Κάθε χρόνο η ανακοίνωση των αποτελεσμάτων των Παγκύπριων Εξετάσεων, αν και συνυφασμένη με την επιτυχία υποψηφίων να εξασφαλίσουν θέσεις στα δημόσια πανεπιστήμια της Κύπρου, ανοίγει πάντα κι ένα άλλο κεφάλαιο για συζήτηση, και δη, πολύ ενδιαφέρον. Αυτό των μέσων όρων των διαφόρων μαθημάτων καθώς μέσα από αυτά τα αριθμητικά στοιχεία αποτυπώνεται η εικόνα των μαθησιακών αποτελεσμάτων κι ενδεχομένως σημεία και κενά, τα οποία χρήζουν προσοχής.

Η αλήθεια είναι ότι διαχρονικά η συζήτηση εστιάζεται κυρίως στα Νέα Ελληνικά. Κι αυτό διότι πρόκειται για το μάθημα της μητρικής μας γλώσσας – παρά το γεγονός ότι στις εξετάσεις συμμετέχουν και μαθητές με μεταναστευτική βιογραφία – καθώς επίσης διότι αφορά μάθημα πέραν της στεγνής γνώσης και έκφρασης, κριτικής σκέψης αλλά και ικανότητας διατύπωσης στο γραπτό λόγο. Τα αποτελέσματα των τελευταίων ετών είναι αρνητικά προκαλώντας προβληματισμό. Για χρόνια ο μέσος όρος του μαθήματος δεν ήταν καν κατορθωτό να αγγίξει τη βάση του «10», παρά το γεγονός ότι η πλειονότητα των υποψηφίων δήλωνε ικανοποιημένη από το εξεταστικό δοκίμιο.

Μέσα σε αυτό το σκηνικό αναζητούνταν κάθε χρόνο οι αιτίες. Γιατί οι μαθητές δεν μπορούν να αποδώσουν; Γιατί το μάθημα να μην έχει τα αναμενόμενα αποτελέσματα; Τι φταίει; Η διδασκαλία, ο τρόπος διδασκαλίας ή μήπως το περιεχόμενο; Μπορεί, άραγε, να γίνει κάτι; Αυτά και πολλά άλλα ερωτήματα βασάνιζαν αρμόδιους και μη, και κάθε χρόνο απασχολούσαν τα ΜΜΕ. Μέχρι και για ανάγκη εργαστηριοποίησης του μαθήματος των Νέων Ελληνικών είχαμε ακούσει πριν από χρόνια, με τους εκπαιδευτικούς να θεωρούν ότι κάτι τέτοιο θα βοηθούσε αισθητά.

Πέραν όμως των αιτιών και των ερωτημάτων υπήρχαν κάθε χρόνο, και συγκεκριμένα μέχρι το 2021, και ανάλογες εξηγήσεις και δικαιολογίες. Μία από αυτές ήταν και η συμμετοχή στις Παγκύπριες Εξετάσεις όλων ανεξαιρέτως των μαθητών, κι εκείνων που ενδιαφέρονταν μεν για πρόσβαση σε κάποιο πανεπιστήμιο καθώς κι εκείνων που απλώς ήθελαν να πάρουν το απολυτήριο τους από το σχολείο. Αυτοί οι μαθητές χαρακτηρίζονταν κάποτε και ως «αδιάφοροι», σε μια προσπάθεια να εμπεδοθεί στην κοινή γνώμη ότι έριχναν το μέσο όρο του μαθήματος καθώς αρκετοί από αυτούς έδιναν λευκή κόλλα.

