Η ανάδειξη του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Κύπρου έχει κεντρίσει το ενδιαφέρον εντός και εκτός της χώρας μας σε σαφώς αναβαθμισμένο βαθμό, σε σύγκριση με το παρελθόν. Ενδιαφέρον που ξεπερνά κατά πολύ το θρησκευτικό, που ήταν κατά βάση και το μόνο που επηρέαζε παρελθούσες αναμετρήσεις.

Η σημερινή αναμέτρηση κατά μια άποψη μετατράπηκε και σε γεωστρατηγική λόγω του ζητήματος με την Ουκρανική Εκκλησία, την αναγνώριση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, τη διχοστασία στην Εκκλησία της Κύπρου, τις ομαδοποιήσεις σε σχέση με τη Ρωσική Εκκλησία. Με τον Πρόεδρο του Συνδέσμου Θεολόγων ΟΕΛΜΕΚ, Χριστάκη Ευσταθίου, προσπαθήσαμε να αποκωδικοποιήσουμε αναφορές, εντυπώσεις όπως και υποχρεώσεις που αναφύονται με κύριο ζητούμενο την εικόνα της Εκκλησίας της Κύπρου και την αποκατάσταση των σχέσεων με τον κόσμο. Σημειώνει ότι το ρωσικό και το αμερικανικό ενδιαφέρον για τις εκλογές είναι πέρα από ευδιάκριτο. 

Ο επικεφαλής των θεολόγων της χώρας στέκεται και στο πολυσυζητημένο θέμα της εκλογικής διαδικασίας και κατά πόσο  με το τριπρόσωπο μειώνεται η αξία της άποψης του εκλογικού σώματος. Υπογραμμίζει πως η προηγούμενη διαδικασία ήταν όντως πολύπλοκη και επιρρεπής σε μεθοδεύσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέχρι και ανίερες. Και παρατηρεί πως και με το νέο σύστημα, τα ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει εξίσου βασανιστικό. Είναι η ώρα, υποδεικνύει, και της Συνόδου ν’ αρθεί στο ύψος των ευθυνών της και σε καμιά περίπτωση να μη δοθεί η εικόνα ότι έκοψε και έραψε… Ο Χρ. Ευσταθίου παραδέχεται πως η γενικότερη απαξίωση δεν αφήνει ανέγγιχτη την Εκκλησία. Και υπογραμμίζει πως είναι η Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως ένα εφημερεύον επί 24ώρου βάσεως θεραπευτήριο, προς ίαση ψυχών και σωμάτων και πρέπει επειγόντως να βρεθούν οι κώδικες επικοινωνίας με τον κόσμο.

-Εκλογές για την ανάδειξη του νέου Προκαθημένου της Εκκλησίας της Κύπρου σε ένα εντελώς διαφορετικό περιβάλλον από τις προηγούμενες και με νέα δεδομένα. Τι κάνει τόσο σημαντική αυτή την εκλογή;

– Σημαντική αυτή την εκλογή καθιστούν, κατά τη γνώμη μου, τα εξής στοιχεία: α) Το μεγάλο ενδιαφέρον που επιδεικνύεται, από τα μέσα ενημέρωσης αλλά και τον κόσμο. Αυτό έχει να κάνει κυρίως με την ανάγκη διαμόρφωσης μιας νέας εικόνας από την Εκκλησία, η οποία να είναι πολύ πιο κοντά όχι μόνο στο ποίμνιό της αλλά και στον κάθε άνθρωπο που αναζητά παρηγοριά, στήριγμα και ελπίδα. Είναι γεγονός ότι κάποιες τραυματικές εμπειρίες του παρελθόντος και κυρίως η αντίληψη ότι η Εκκλησία λειτουργεί σαν ένας άλλος θεσμός στον κόσμο, είναι κοινή απαίτηση να εκλείψουν. β) Η συγκυρία της ύπαρξης πολλών προκλήσεων, όχι μόνο στα εκκλησιαστικά αλλά και στα γεωπολιτικά δρώμενα που επιβάλλουν όπως η Εκκλησία έχει όχι μόνο παρεμβατικό λόγο αλλά και τη δυνατότητα ανάδειξης του «θεραπευτικού» της χαρακτήρα. γ) Η ισόβια θέση του Προκαθημένου της Εκκλησίας. δ) Η πρόκληση να λειτουργήσει στην πλήρη μορφή της η Ιερά Σύνοδος σ’ ένα πνεύμα ενότητας, αγάπης και αλληλοκατανόησης. Να εκλείψει, επιτέλους, το σαράκι της διαίρεσης και του διχασμού, που εμφιλοχωρεί σε πλείστες όσες περιπτώσεις.

