Σοβαρές αιχμές για τον χειρισμό του συστήματος απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων στις Κεντρικές Φυλακές από την Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία, αφήνει σε έκθεσή της η Ελεγκτική Υπηρεσία.

Έργο αξίας €1.202.714 + ΦΠΑ που έπρεπε να παραδοθεί σε μόλις έξι εβδομάδες αφού είχε κριθεί υψίστης ασφαλείας για τον χώρο εγκατάστασής του, «παραλήφθηκε τελικά με καθυστέρηση 21 μηνών, λόγω των αποκλίσεων που παρουσίαζε το σύστημα κατά την παραλαβή του, καθώς και λόγω κακής διαχείρισης της σύμβασης εκ μέρους της Ηλεκτρομηχανολογικής Υπηρεσίας». Επίσης, αναφέρεται στην έκθεση, μόλις 16 μήνες μετά την παραλαβή του, προέκυψε ανάγκη αναβάθμισής του, με επιπρόσθετο κόστος €741.596 + ΦΠΑ. Όπως σημειώνεται, ο συμβατικός χρόνος εκτέλεσής της παρήλθε, χωρίς να είχε εκτελεστεί μέχρι την ετοιμασία της παρούσας έκθεσης.

Η έκθεση επιβεβαιώνει, επίσης, το θέμα των παρεμβολών στην κινητή τηλεφωνία της περιοχής γύρω από τον χώρο των Φυλακών, που είχαν παρουσιαστεί κατά τη δοκιμαστική λειτουργία του συστήματος, αναφέροντας πως η Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία «ισχυρίστηκε ότι αυτές οφείλονταν σε τεχνική αστοχία του συστήματος».

Σημειώνεται παράλληλα στην Έκθεση, πως ενώ η Επιτροπή Παραλαβής, ενόψει του γεγονότος ότι το σύστημα εξακολουθούσε να παρουσιάζει ουσιώδεις αποκλίσεις από τις τεχνικές προδιαγραφές, εξέδωσε τον Φεβρουάριο του 2020 Πιστοποιητικό Απόρριψης, με εισήγηση να μην παραληφθεί το έργο, ωστόσο, τον Απρίλιο του 2020, μετά από αίτημα το οποίο είχε υποβάλει ο ανάδοχος, η ΤΕΑΑ (Τεχνική Επιτροπή) εισηγήθηκε στην ΚΕΑΑ παράταση στην ημερομηνία παραλαβής του έργου. Η ΚΕΑΑ υπέδειξε ότι δεν παραχωρείτο παράταση χρόνου, χωρίς αποζημίωση. Τελικά, το σύστημα παραλήφθηκε τον Ιούλιο του 2020, με καθυστέρηση πέραν των 21 μηνών και τον Οκτώβριο του 2020 εγκρίθηκε από την ΚΕΑΑ η αποκοπή συνολικής ρήτρας καθυστέρησης ύψους €130.000, τα οποία ωστόσο, στη συνέχεια επιστράφηκαν στον ανάδοχο (€100.000 αφού είχε εκτελέσει τις εργασίες που εκκρεμούσαν) και πληρωμή €30.000 στον ανάδοχο για επιπρόσθετες εργασίες.

Καθυστέρηση, επίσης, παρατηρείται και στην αναβάθμιση του έργου το οποίο πήρε παράταση μέχρι τον Οκτώβριο.

Στο μεταξύ, με δήλωσή της στον «Φ» η διευθύντρια των Φυλακών, Άννα Αριστοτέλους, η οποία καταγγέλθηκε από την Ηλεκτρομηχανολική Υπηρεσία και τον Ανάδοχο για διαρροή e-mail σχετικό με το θέμα, χαιρετίζει την έκθεση του Γενικού Ελεγκτή «αφού πάντα με σαφήνεια αναλύονται θέματα με όλες τις λεπτομέρειες που τα περιβάλλουν και αποσαφηνίζονται οι ευθύνες, οι ρόλοι των Υπηρεσιών σε διάφορα ζητήματα, καθώς και οι διαδικασίες που θα πρέπει να ακολουθούνται».

Όπως αναφέρει, «οι διαπιστώσεις του Γενικού Ελεγκτή, όσον αφορά το σύστημα απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων στις Κεντρικές Φυλακές επιβεβαιώνουν πλήρως τις θέσεις μας, ενώ παραμένει εκτεθειμένη η Ηλεκτρομηχανολογική Υπηρεσία η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, υπέβαλε μια άνευ λόγου και ουσίας καταγγελία εναντίον μας. Τα ευρήματα της Ελεγκτικής Υπηρεσίας αποσαφηνίζουν διάφορα θέματα σε σχέση με την εγκατάσταση και ειδικότερα την αναβάθμιση του συστήματος απενεργοποίησης κινητών τηλεφώνων στις Κεντρικές Φυλακές και επί αυτού θα θέλαμε να τονίσουμε ότι το Τμήμα Φυλακών έχει αποστείλει σωρεία επιστολών τα τελευταία δύο χρόνια, επισημαίνοντας τα προβλήματα που έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια των Φυλακών και προέκυπταν από όλες αυτές τις καθυστερήσεις, παρατάσεις κ.τ.λ., που καταγράφονται στην έκθεση. Συνεπώς, σήμερα νιώθουμε δικαιωμένοι από τα ευρήματα της έκθεσης του Γενικού Ελεγκτή της Δημοκρατίας».