Εντάξει, μας χτύπησαν διαδοχικές κρίσεις, από το οικονομικό κραχ μέχρι την πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία, κι επηρέασαν βάρβαρα την ποιότητα ζωής μας, και προπάντων την ανάγκη για στέγαση. Αλλά, μήπως δεν φταίνε μόνο οι διεθνείς κρίσεις για το ότι σήμερα δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι είναι αδύνατο των αδυνάτων να αποκτήσουν κατοικία; Στα ύψη το κόστος για απόκτηση ιδιόκτητης στέγης, αλλά και τα ενοίκια αδιανόητα πλέον.

Είδαμε χτες εκστρατεία του ΑΚΕΛ και προτάσεις για μια στεγαστική πολιτική «από μέρους του κράτους με στρατηγικό προσανατολισμό την υποβοήθηση των μικρομεσαίων στρωμάτων, των νέων ζευγαριών και των ευάλωτων ομάδων να αποκτήσουν στέγη». Κάποιες προτάσεις, ειδικά για τη Λεμεσό, είναι ενδιαφέρουσες (ανέγερση 600 κατοικιών στην περιοχή Αγίου Νικολάου και Αγίου Ιωάννη, ανέγερσης 500 φοιτητικών εστιών στον Οικισμό Βερεγγάρια στα Πολεμίδια), αλλά το πρόβλημα είναι πολύ βαθύτερο και ιδίως πολύ επείγον για να αντιμετωπιστεί με 600 φτηνές κατοικίες ή με «αξιοποίηση αδρανούντος οικιστικού δυναμικού στις πόλεις και τα χωριά».

Καλά κάνει το ΑΚΕΛ να πιέζει, θα έπρεπε άλλωστε να πρωτοστατεί σε αυτό, αλλά δεν είναι η απουσία στεγαστικής πολιτικής του κράτους που έκανε άλυτο το πρόβλημα. «Η κυβέρνηση του ΔΗΣΥ, στα δέκα χρόνια της διακυβέρνησής της, ποτέ δεν επένδυσε ουσιαστικά σε πολιτικές στέγασης», λέει ο Στέφανος Στεφάνου, και μπορεί να έχει δίκαιο. Αλλά, δεν είναι η στεγαστική πολιτική της προηγούμενης κυβέρνησης το πρόβλημα είναι η απουσία οράματος και σχεδιασμού όλων των κυβερνήσεων.
Για παράδειγμα όταν όλες οι κυβερνήσεις επένδυαν στην ανάπτυξη των πανεπιστημίων, χρειαζόταν να μελετήσουν και τις συνέπειες και να οργανωθούν για να τις αντιμετωπίσουν προς όφελος των πολιτών. Πετύχαμε την ανάπτυξη της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, προσελκύσαμε και ξένους φοιτητές, αλλά οι χιλιάδες φοιτητές χρειάζονται στέγη. Σήμερα, σου έρχεται ο ουρανός σφοντύλι όταν ακούς τα ενοίκια στις περιοχές των πανεπιστημίων (και είναι μικρές οι πόλεις μας, άρα σχεδόν όλες είναι περιοχές πανεπιστημίων).

Όλες οι κυβερνήσεις, επίσης, επένδυαν στην προσέλκυση ξένων εταιρειών – γιγάντων, οι οποίες ήρθαν αλλά έφεραν μαζί τους χιλιάδες ξένους εργαζόμενους οι οποίοι χρειάζονται κι αυτοί στέγη. Οι μισθοί τους, τους επιτρέπουν να πληρώνουν τεράστια ενοίκια, αλλά οι δικοί μας μισθοί είναι καθηλωμένοι και δυσανάλογοι.

Είναι και πολλά άλλα, φυσικά, όπως το «επενδυτικό πρόγραμμα» των χρυσών διαβατηρίων και των πύργων, αλλά προπάντων είναι και οι εκποιήσεις. Τα ακίνητα που μάζεψαν οι τράπεζες και οι εταιρείες που αγόρασαν τα δάνεια – πακέτα, πώς επηρεάζουν την αγορά ακινήτων; Και πώς επηρεάζουν όσους έμειναν και θα μείνουν άστεγοι; Τα μελέτησαν αυτά όταν ψήφιζαν νόμους για να δώσουν «ευκολίες» στις τράπεζες και να ρίχνουν τα κακά της μοίρας μας στους δήθεν «στρατηγικούς κακοπληρωτές»;
Αν είχαν όραμα και προγραμματισμό οι κυβερνήσεις (όλες οι κυβερνήσεις, ξαναλέω), η Βουλή και τα κόμματα, θα είχαν οργανωθεί πριν έρθουν να μας πλακώσουν οι εξελίξεις. Τώρα, καληνύχτα Μαργαρίτα, που λέει κι ο Χατζής.

Να πω ένα παράδειγμα μόνο. Έκαναν οι κυβερνήσεις καμιά σοβαρή επένδυση στα χωριά γύρω από τις πόλεις ώστε να πεισθούν οικογένειες να κατοικήσουν εκεί αντί μέσα στις πόλεις; Υπήρξαν κατά καιρούς κάποιες χορηγίες για ακριτικές περιοχές ή για ορεινές περιοχές (να βάζουν ηλιακούς θερμοσίφωνες!), αλλά υπάρχουν χωριά σε μικρές αποστάσεις από τις πόλεις, που δεν είναι ηλιακούς που χρειάζονται, αλλά υποδομές. Δρόμους, πάρκα, σχολεία, νηπιαγωγεία, φροντιστήρια, χώρους απασχόλησης των νέων και των μεγαλύτερων, μηχανικούς, κομμωτήρια, καταστήματα, όσα χρειάζεται μια κοινωνία για να δραστηριοποιείται με κάποια επάρκεια.


Φυσικά δεν θα τα κάνει όλα το κράτος, αλλά μπορεί το κράτος να προσφέρει κίνητρα ή και γη (τι στο καλό την κάνει το κράτος τη χαλίτικη γη;) σε όσους θα μπορούσαν να τα κάνουν. Ακόμα και σε εργολάβους που θα έκτιζαν κατοικίες ή καταστήματα εκτός πόλεων, με συμφωνίες για χαμηλές τιμές πώλησης ή ενοικίασης. Ακόμα και σε επαγγελματίες που θα πήγαιναν σε αυτά τα χωριά να προσφέρουν υπηρεσίες. Αλλά, όλα αυτά χρειάζονται χρόνια για να έχουν αποτέλεσμα. Όχι τώρα, που φτάσαμε στο δεν πάει άλλο και δεν έχουμε χρόνο να οργανωθούμε.