Ο Λοΐζος Πουργουρίδης αναπολεί τα χρόνια που του έλεγαν όμορφες ιστορίες και παραμύθια.

Έφυγαν τα αγαπημένα πρόσωπα που μας έλεγαν τα παραμύθια τότε που είμαστε μικροί, παππούδες γιαγιάδες, γονείς.
Τον χειμώνα γύρω από τη φωτιά και έξω η βροχή να δέρνει τα τζάμια, κι ο βοριάς να σφυρίζει μανιασμένα, το καλοκαίρι έξω στην αυλή, παρέα με τα αμέτρητα τα αστέρια, τους ακούγαμε να μας διηγούνται παραμύθια ατέλειωτα, που πολλές φορές τα έφτιαχναν οι ίδιοι και κάθε βράδυ περιμέναμε να ακούσουμε τη συνέχεια, με αγωνία, δράκοι, βασιλιάδες, μάγισσες, νεράιδες.
Εμείς τους ακούγαμε μαγεμένοι, ακόμα κι αν ήταν τα ίδια παραμύθια. Το αθώο παιδικό μυαλό μας έφτιαχνε εικόνες μαγικές κι οι ατελείωτες νύχτες του χειμώνα στο φως της λάμπας κι οι όμορφες νύχτες του καλοκαιριού, περνούσαν χωρίς να το καταλάβουμε.
Τώρα τα αγαπημένα πρόσωπα δεν υπάρχουν πια, έχουν γίνει ένα χαμόγελο σε μια φωτογραφία στον τοίχο για να μας θυμίζουν τις όμορφες στιγμές που περάσαμε μαζί. Δεν υπάρχει κανένας πια να μας λέει παραμύθια, τα παραμύθια τέλειωσαν… Τα μόνα παραμύθια που ακούμε τώρα, είναι από τους πολιτικούς, χρόνια τώρα τα ίδια και τα ίδια τους έχουμε βαρεθεί και αυτούς και τα παραμύθια τους.
Καθισμένοι τώρα μπροστά στην τηλεόραση, δίπλα στη σόμπα, παρακολουθούμε σιωπηλοί, όσοι παρακολουθούν τις φτηνές και ανούσιες σειρές, για να περάσουν οι ατέλειωτες νύχτες του χειμώνα, αναπολώντας τα παλιά. Αν υπάρχει και κανένας νεαρός εκεί, κρατά στο χέρι το τηλέφωνο, και παίζει παιχνίδια η στέλλει μηνύματα σε φίλους. Δύσκολοι οι καιροί τότε, αλλά είχαν τη μαγεία τους και προπαντός αυτές τις γιορτινές μέρες. Με πόση λαχτάρα τις περιμέναμε και τα δώρα τι ήταν; Ένα ζευγάρι κάλτσες ή κανένα ρούχο… πόση χαρά μας έδιναν. Τώρα έχουν γεμίσει οι τόποι με δώρα και παιχνίδια και τα παιδιά αφού παίξουν για λίγο, τα πετούν στην άκρη, δεν τα υπολογίζουν.