Ούτε οι φιλόσοφοι ούτε οι μάγοι ούτε οι επιστήμονές της κατόρθωσαν να ικανοποιήσουν τον πόθο της αυτό. Υπήρχε βέβαια, στους Εβραίους πρώτα, η υπόσχεση του Θεού προς τους Πρωτόπλαστους μετά την παρακοή στα λόγια τιμωρίας Του που απηύθυνε προς τον αρχέκακο διάβολο ότι κάποια μέρα «από το σπέρμα της γυναικός» (της Εύας) θα γεννηθεί (από γυναίκα, την Παρθένο Μαρία) Εκείνος (ο Μεσσίας Χριστός), και «Αυτός σου τηρήσει την κεφαλήν, και συ τηρήσεις Αυτού την πτέρνα» (Γεν. α’,15). Κατόπιν ήρθε πάλιν η υπόσχεση του Θεού προς τον Αβραάμ και τους λοιπούς Πατριάρχες, ότι από τη γενιά τους θα γεννηθεί ο Μεσσίας. Τέλος, υπήρχαν τα γραπτά κείμενα των προφητών του Ισραήλ, που μιλούσαν για τον αναμενόμενο Μεσσία, όπως π.χ., μεταξύ άλλων, του Ησαΐα: «Ιδού η παρθένος εν γαστρί έξει και τέξεται υιόν και καλέσουσι το όνομα αυτού Εμμανουήλ, ο εστί μεθερμηνευόμενο μεθ’ ημών ο Θεός» (Ματθ.α’ 23), αλλά και του Μιχαίου: «Και συ Βηθλεέμ, γη Ιούδα, ουδαμώς ελαχίστη ει εν τοις ηγεμόσιν Ιούδα. Εκ σου γαρ εξελεύσεται ηγούμενος, όστις ποιμανεί τον λαόν μου τον Ισραήλ» (Ματθ. β’ 6). Με το πέρασμα των αιώνων οι άνθρωποι παρασύρθηκαν στην ύλη, έγιναν μοχθηροί, άπληστοι, φίλαυτοι και ελάχιστοι από τους Εβραίους πίστευαν στην έλευση του Μεσσία, ως Λυτρωτή του κόσμου από την αμαρτία. Τον ήθελαν έναν κοσμικό άρχοντα, που θα έδινε στον λαό του Ισραήλ την παλιά του αίγλη.
Αρχαίοι ποιητές και φιλόσοφοι, που δεν πίστευαν στον αληθινό Θεό, είχαν αναγγείλει και αυτοί ότι θα έρθει κάποτε κάποια νύκτα, όχι σαν τις άλλες, που θα φέρει ένα Βασιλέα, στον οποίο θα πρέπει να υποταχθεί όλος ο κόσμος, αν θέλει να σωθεί (Κικέρων). Και ότι, κάποτε, θα γεννηθεί ένα μυστηριώδες παιδί, διά του οποίου όλη η δημιουργία θα γίνει καινούργια και θα βασιλεύσει στον κόσμο η ειρήνη (Βιργίνιος).
Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, σε ένα σταύλο αλόγων ζώων, εκεί στη Βηθλεέμ, ήρθε για την απογραφή που διέταξε ο Καίσαρας η Άγια Οικογένεια, ο Ιωσήφ και η Μαριάμ και εκεί, παραγνωρισμένος, γεννήθηκε ο Μεσσίας, ο Χριστός. Κανείς, όπου αποτάθηκαν ο Ιωσήφ και η ετοιμόγεννη Μαριάμ (η Θεοτόκος Μητέρα Του), δεν τους έδωσε ένα κατάλυμα. Κανείς δεν τους δέχθηκε στο σπίτι του. «Ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β’ 7). Και έτσι μια φάτνη ταπεινή και περιφρονημένη, σε ένα σταύλο αλόγων ζώων, σ’ απόμερο μέρος, έγινε ο Θρόνος του Χριστού, του Δευτέρου Προσώπου «της εν Τριάδι Αδιαιρέτου Θεότητος».
