Πρωτοποριακή μελέτη χρησιμοποιώντας τη μέθοδο της Υγρής Βιοψίας, για την έγκαιρη διάγνωση σωματικών μεταλλάξεων και ποσοτικών αλλαγών εξαιτίας χρωμοσωμικών ανωμαλιών στο κυκλοφορούν καρκινικό DNA, παρουσίασε σε διεθνές επιστημονικό συνέδριο στις Ηνωμένες Πολιτείες η συμπατριώτισσά μας Μαρία Νεοφύτου. Μιλώντας στον «Φ» ανέφερε ενδεικτικά ότι «η ανίχνευση μεταλλάξεων στο κυκλοφορούν καρκινικό DNA (ctDNA) είναι μία σχετικά νέα προσέγγιση και παρέχει πλέον τη δυνατότητα να ανιχνευθούν όχι μόνο ουρολογικοί αλλά και μη ουρολογικοί συμπαγείς όγκοι, με έναν πραγματικά μη επεμβατικό τρόπο, με μία απλή εξέταση ούρων ή αίματος».

Η ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα μελέτη της, η οποία συμβάλλει στη διαμόρφωση ενός «νέου πλαισίου» στη μάχη κατά του καρκίνου, παρουσιάστηκε στο 12ο CNAPs (Circulating Nucleic Acid Conference) στο Σαν Φρανσίσκο, που πραγματοποιήθηκε από τις 16 έως τις 18 Μαΐου. Η δρ Νεοφύτου είναι ανώτερη μεταδιδακτορική ερευνήτρια στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ και ειδικότερα στο φημισμένο εργαστήριο Rosenfeld, το οποίο χρηματοδοτείται από το Cancer Research UK Cambridge Institute (θεωρείται ο μεγαλύτερος ανεξάρτητος ερευνητικός οργανισμός στον κόσμο όσον αφορά την έρευνα για τον καρκίνο). 

Η επιστημονική εργασία τής Κύπριας ερευνήτριας και της ομάδας Rosenfeld επικεντρώνεται στην ανάπτυξη νέων μεθόδων που βασίζονται στην Υγρή Βιοψία για την έγκαιρη διάγνωση του καρκίνου, για την παρακολούθηση της νόσου, καθώς και για τη βελτιωμένη φροντίδα των καρκινοπαθών μέσω εξατομικευμένης θεραπείας. Τα βασικά στοιχεία της έρευνας στηρίζονται στη φιλοσοφία της πρώιμης μοριακής διάγνωσης του καρκίνου, χρησιμοποιώντας νουκλεϊκά οξέα στο πλάσμα και στα ούρα που προέρχονται από νεκρά καρκινικά κύτταρα. 

Με την ευκαιρία της συμμετοχής της στο συνέδριο και της παρουσίασης της σημαντικής αυτής έρευνας, που αναμένεται να συντείνει στην περαιτέρω ανάπτυξη και εδραίωση των πλεονεκτημάτων που προσφέρουν οι υγρές βιοψίες, η δρ Νεοφύτου παραχώρησε συνέντευξη στην εφημερίδα μας, τονίζοντας ότι «ο καρκίνος πρέπει να χαρακτηριστεί όχι μόνο ως ιάσιμη ασθένεια, αλλά ως μία ασθένεια που μπορεί να προληφθεί. Μεταξύ αυτών των υποσχόμενων διαγνωστικών εξετάσεων είναι οι βιοδείκτες Υγρής Βιοψίας, όπως το κυκλοφορούν καρκινικό DNA για έγκαιρη διάγνωση πρώιμων όγκων».

– Τι είναι η Υγρή Βιοψία;