– Γιατί η εκλογή του νέου Αρχιεπισκόπου της Κύπρου ενδιαφέρει πολύ πιο έντονα από ποτέ, το Οικουμενικό Πατριαρχείο κι άλλες ορθόδοξες Εκκλησίες αλλά και ξένες κυβερνήσεις. Πώς έγινε η εκλογή, γεωστρατηγικού ενδιαφέροντος και τι σημαίνει για εμάς εδώ;

– Η θέση της Εκκλησίας της Κύπρου στον χάρτη της Ορθοδοξίας ήταν πάντοτε σημαντική γιατί διαχρονικά είχε ρόλο αλλά και λόγο στα τεκταινόμενα ευρύτερα. Άλλωστε, οι αποστολικές της καταβολές (ο ιδρυτής της Απόστολος Βαρνάβας ήταν σημαίνων πρόσωπο στην πρώτη χριστιανική κοινότητα των Ιεροσολύμων, «Κύπριος τω γένει», όπως μας πληροφορεί ο Λουκάς) αναδείκνυαν σταθερά τη σημασία και τον αναβαθμισμένο της ρόλο στο διορθόδοξο, διαχριστιανικό, αλλά και στο διαθρησκευτικό πεδίο. Περαιτέρω, η ίδια η ιστορία δείχνει ξεκάθαρα ότι εκκλησιαστικά ζητήματα δεν ήταν άσχετα με πολιτικές εξελίξεις και αντίστροφα, με τον ανάλογο, βέβαια, επηρεασμό καταστάσεων. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Μητροπολίτης Αθανάσιος: Δεν θα είμαι businessman Αρχιεπίσκοπος

Το Ουκρανικό, όπως το βιώσαμε στο πρόσφατο παρελθόν, αποτελεί χαρακτηριστική περίπτωση. Πέραν αυτού, είναι γνωστός ο παρεμβατικός λόγος και ρόλος, ειδικά της Εκκλησίας της Κύπρου, σε ζητήματα που ενίοτε εξελίσσονταν σε «γόρδιο δεσμό» και τα οποία είχαν και τη γεωπολιτική τους διάσταση. Παρόλο, λοιπόν, που το Οικουμενικό Πατριαρχείο έσπευσε να διευκρινίσει –και πολύ ορθά έπραξε– ότι δεν αναμιγνύεται στο θέμα της εκλογής του νέου Προκαθημένου, κάτι που θα συνιστούσε και καταστρατήγηση του αυτοκεφάλου, ωστόσο δεν παρέλειψε να τονίσει το μεγάλο ενδιαφέρον του για το πρόσωπο που θα εκλεγεί. Γνωρίζει πολύ καλά, ιδιαίτερα στο σημερινό τόσο εύθραυστο περιβάλλον, με τις ισχυρές προκλήσεις και σε εκκλησιαστικό ακόμα και σε πολιτικό επίπεδο, ότι ο βαθμός συνεργασίας και προπαντός επικοινωνίας με την Εκκλησία της Κύπρου, αποβαίνει καθοριστικός παράγοντας των όποιων εξελίξεων. 

Δεν είναι τυχαίο και όχι χωρίς αφορμές που αποτολμήθηκε διαχωρισμός των ιεραρχών της Εκκλησίας της Κύπρου σ’ εκείνους που πρόσκεινται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο και σ’ εκείνους που χαρακτηρίσθηκαν ως φιλορωσικοί, παρόλο που οι εξελίξεις μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, άφησαν κι αυτό το θέμα να ξεθωριάζει και τους ίδιους τους ιεράρχες να το προσπερνούν. Πάντως το ότι υπήρξε ανάμιξη και εμπλοκή, με ορατό ή αόρατο τρόπο, τόσο του ρωσικού όσο και του αμερικανικού παράγοντα στο θέμα της εκλογής του Αρχιεπισκόπου, ήταν κάτι περισσότερο από ευδιάκριτο.       

