«Έξι του Γεννάρη Φώτα, τζιαι όπου θέλεις, λάμν’ αρώτα..!», συνήθιζε να λέγει η μακαριστή γιαγιά μου, η Άννα.
Υπάρχει και το γνωστό, που είχα ακούσει στην Ελλάδα, και υποτίθεται το λένε οι καλικάντζαροι: «Φεύγετε να φεύγουμε. Έρχεται ο τρελόπαπας, με την αγιαστούρα του και με τη μαγκούρα του».
Την παραμονή των Φώτων, θυμάμαι, στη θαλασσοφίλητη Κερύνεια μας, δεκαετία του ’60 με αρχές του ’70, θα περνούσε και από το αρχοντικό μας ο παπά-Κυπριανός, μαζί με τους δύο γιους του, Γεώργιο και Χρήστο, ως βοηθούς. Θα έμπαινε σε όλα ή σχεδόν όλα τα δωμάτια, για να καλαντίσει. Είπα σχεδόν όλα γιατί, στο δωμάτιο που έναντι συμβολικού ενοικίου φιλοξενούσαμε τον θείο-Ττοφή, δικηγόρο, πρώην διδάσκαλο και αριστερών πεποιθήσεων, όταν επιχειρούσε να εισέλθει με τον βασιλικό ανά χείρας και με τον αγιασμό για να ραντίσει, ο θείος το επέτρεπε βέβαια, από σεβασμό προς τον ιατρό πατέρα μου, αλλά αστειευόμενος έλεγε ψιθυριστά: «Α, ήρθε ο παπάς, να διώξει τα κακά δαιμόνια».
Ο πατήρ-Κυπριανός, καλοκάγαθος, και πάντα με ένα πλατύ καλόκαρδο χαμόγελο, που του έδινε μια μαγική, ωραία, αγγελική, εξώκοσμη ασκητική όψη, μια φορά τον άκουσε, και του λέγει θυμάμαι: «Ττοφή, Ττοφή. Είμεθα προσωρινοί σ’ αυτό τον μάταιο κόσμο. Λίγη πίστη, λίγη προσευχή κάνουν μόνο καλό, στην ψυχή που θα παραδώσουμε εις τον Κύριον».
Ο θείος-Ττοφής τον χαιρέτισε με ευγένεια και βγήκε από την κάμαρά του, χωρίς να απαντήσει. Ήταν ιδεολόγος της Αριστεράς, πραγματικός, όχι σαν κάτι σημερινούς… γιαλαντζί-αριστερούς. Αφού, για να αντιληφθείτε για τι γενναίο άνθρωπο μιλάμε, σας περιγράφω το εξής περιστατικό. Την επομένη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου ’74, τότε που οι μακαριακοί και διάφοροι του ΑΚΕΛ βρίσκονταν υπό διωγμόν, όταν πήγε η μητέρα μου και μάζεψε όλες τις εφημερίδες (Χαραυγή και Νέοι Καιροί) από το δωμάτιό του για να τις κάψει στην πίσω αυλή, φοβούμενη μήπως κανένας εοκαβητατζής τις βρει και μας κάνει κακό, εκείνος την επέπληξε. «Έλλη μου, εγώ δεν προδίδω τα πιστεύω μου, φοβούμενος αυτούς τους ηλίθιους, ανεγκέφαλους πραξικοπηματίες». Φυσικά, κανένας δεν τόλμησε να κάνει έρευνα στο αρχοντικό μας, διότι ο πατέρας μου ήταν μετριοπαθής, δεξιός μακαριακός, ιατρός-λοχαγός της Εθνικής Φρουράς.
Η καλή μου μητέρα ποτέ δεν τον άφηνε να φύγει με άδεια χέρια. Κουλούρια, γλυκά, καρύδια, ξεροτήανα, αλλά και ένα ποτήρι κόκκινο κρασί, για τον καλό μας ιερέα που λειτουργούσε στον ναό Αγ. Γεωργίου στην Πάνω Τζιερύνεια.
Για όλους είχε και από μια καλή συμβουλή, ο πατήρ-Κυπριανός. Μια φορά, θυμάμαι, αφού είχε ολοκληρώσει τον αγιασμό, φεύγοντας, εξερχόμενος της μπροστινής εισόδου του σπιτιού μας, συναντά τυχαία τον μακαριστό ιατρό, πατέρα μου, που με εκείνη τη μαύρη ιατρική τσάντα που κουβαλούσε πάντα γύριζε κουρασμένος στο σπίτι. Ήμουνα πίσω από τον γέροντα ιερέα και άκουσα τον διάλογο. Αφού αντάλλαξαν ευχές με ευγένεια και αγάπη, του λέγει: «Γιατρέ Μανωλάκη. Αχ, δεν σε βλέπω και πολύ τακτικά εις την εκκλησίαν. Αυτό με στενοχωρεί».
Για να του απαντήσει ο καλός μου πατερούλης: «Μήπως εγώ σε βλέπω συχνά στο ιατρείο μου, παπά μου; Αλλά, δεν σημαίνει ότι δεν σε εκτιμώ. Και ούτε άθεος είμαι, να ξέρεις».
«Αμοιβαία η εκτίμησις, Μανώλη, αλλά να φροντίζομεν και λίγο τη σωτηρία της ψυχής μας», ήταν η απάντηση του σεπτού ιερέα, που μετά τα γεγονότα του 1974 είχε πάει στην Έδεσσα, οικογενειακώς. Τον επισκεφτήκαμε, με τους γονείς μου, το Πάσχα του 1983. Όταν σπούδαζα στη Θεσσαλονίκη. Εκοιμήθη, νομίζω, το 2007 ή κάπου εκεί.
Αυτές είναι οι αναμνήσεις μου από τα ωραία εκείνα χρόνια στην ελεύθερη Κερύνεια.