– Η Υγρή Βιοψία αποτελεί μία εναλλακτική μέθοδο στην επεμβατική βιοψία καρκινικού ιστού και στην ιστολογική εκτίμηση αυτού. Πρόκειται για διαφορετικά σωματικά υγρά, όπως το πλάσμα που απομονώνεται από το αίμα, τα ούρα και το εγκεφαλονωτιαίο υγρό, που περιέχουν θραύσματα DNA και τα οποία προέρχονται από νεκρά καρκινικά κύτταρα. Εφαρμόζοντας λοιπόν εξαιρετικά ευαίσθητες, νέες γονιδιωματικές τεχνολογίες, όπως η Αλληλουχία Επόμενης Γενιάς (NGS), μπορούμε να εξαγάγουμε πληροφορίες από αυτά τα θραύσματα που προέρχονται από όγκους, γνωστά ως κυκλοφορούντος DNA όγκου (ctDNA). Το ctDNA μπορεί να έχει χρησιμότητα σχεδόν σε κάθε στάδιο της διαχείρισης της υγείας των καρκινοπαθών, συμπεριλαμβανομένης της διάγνωσης, της μη-επεμβατικής μεθόδου για «μοριακό προφίλ» του όγκου, της παρακολούθησης κατά τη διάρκεια της θεραπείας και της αναγνώρισης νέων μεταλλάξεων.

– Ποιες είναι οι τρέχουσες προκλήσεις στη συμβατική διάγνωση του καρκίνου;

– Οι τρέχουσες μέθοδοι για τη διάγνωση του καρκίνου είναι περιορισμένες όσον αφορά τη διάγνωση στα πολύ αρχικά στάδια της νόσου, πριν ακόμα τα συμπτώματα εμφανιστούν. Οι καρκινικοί δείκτες, όπως για παράδειγμα το PSA όπου χρησιμοποιείται ως δείκτης καρκινώματος του προστάτη, δυστυχώς δεν διαθέτει ικανοποιητική ευαισθησία και ειδικότητα για να χρησιμοποιείται μόνο του ως δείκτης καρκίνου του προστάτη ή μη. Οι επεμβατικές βιοψίες όγκου δίνουν μόνο ένα συγκεκριμένο στιγμιότυπο γονιδιωματικών αλλαγών από τον ιστό, αλλά δεν μπορούν να χρησιμοποιηθούν επανειλημμένα και συχνά, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις ο καρκινικός ιστός δεν είναι καν προσβάσιμος για βιοψία. Επομένως, μέθοδοι που βασίζονται στην μελέτη του ctDNA από μία ανώδυνη αιμοληψία είτε από τη συλλογή ούρων μπορούν να συμβάλουν καλύτερα στη φροντίδα του ασθενή και της παρακολούθησης της νόσου.

– Ποιο είναι το καινούργιο στοιχείο πάνω στο οποίο στηρίζεται η έρευνά σας; 

– Η ομάδα μας ανέπτυξε ένα νέο (αυτοματοποιημένο) τεστ Υγρής Βιοψίας που ανιχνεύει ένα σήμα καρκίνου στα ούρα και στο πλάσμα του αίματος. Το ctDNA στα ούρα μελετάται όλο και περισσότερο ως εναλλακτική λύση του πλάσματος, με σκοπό την παρακολούθηση τόσο των ουρολογικών ασθενειών όσο και των μη ουρολογικών καρκίνων. Η ανάλυση ούρων προσφέρει τη δυνατότητα για εντελώς μη επεμβατική υγρή βιοψία και με μεγαλύτερο όγκο δείγματος. Ωστόσο, η συγκέντρωση του DNA είναι χαμηλή και έτσι συχνά απαιτούνται όγκοι ούρων 50-100 mL ώστε αυτό να αντισταθμιστεί. Σε αυτή τη μελέτη, αναλύθηκαν δείγματα ούρων από δέκα ασθενείς με ουρολογική νόσο, πέντε ασθενείς με καρκίνο της ουροδόχου κύστης και πέντε ασθενείς με καρκίνο του προστάτη. Συλλέξαμε επίσης δείγματα ούρων από υγιείς δότες n=10. Η νέα ανεπτυγμένη ανάλυση μπόρεσε να ανιχνεύσει σήμα ctDNA με συγκεκριμένες χρωμοσωμικές αλλαγές (ελλείμματα, διπλασιασμούς) σε όλους τους ασθενείς με καρκίνο και κανένα στα ούρα από υγιείς εθελοντές (controls).