Δυσφορούμε εμείς σήμερα όταν ακούμε από το Ιερό Ευαγγέλιο τη σκληρή και απάνθρωπη, τότε, στάση των κατοίκων της Βηθλεέμ, να αρνηθούν στέγη και κατάλυμα στον Ιωσήφ και στην έγκυο τον Χριστό, Μαριάμ, και λέμε: «Εμείς σήμερα, με μεγάλη χαρά θα προσφέραμε και στέγη και φαγητό και ό,τι ανέσεις χρειάζονταν, αν κτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού μας, ξένοι σαν τον Ιωσήφ και την έγκυο Μαριάμ». Κι όμως κι εμείς, αλήθεια, πόσες φορές, στην όλη μέχρι σήμερα ζωή του καθενός μας, δεν συμπεριφερθήκαμε με τον ψυχρό και απάνθρωπο τρόπο, προς τον Χριστό; Χτυπά και σήμερα ο Χριστός την πόρτα μας και ζητά μια θέση στην καρδιά μας. «Ιδού έστηκα επί την θήραν και κρούω» (Αποκ. γ’,20), μας λέγει ο Ίδιος.
Μια μικρή θέση μέσα στην ψυχή μας ζητά ο Κύριος, να Τον φιλοξενήσουμε σ’ αυτήν, να τον αναγνωρίσουμε Θεό και Σωτήρα μας. Ζητά να έρθει μέσα μας να μας αναγεννήσει, να βρει μια ζεστή φάτνη να τον φιλοξενήσει και Αυτός να την αγιάσει με την παρουσία Του! Να μείνει για πάντα κοντά μας. Και εμείς, οποία αχαριστία! Του αρνούμαστε και, βυθισμένοι στην υλιστική απόλαυση της ζωής, Του κλείνουμε την πόρτα της ψυχής μας. Δεν θέλουμε να αφήσουμε ελεύθερη δίοδο στον μεγάλο παρηγορητή, στον μεγάλο ειρηνοποιό, στον μεγάλο ελευθερωτή, στον Χριστό.
Πρέπει όμως, εμείς που θέλουμε να λεγόμαστε πραγματικοί χριστιανοί, να ετοιμάσουμε μέσα μας «τόπο», για το Θείο Βρέφος. Πώς όμως; Ξεκάθαρος είναι ο τρόπος. Η φάτνη της καρδιάς μας πρέπει να είναι: Α) Καθαρή, με το λουτρό της σωτηρίας που λέγεται Ιερά Εξομολόγηση. Χωρίς πάθη, κακίες και απαλλαγμένη από κάθε αμαρτία. Σε καρδιές ακάθαρτες και γεμάτες από αμαρτωλά πάθη δεν χωρεί ο Χριστός. Β) Θερμή από αγάπη. Ο Χριστός, για να έρθει να μείνει μέσα μας, ζητά να μας βρει θερμούς από αγάπη, πρώτα προς τον Θεό και έπειτα προς πάντα άνθρωπο, προς τον «πλησίον» μας. Γ) Ταπεινή, όχι κυριευμένη από εγωισμό, υπερηφάνεια και κομπασμό, απλή και ταπεινή σαν τους ταπεινούς και απλοϊκούς ποιμένες της Βηθλεέμ.
Γιορτάζουν Χριστούγεννα όσοι δεν κλείνουν την πόρτα τους στο χτύπημα του Χριστού. Αυτοί που Του ανοίγουν τη φάτνη της ψυχής τους, μέσα σ’ αυτή να γεννηθεί. Εμπρός λοιπόν αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, μια φάτνη μάς ζητά ο Χριστός, καθαρή, θερμή και ταπεινή, μέσα σ’ αυτή να γεννηθεί. Εμείς τι θα κάνουμε; Θα Του τη στερήσουμε; Πιστεύω, όχι.
Αρχαίοι ποιητές και φιλόσοφοι, που δεν πίστευαν στον αληθινό Θεό, είχαν αναγγείλει και αυτοί ότι θα έρθει κάποτε κάποια νύκτα, όχι σαν τις άλλες, που θα φέρει ένα Βασιλέα, στον οποίο θα πρέπει να υποταχθεί όλος ο κόσμος, αν θέλει να σωθεί (Κικέρων). Και ότι, κάποτε, θα γεννηθεί ένα μυστηριώδες παιδί, διά του οποίου όλη η δημιουργία θα γίνει καινούργια και θα βασιλεύσει στον κόσμο η ειρήνη (Βιργίνιος).