Η εξήγηση αυτή έπαψε να ισχύει από πέρσι, αφού το 2022 οι Παγκύπριες Εξετάσεις διαχωρίστηκαν. Αφορούν αποκλειστικά και μόνο την πρόσβαση σε πανεπιστήμια κι επομένως όσοι συμμετέχουν σε αυτές από πέρσι γνωρίζουν ότι ο ανταγωνισμός είναι πολύ μεγάλος. Κι ενώ θα ανέμενε κανείς αισθητή βελτίωση τα τελευταία δύο χρόνια στο μέσο όρο του μαθήματος καθώς οι «αδιάφοροι» βγήκαν από τη… δεξαμενή, εντούτοις, πέραν από μία πολύ μικρή αχτίδα φωτός, τα δεδομένα μας δεν άλλαξαν. Ο περσινός μέσος όρος του μαθήματος ήταν 10,9 και ο φετινός 10,38. Το 2021, τελευταία χρονιά που στις Παγκύπριες Εξετάσεις παρακάθονταν όλοι οι μαθητές, ο μέσος όρος των Νέων Ελληνικών ήταν 9,6.

Οι μέσοι όροι τα τελευταία πέντε χρόνια σε Ελληνικά και Μαθηματικά

Σημειώνεται ότι πέραν των Νέων Ελληνικών, και στα Μαθηματικά υπάρχει πρόβλημα. Υπενθυμίζεται ότι πρόσφατα ακαδημαϊκοί και άλλοι αρμόδιοι στον κλάδο των Μαθηματικών, εξέφρασαν επίσημα τη θέση ότι τα Αναλυτικά Προγράμματα του μαθήματος χρήζουν άμεσων αλλαγών.

Η εικόνα καταδεικνύει ότι υπάρχει πρόβλημα

Υπουργός Παιδείας: Επιχειρούνται αλλαγές στα Αναλυτικά Προγράμματα ούτως ώστε να επέλθουν και οι απαραίτητες βελτιώσεις

Κληθείσα να σχολιάσει το θέμα η υπουργός Παιδείας, Αθηνά Μιχαηλίδου, ανέφερε στον «Φ», ότι αν και δεν μπορούν ακόμη να εξαχθούν ασφαλή συμπεράσματα καθώς είναι μόλις η δεύτερη χρονιά του διαχωρισμού των εξετάσεων, ωστόσο η εικόνα καταδεικνύει ότι υπάρχει πρόβλημα, το οποίο πρέπει να αντιμετωπιστεί. Επιπλέον, η κ. Μιχαηλίδου επεσήμανε ότι καταρρίπτεται και ο μύθος ότι για τα αποτελέσματα έφταιγαν κάποιοι μαθητές, τονίζοντας ότι τώρα επιχειρούνται συγκεκριμένες αλλαγές και επεμβάσεις στα Αναλυτικά Προγράμματα ούτως ώστε να επέλθουν και οι απαραίτητες βελτιώσεις. Η αρμόδια υπουργός μίλησε για θέματα ύλης και τρόπου διδασκαλίας ενώ παράλληλα ανέφερε ότι τον Σεπτέμβρη θα εξαγγείλει συγκεκριμένες δράσεις, οι οποίες στοχεύουν στην ενδυνάμωση της ελληνικής γλώσσας για όλους τους μαθητές.

Από πλευράς του ο πρόεδρος των φιλολόγων, Δημήτρης Ταλιαδώρος, ανέφερε ότι το επίπεδο και η γνώση της μητρικής γλώσσας δεν αποτυπώνεται μόνο στο μάθημα των Νέων Ελληνικών αλλά και στην Ιστορία, καθώς κι εκεί διαπιστώνεται το επίπεδο επάρκειας των μαθητών. «Σίγουρα δεν είμαστε χαρούμενοι με αυτά τα αποτελέσματα στη μητρική μας γλώσσα», επεσήμανε ο κ. Ταλιαδώρος, προσθέτοντας ότι για ακόμη μια χρονιά έχει χτυπήσει το καμπανάκι ότι υπάρχει γλωσσικό πρόβλημα. Παράλληλα, ανέφερε ότι δεν πρέπει να μας διαφεύγει και το γεγονός ότι η γλωσσική βελτίωση των Νέων Ελληνικών έχει σχέση και με τη διδασκαλία των Αρχαίων Ελληνικών, τα οποία δεν πρέπει να θεωρούνται από κάποιους ως «νεκρή γλώσσα».