Όσον αφορά την ανάλυση αίματος, συλλέχθηκαν δείγματα από γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών. Τα δέκα δείγματα πλάσματος εξετάστηκαν από γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών, εντοπίζοντας συγκεκριμένα υψηλού βαθμού ορώδες καρκίνωμα (High-Grade Serous Ovarian Cancer – HGSOC). Το τεστ χρησιμοποιεί τεχνολογία Υγρής Βιοψίας που βασίζεται σε NGS για την ανίχνευση σωματικών χρωμοσωμικών αλλοιώσεων. Το HGSOC έχει μεγάλη σημασία μεταξύ των γυναικολογικών καρκίνων, καθώς η επιβίωση παραμένει αμετάβλητη τα τελευταία 20 χρόνια. Οι ερευνητές προτείνουν ότι, αυτές οι εξετάσεις θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν από τους ιατρούς ογκολόγους για την παρακολούθηση ασθενών υψηλού κινδύνου, κάτι που είναι πιο βολικό σε σχέση με τη βιοψία, η οποία είναι τυπική επεμβατική μέθοδος.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

– Τι αναμένεται να ακολουθήσει;

– Επί του παρόντος, η ομάδα μας στρατολογεί γυναίκες για μία μελέτη έγκαιρης ανίχνευσης καρκίνου που ονομάζεται “BrOvED” (Breast and Ovarian Early Detection). Συμμετέχουν γυναίκες ηλικίας 50 ετών και άνω, χωρίς διάγνωση καρκίνου, σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο και συλλέγεται αίμα με την προοπτική για ανάλυση ctDNA. Μέχρι στιγμής, έχουν συλλεχθεί περισσότερα από 2000 δείγματα από γυναίκες με υψηλό κίνδυνο ανάπτυξης καρκίνου του μαστού και των ωοθηκών με στόχο την εφαρμογή αυτής της ανάλυσης για την πρώιμη ανίχνευση του καρκίνου και τον χαρακτηρισμό του όγκου.

Ανίχνευση και πρόληψη πολύ νωρίτερα

– Με βάση τα έως τώρα αποτελέσματα της έρευνάς σας και λαμβάνοντας υπόψη όλες τις εξελίξεις που έχουν σημειωθεί για την καταπολέμηση του καρκίνου, πιστεύετε ότι υπάρχουν πλέον οι δυνατότητες ώστε μέσα στα επόμενα λίγα χρόνια να συμβεί το «θαύμα» που προσμένει η ανθρωπότητα για τη «λύτρωση» απ’ αυτή την ασθένεια;   

– Η πραγματικότητα είναι ότι ποτέ δεν θα μπορέσουμε να εκλείψουμε τον καρκίνο και, δυστυχώς, σύμφωνα με παγκόσμιες μελέτες, τα ποσοστά καρκίνων αυξάνονται ανά τον κόσμο, λόγω και της αύξησης του μέσου όρου ζωής. Η λύση βρίσκεται κάπου μεταξύ της έγκαιρης πρόληψης και των εξατομικευμένων θεραπειών. Οι έρευνες δείχνουν επίσης ότι τουλάχιστον οι μισές από τις περιπτώσεις καρκίνου θα μπορούσαν να προληφθούν με την εφαρμογή όσων ήδη γνωρίζουμε (δηλαδή, τη μείωση του καπνίσματος, της παχυσαρκίας και της καθιστικής ζωής). Το άλλο μισό των περιπτώσεων καρκίνου (συμπεριλαμβανομένων των συχνά θανατηφόρων τύπων, που, συνήθως διαγιγνώσκονται πολύ αργά, όπως οι όγκοι των ωοθηκών, του παγκρέατος και του εγκεφάλου) θα μπορούσαν να ανιχνευθούν και ενδεχομένως να προληφθούν πολύ νωρίτερα, με υποσχόμενες διαγνωστικές τεχνολογίες εάν υπήρχε η κρατική υποστήριξη στην έρευνα, αλλά και η αναγκαία και έγκαιρη ενημέρωση.

Με απλά λόγια, ο καρκίνος πρέπει να χαρακτηριστεί όχι μόνο ως ιάσιμη ασθένεια, αλλά ως μία ασθένεια που μπορεί να προληφθεί. Μεταξύ αυτών των υποσχόμενων διαγνωστικών εξετάσεων είναι και το ctDNA για έγκαιρη διάγνωση πρώιμων όγκων. Πιστεύω ακράδαντα ότι είναι θέμα μόνο μερικών χρόνων να εξελίξουμε την τεχνολογία που έχουμε στα χέρια μας, ώστε οι εξετάσεις προσυμπτωματικού ελέγχου να ανιχνεύουν καρκινικά μόρια στο αίμα που θα υποδηλώνουν ότι ο ασθενής βρίσκεται στα πολύ αρχικά στάδια, πριν να εντοπιστεί σε έναν υπέρηχο. 