– Να σταθούμε στο γεγονός ότι ίσως για πρώτη φορά επιδεικνύεται τόσο μεγάλο ενδιαφέρον για το τι γίνεται εδώ από το Οικουμενικό Πατριαρχείο… Τι σημαίνει αυτό για την Ορθόδοξη Εκκλησία; Και τι για την Εκκλησία της Κύπρου;

– Θα έλεγα και πάλι ότι όντως βλέπουμε ένα αναβαθμισμένο ενδιαφέρον από το Πατριαρχείο. Όσο παραμένει στο επίπεδο του ενδιαφέροντος είναι απόλυτα φυσιολογικό, γιατί δεν πρέπει να ξεχνούμε ότι ο ρόλος του ως «μητέρας εκκλησίας» στην Ορθοδοξία δεν του επιτρέπει οτιδήποτε άλλο παρά να είναι ευαισθητοποιημένο. Κυρίως σήμερα και λόγω του Ουκρανικού, με όλες τις παραμέτρους του, αλλά και άλλων γεωπολιτικής σημασίας ζητημάτων, η Εκκλησία της Κύπρου, ως παρουσία, καθίσταται ιδιαίτερα σημαντική. Όλα όμως θα πρέπει να κωδικοποιούνται στη βάση της υπέρτατης αρχής που συνίσταται στην ενότητα, η οποία αποτελεί θεμελιώδη προϋπόθεση της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο.  

– Οι διαφωνίες που προέκυψαν εντός της Ιεράς Συνόδου για την Ουκρανική Εκκλησία θα επηρεάσουν την εκλογική αναμέτρηση ή τις αφήνουν πίσω τους όλοι οι Ιεράρχες;

– Θα έλεγα ότι οι ίδιες οι εξελίξεις μετά από την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, αφήνουν το θέμα αυτό στο παρελθόν. Χωρίς, βέβαια, να σημαίνει ότι λύθηκε και δεν μπορεί να αναζωπυρωθεί με μια άλλη μορφή σ’ ένα μεταγενέστερο ίσως στάδιο και με διάφορες αφορμές. Η ουσία, όμως, είναι ότι η ίδια η ιεραρχία φαίνεται να το προσπερνά σ’ ένα κρίσιμο σημείο. Θα μπορούσε να υποθάλψει ανεπιθύμητες εντάσεις.

Η παρουσία φωτισμένων Ιεραρχών είναι το ζητούμενο

– Ως θεολόγος τι ανάγνωση κάνετε της εικόνας απαξίωσης της Εκκλησίας της Κύπρου που καταγράφεται στις δημοσκοπήσεις;

– Είναι γεγονός ότι η γενικότερη απαξίωση δεν αφήνει ανέγγιχτη την Εκκλησία. Μάλιστα την αφορά περισσότερο από την άποψη ότι ο πήχης των προσδοκιών του κόσμου τοποθετείται ακόμα πιο ψηλά. Είναι πικρή αλήθεια, ότι κατά καιρούς Ιεράρχες, με στάσεις, συμπεριφορές, παραλείψεις και ενέργειες, εξάπτουν πνεύματα κατά τρόπο που η αμφισβήτηση και η απαξίωση να επιτείνονται. Σίγουρα, δεν πρέπει να διαλανθάνει της προσοχής ότι είναι και αυτοί άνθρωποι (η Εκκλησία είναι Θεανθρώπινος οργανισμός, με τη συνύπαρξη του θείου και του ανθρώπινου στοιχείου), με αδυναμίες και πάθη. Ωστόσο, στο βαθμό που ένας ιεράρχης είναι συνειδητοποιημένος για την αποστολή του –άλλωστε από τους ίδιους ακούσαμε τόσα πολλά στα προεκλογικά– δεν μπορεί παρά η παρουσία του να υποδηλώνει, σύμφωνα και με τα λόγια του Χριστού, ότι είναι «άλας της γης» και «φως του κόσμου». Είναι μάλιστα τέτοιες και οι προκλήσεις των καιρών που η παρουσία φωτισμένων ιεραρχών, είναι όσο ποτέ άλλοτε μεγάλο ζητούμενο. Η όποια απαξίωση όμως, κατά ένα αξιοπρόσεκτο τρόπο, εκδηλώνεται όχι απέναντι στην Εκκλησία, ως προς το βαθύτερο είναι της, αλλά σε πρόσωπα, που παραπέμπουν στη διοικούσα μορφή της. Αυτό φαίνεται και από το γεγονός ότι σε καιρούς απαξίωσης, ο κόσμος προστρέχει ακόμα πιο πολύ στις αγκάλες της και εκζητεί την παρηγορητική, την αγαπητική και την αγιαστική της παρουσία. Άλλωστε, δεν νοείται η Εκκλησία ως κατεστημένο, αλλά ως χώρος συνύπαρξης κλήρου και λαού σε μια αυθεντική κοινωνία προσώπων.   