Και όταν ήρθε το πλήρωμα του χρόνου, σε ένα σταύλο αλόγων ζώων, εκεί στη Βηθλεέμ, ήρθε για την απογραφή που διέταξε ο Καίσαρας η Άγια Οικογένεια, ο Ιωσήφ και η Μαριάμ και εκεί, παραγνωρισμένος, γεννήθηκε ο Μεσσίας, ο Χριστός. Κανείς, όπου αποτάθηκαν ο Ιωσήφ και η ετοιμόγεννη Μαριάμ (η Θεοτόκος Μητέρα Του), δεν τους έδωσε ένα κατάλυμα. Κανείς δεν τους δέχθηκε στο σπίτι του. «Ουκ ην αυτοίς τόπος εν τω καταλύματι» (Λουκ. β’ 7). Και έτσι μια φάτνη ταπεινή και περιφρονημένη, σε ένα σταύλο αλόγων ζώων, σ’ απόμερο μέρος, έγινε ο Θρόνος του Χριστού, του Δευτέρου Προσώπου «της εν Τριάδι Αδιαιρέτου Θεότητος».
Δυσφορούμε εμείς σήμερα όταν ακούμε από το Ιερό Ευαγγέλιο τη σκληρή και απάνθρωπη, τότε, στάση των κατοίκων της Βηθλεέμ, να αρνηθούν στέγη και κατάλυμα στον Ιωσήφ και στην έγκυο τον Χριστό, Μαριάμ, και λέμε: «Εμείς σήμερα, με μεγάλη χαρά θα προσφέραμε και στέγη και φαγητό και ό,τι ανέσεις χρειάζονταν, αν κτυπούσαν την πόρτα του σπιτιού μας, ξένοι σαν τον Ιωσήφ και την έγκυο Μαριάμ». Κι όμως κι εμείς, αλήθεια, πόσες φορές, στην όλη μέχρι σήμερα ζωή του καθενός μας, δεν συμπεριφερθήκαμε με τον ψυχρό και απάνθρωπο τρόπο, προς τον Χριστό; Χτυπά και σήμερα ο Χριστός την πόρτα μας και ζητά μια θέση στην καρδιά μας. «Ιδού έστηκα επί την θήραν και κρούω» (Αποκ. γ’,20), μας λέγει ο Ίδιος.
Μια μικρή θέση μέσα στην ψυχή μας ζητά ο Κύριος, να Τον φιλοξενήσουμε σ’ αυτήν, να τον αναγνωρίσουμε Θεό και Σωτήρα μας. Ζητά να έρθει μέσα μας να μας αναγεννήσει, να βρει μια ζεστή φάτνη να τον φιλοξενήσει και Αυτός να την αγιάσει με την παρουσία Του! Να μείνει για πάντα κοντά μας. Και εμείς, οποία αχαριστία! Του αρνούμαστε και, βυθισμένοι στην υλιστική απόλαυση της ζωής, Του κλείνουμε την πόρτα της ψυχής μας. Δεν θέλουμε να αφήσουμε ελεύθερη δίοδο στον μεγάλο παρηγορητή, στον μεγάλο ειρηνοποιό, στον μεγάλο ελευθερωτή, στον Χριστό.
Πρέπει όμως, εμείς που θέλουμε να λεγόμαστε πραγματικοί χριστιανοί, να ετοιμάσουμε μέσα μας «τόπο», για το Θείο Βρέφος. Πώς όμως; Ξεκάθαρος είναι ο τρόπος. Η φάτνη της καρδιάς μας πρέπει να είναι: Α) Καθαρή, με το λουτρό της σωτηρίας που λέγεται Ιερά Εξομολόγηση. Χωρίς πάθη, κακίες και απαλλαγμένη από κάθε αμαρτία. Σε καρδιές ακάθαρτες και γεμάτες από αμαρτωλά πάθη δεν χωρεί ο Χριστός. Β) Θερμή από αγάπη. Ο Χριστός, για να έρθει να μείνει μέσα μας, ζητά να μας βρει θερμούς από αγάπη, πρώτα προς τον Θεό και έπειτα προς πάντα άνθρωπο, προς τον «πλησίον» μας. Γ) Ταπεινή, όχι κυριευμένη από εγωισμό, υπερηφάνεια και κομπασμό, απλή και ταπεινή σαν τους ταπεινούς και απλοϊκούς ποιμένες της Βηθλεέμ.
Γιορτάζουν Χριστούγεννα όσοι δεν κλείνουν την πόρτα τους στο χτύπημα του Χριστού. Αυτοί που Του ανοίγουν τη φάτνη της ψυχής τους, μέσα σ’ αυτή να γεννηθεί. Εμπρός λοιπόν αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί, μια φάτνη μάς ζητά ο Χριστός, καθαρή, θερμή και ταπεινή, μέσα σ’ αυτή να γεννηθεί. Εμείς τι θα κάνουμε; Θα Του τη στερήσουμε; Πιστεύω, όχι.