– Με βάση και τα συμπεράσματα της έρευνάς σας, ποιες είναι οι προοπτικές που διαγράφονται όσον αφορά τον ρόλο του ελεύθερου DNA στην ογκολογία;

– Δεδομένων των όσων παρουσιάστηκαν κατά το πρόσφατο συνέδριο στο Σαν Φρανσίσκο, που σχετίζονται με το ctDNA, βλέπουμε ότι στους ασθενείς που έλαβαν θεραπεία (π.χ αφαίρεσης όγκου), με αρνητικά αποτελέσματα στην παρουσία ελεύθερου καρκινικού DNA στο αίμα, είναι ευνοϊκότερα σε σύγκριση με ασθενείς που σχετίζονται με ανιχνεύσιμο ctDNA στο αίμα τους. Το επόμενο βήμα αφορά την ενημέρωση του ιατρού ογκολόγου και με βάση αυτές τις πληροφορίες να παρεμβαίνει ώστε να προτείνει πρόσθετη θεραπεία μόνο όπου χρειάζεται, δηλαδή στους ασθενείς που ανιχνεύτηκε ελεύθερο καρκινικό DNA. Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει τη χορήγηση επικουρικής θεραπείας σε ασθενείς με υψηλό κίνδυνο, μετά την οριστική θεραπεία ή μπορεί και να περιλαμβάνει εντατικοποίηση της θεραπείας για κάποιους ασθενείς. Το μήνυμα είναι ότι υπάρχει μία αυξανόμενη τάση ότι το ctDNA θα παρέχει επιπρόσθετες πληροφορίες για το γενετικό προφίλ του όγκου που θα χρησιμοποιούμε ώστε να σκεφτούμε πώς θα προσαρμόζουμε τις θεραπείες στον κάθε ασθενή και ιδιαίτερα για την στενή παρακολούθηση της προόδου της νόσου και της εξέλιξης του όγκου. 

Η έγκαιρη διάγνωση βελτιώνει τη θεραπεία 

– Το πιο συνηθισμένο ερώτημα που προκύπτει στις συζητήσεις για τον καρκίνο είναι: γιατί έχει μεγάλη σημασία η έγκαιρη ανίχνευση;

– Πολλοί τύποι καρκίνου ανιχνεύονται σε προχωρημένο στάδιο, όταν οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες και η πρόγνωση είναι κακή. Η έγκαιρη ανίχνευση και διάγνωση του καρκίνου μπορεί να βελτιώσει σημαντικά τις προοπτικές για τη θεραπεία και την επιβίωση του ασθενούς. Αυτή η προσέγγιση όμως συνοδεύεται και από προκλήσεις, συμπεριλαμβανομένης της πιθανότητας (σε μερικές περιπτώσεις) της υπερδιάγνωσης και της υπερθεραπείας. Έτσι, είναι σημαντικό οι μέθοδοι που χρησιμοποιούνται κλινικά να διαθέτουν ικανοποιητική ευαισθησία και ειδικότητα.

«Ξεκίνησα από το Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής»

– Η επιλογή του συγκεκριμένου επιστημονικού κλάδου ήταν συνειδητή ή συγκυρία γεγονότων και σπουδαστικής εξέλιξης;