– Ασπάζεστε την άποψη που λέει ότι η Εκκλησία πρέπει να αλλάξει, να κατέβει στους πιστούς για να τους ανεβάσει και να μη λειτουργεί αφοριστικά…

– Η Εκκλησία στο βαθύτερο είναι της και με τους κωδικούς της αυθεντικής αγάπης που ενυπάρχουν στην ουσία της –όχι σε μια ηθικιστική, στείρα καθηκοντολογική, αλλά οντολογική προσέγγιση του ανθρώπου με τα υπαρξιακά του θέματα– προβάλλει πάντα σύγχρονη, προοδευτική και επίκαιρη. Εκείνο που θα πρέπει επειγόντως ν’ αλλάξει και που δίνει την εικόνα του αναχρονιστικού, είναι ακριβώς αυτό που αναφέρετε. Δηλαδή πρέπει επειγόντως να βρεθούν οι κώδικες επικοινωνίας με τον κόσμο. Η αλήθεια της είναι διαχρονικά σωστική. Συνιστά υπέρβαση της θρησκείας. Αναδεικνύει πάντοτε ένα νέο τρόπο ύπαρξης. Το θέμα είναι πώς μεταλαμπαδεύεται βιωματικά αυτή η αλήθεια στον σύγχρονο κόσμο, ο οποίος, πολλές φορές, εισπράττει κάτι εντελώς διαφορετικό. Εκτός από όσα τον σκανδαλίζουν, βιώνει σ’ αρκετές περιπτώσεις την αφθονία ενός μανιώδους κηρυγματικού λόγου που την αφήνει να διολισθαίνει, στην αντίληψη του κόσμου, ως ένας χρηστικός θεσμός, με την ανάδειξη περισσότερο μιας ηθικιστικής ωφελιμοθηρίας και χρησιμοθηρίας, μιας αβάστακτης καθηκοντολογίας, παρά ως μιας κοινωνίας, από τα σπλάχνα της οποίας αναδύεται ένα ξεχωριστό βίωμα και μια μοναδική εμπειρία. Το μεγαλείο της, εν κατακλείδι, συνίσταται στο ότι διά του θανάτου καταργεί τον θάνατο. Αυτό είναι ό,τι πιο επίκαιρο για τον κόσμο που βιώνει από παντού ωσμώσεις του θανάτου. 

Ποιος επιλέγει τελικά, ο λαός ή η Ιερά Σύνοδος;

– Η εκλογική διαδικασία με το τριπρόσωπο θα δοκιμαστεί για πρώτη φορά. Και παρά το γεγονός ότι εγκρίθηκε από τη Σύνοδο, καταγράφουμε διαφοροποιήσεις Ιεραρχών και υποψηφίων με βασικό επιχείρημα ότι δεν πρέπει να αγνοηθεί η βούληση του κόσμου που θα ασκήσει το εκλογικό του δικαίωμα…

– Πρόκειται για θέμα μείζονος σημασίας, με τη δική του ιστορία. Το βασικό ερώτημα παραμένει: ποιος επιλέγει τελικά, ο λαός ή η Ιερά Σύνοδος; Απασχολούσε από τους πρώτους χριστιανικούς αιώνες το κατά πόσο πρέπει και σε ποιο βαθμό να συμμετέχει ο λαός στη διαδικασία. Η Κύπρος μάλιστα σε πολλές περιπτώσεις, αποτελούσε σημείο αναφοράς με τα όσα προέβλεπαν οι κατά καιρούς Καταστατικοί της Χάρτες για τη συμμετοχή του λαού. Τόσο εκείνος του 1914 όσο και του 1980, διαλάμβαναν τη συμμετοχή του λαού στην εκλογή Ειδικών και Γενικών Αντιπροσώπων, οι οποίοι μαζί με αριθμό οφφικιάλων και τα μέλη της Συνόδου, εξέλεγαν τους επισκόπους. Ωστόσο, δεν έλειψε ποτέ η αμφισβήτηση. Κρίθηκε ότι με το καθεστώς αυτό ο ρόλος της Συνόδου παρέμενε υποβαθμισμένος και σε συνδυασμό με την όλη πολυπλοκότητα του συστήματος, οι όποιες εκτροπές αποκτούσαν πρόσφορο έδαφος. Τα γνωστά παρατράγουδα, ακόμα και στο πρόσφατο παρελθόν, βοούν και με τίποτε δεν περνούν στο χωνευτήρι της λήθης.