– Η πρώτη μου επαφή με την ανθρώπινη γενετική ήταν στο Ινστιτούτο Νευρολογίας και Γενετικής στην Κύπρο, στα 16 μου χρόνια, όπου κοιτάζοντας κάτω από το μικροσκόπιο για πρώτη φορά έβλεπα τα χρωμοσώματα. Όταν τελείωσα τις πτυχιακές και μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Αγγλία, επέστρεψα στην Κύπρο για να φοιτήσω στη Σχολή Μοριακής Γενετικής του Ινστιτούτου Νευρολογίας και Γενετικής, όπου ήταν και η πρώτη χρονιά ίδρυσής της. Τελειώνοντας το διδακτορικό κάτω από την επίβλεψη του καθηγητή Φίλιππου Πατσαλή, συνειδητοποίησα ότι ήθελα να κάνω ακαδημαϊκή καριέρα. Ο κλάδος της γεννητικής με ειδικότητα στην Υγρή Βιοψία ήταν αρκετά περιορισμένος στη Κύπρο, κυρίως στο τμήμα όπου ήδη φοιτούσα, οπότε έπρεπε να συνεχίσω για μεταδιδακτορικό στο εξωτερικό αν ήθελα να εμπλουτίσω τις γνώσεις μου και να μάθω καινούργιες τεχνικές. Εκείνη την περίοδο είχα το πρώτο μου μεγάλο δίλημμα. Αν, δηλαδή, θα έφευγα από τη Κύπρο στα 27 μου χρόνια, ενώ συνομήλικοι και συμφοιτητές μου άρχιζαν να δημιουργούν οικογένεια. 

Κοιτάζοντας πίσω, αυτή η απόφαση απαιτούσε πραγματική δύναμη ψυχής. Η απόφαση αυτή αναμφίβολα μού άνοιξε πόρτες. Είχα την ευκαιρία να συμμετάσχω σε ομαδικές έρευνες, αλλά και να παρουσιάσω την προσωπική μου δουλειά σε ευρωπαϊκά και διεθνή συνέδρια, όπως στην Αμβέρσα το 2018, στο Σαν Φρανσίσκο τον περασμένο Μάιο και συνάμα να εργαστώ σαν μεταδιδακτορική φοιτήτρια στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και έπειτα στο Κέιμπριτζ. Η επιστημονική έρευνα, ειδικά σε έναν κλάδο τόσο γρήγορα εξελισσόμενο και ανταγωνιστικό, απαιτεί μεγάλη επιμονή, μεθοδικότητα, προσήλωση στον στόχο και πίστη στον εαυτό σου. Κάποιες φορές χρειάζεται και υπερβολικό πείσμα, όπως όταν τρέχεις σε μαραθώνιο.

– Ο τόπος, η οικογένεια, τα μαθητικά χρόνια στη Λεμεσό πώς επηρέασαν την πορεία σας προς τη μάθηση, την ανθρώπινη υγεία και την κοινωνική προσφορά; 

– Νομίζω ότι η οικογένειά μου διαδραμάτισε πρωταρχικό ρόλο σ’ αυτή την ιστορία. Ο πατέρας μου είναι γιατρός. Αν και θα ακουστεί αρκετά τετριμμένο, βλέποντας έναν άνθρωπο να πηγαίνει με όρεξη κάθε μέρα στη «δουλειά» και την απεριόριστη αγάπη και εκτίμηση που έπαιρνε από τον κόσμο, ήξερα πάντα ότι ήθελα να έχω ένα επάγγελμα που θα μπορούσα να συνεισφέρω στον άνθρωπο. Σε όλη μου την παιδική ηλικία αυτό που θυμάμαι είναι ότι όταν δίνεις σε αυτούς που χρειάζονται είναι η μεγαλύτερη πράξη ανθρωπιάς. Αυτό προσπαθώ συνεχώς να μη μένει μόνο στα λόγια, αλλά να γίνεται καθημερινή πράξη με το να κάνω μεταφραστική έρευνα στον καρκίνο. Η δουλειά ενός ερευνητή είναι επίπονη, όμως η ανταμοιβή που έρχεται όταν τα αποτελέσματα της έρευνας βγαίνουν στην επιφάνεια και μπορούν όντος να συνεισφέρουν στον άνθρωπο είναι το σημαντικότερο κίνητρο για να συνεχίσει κάποιος την προσπάθεια.

ΣΤΟΧΟΣ Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

– Σκέφτεστε την προοπτική για επιστροφή στην Κύπρο;

– Ναι, η επιστροφή στην Κύπρο είναι στους στόχους μου και όταν παρουσιαστεί η κατάλληλη ευκαιρία (είτε σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον είτε σε ένα ερευνητικό Ινστιτούτο) θα ήθελα να συνεχίσω την ακαδημαϊκή πορεία και να συνεισφέρω στον τόπο μου.