Η φιλοσοφία του νέου Καταστατικού, με την πρόνοια για  εκλογή του Τριπροσώπου, έγκειται στο ότι ο λαός ψηφίζει τον οποιονδήποτε που επιθυμεί και ακολούθως η Σύνοδος επιλέγει ανάμεσα στους τρεις πλειοψηφήσαντες. Το σκεπτικό εδώ είναι ότι από την μια ο λαός δεν παραγκωνίζεται και από την άλλη η Σύνοδος έχει την ευθύνη της τελικής επιλογής. Κατά τη γνώμη μου, η προηγούμενη διαδικασία ήταν όντως πολύπλοκη και επιρρεπής σε μεθοδεύσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μέχρι και ανίερες. Και πάλι, όμως, με το νέο σύστημα, το ερώτημα εξακολουθεί να παραμένει εξίσου βασανιστικό. Είναι η ώρα και της Συνόδου ν’ αρθεί στο ύψος των ευθυνών της και σε καμιά περίπτωση να μην δοθεί η εικόνα ότι έκοψε και έραψε… Άλλωστε, από εκκλησιολογική θεώρηση των πραγμάτων, η ίδια η Σύνοδος δεν είναι τίποτε άλλο παρά εκπρόσωπος του λαού και οι όποιες αποφάσεις της δεν μπορεί να περιορίζονται σε μια προσωπολατρική αντίληψη και θεώρηση. Είναι τελικά η ώρα της μεγάλης κρίσης ως προς την αξιοπιστία θεσμών και προσώπων.

Η Εκκλησία είναι εφημερεύον θεραπευτήριο ψυχών και σωμάτων

– Θα ήθελα την άποψή σας και για τη θέση ότι η Κυπριακή Εκκλησία είναι πολύ κοσμική και πρέπει να δώσει περισσότερη σημασία στο πνευματικό της έργο από ό,τι στο επιχειρηματικό…

– Η Εκκλησία είναι μέσα στον κόσμο, αλλά δεν είναι εκ του κόσμου. Επομένως, εισέρχεται μέσα στον κόσμο, σύμφωνα και με το παράδειγμα του Χριστού, για να τον προσλάβει και να τον μεταμορφώσει. Όχι να συσχηματιστεί με αυτόν ή με τα όποια καθεστώτα, πολύ περισσότερο τα εξουσιαστικά κατεστημένα του. Είναι λυπηρό πράγματι να αντικρίζεται η Εκκλησία, όχι αναίτια, ως ένας θεσμός του κόσμου, επιχειρηματικός, φιλανθρωπικός, κοινωνικός κ.ά. και κάπου εκεί να εξαντλείται η αποστολή της. 

Πρόκειται για μεγάλη φθήνια, σε σύγκριση με το ισχυρό παράδειγμα των μεγάλων πατέρων της, οι οποίοι κατόρθωσαν να μεταφέρουν την αλήθεια της, τόσο ατόφια και αυθεντική, στη δική τους εποχή. Είτε ασκεί το πνευματικό της έργο και από αυτό απορρέουν και τα του οικονομικού, φιλανθρωπικού, κοινωνικού χαρακτήρα, με ένα τρόπο που όχι μόνο δεν σκανδαλίζει αλλά οικοδομεί, είτε απουσιάζει το βάθος της πνευματικότητας και τότε όλα τα άλλα μετατρέπονται σε αποτυχημένες περιστασιακές ενασχολήσεις, που βγάζουν προς τα έξω την εικόνα του σκανδαλισμού και της εκτροπής. 

Επομένως, τα όποια επιμέρους στοιχεία, που είναι αναγκαία για την παρουσία της Εκκλησίας στον κόσμο, για την ικανότητα άσκησης και του φιλανθρωπικού και του κοινωνικού αλλά και του εθνικού της έργου, δεν μπορεί να μην είναι συνδεδεμένα με ένα πνευματικό βάθος, που να την καταξιώνει στη συνείδηση του κόσμου. Είναι τελικά η Εκκλησία μέσα στον κόσμο ως ένα εφημερεύον επί 24ώρου βάσεως θεραπευτήριο, προς ίαση ψυχών και σωμάτων. Σε οποιαδήποτε άλλη εκδοχή, συνιστά εκτροπή από την πραγματική της αποστολή.