Μια χειμωνιάτικη Δευτέρα, το 1994 χτύπησα την πόρτα του γραφείου του καθηγητή της Στατικής Μηχανικής. Αφού ανταλλάξαμε έναν τυπικό χαιρετισμό, όπως άρμοζε τότε τουλάχιστον στο τυπικό κλίμα ενός παραδοσιακού βρετανικού πανεπιστημίου, μπήκα στο ψητό.
«Προφ. Ρ, δεν ξέρω πώς να λύσω το πρόβλημα. Όλο το Σαββατοκύριακο παιδευόμουν αλλά δεν τα κατάφερα. Δεν ξέρω γιατί δεν βγαίνει…».
Ο καθηγητής με διέκοψε απότομα: «Δεσποινίς, δεν ενδιαφέρομαι να ακούσω τα προβλήματά σας».
Τον κοίταξα εμβρόντητη: «Μα υποτίθεται ότι θα μας βοηθάτε …». Ήξερα πολύ καλά ότι άλλοι συμφοιτητές μου είχαν ήδη συμβουλευτεί κάποιους καθηγητές για απορίες. «Αυτό είναι αλήθεια. Είμαι στη διάθεση σας. Έχω ωστόσο μια αρχή. Δεν δίνω ποτέ στους φοιτητές μου λύσεις. Απαιτώ να έρχονται σε μένα με προτάσεις. Εφόσον η πρόταση έχει κάποια λογική, είμαι πρόθυμος να τη συζητήσω».
Του εξήγησα τον τρόπο με τον οποίο είχα δουλέψει και τις διάφορες απόπειρες που είχα ήδη κάνει. Μου έθεσε μια και μοναδική ερώτηση και καθώς σκεφτόμουν την απάντηση βρήκα ταυτόχρονα και τη λύση στο πρόβλημα. Όπως πάντα, ήταν όλη την ώρα «κάτω από τη μύτη μου».
«Κατά την ερώτηση και η απάντηση».
Το μυστικό με τις ερωτήσεις είναι να μην παραμένουν ερωτήσεις αλλά να οδηγούν σε απαντήσεις. Αυτός δεν είναι ο σκοπός τους;
Στην ερώτηση «Γιατί δεν μπορώ να λύσω το πρόβλημα; Γιατί βρέθηκα σ’ αυτή την κατάσταση; Γιατί δεν είμαι πιο δυνατή; Γιατί δεν βγάζω περισσότερα χρήματα; Γιατί χτυπώ κλειδωμένες πόρτες; Γιατί δεν με βοηθά κανείς;», η απάντηση είναι συνήθως άχρηστη: «Επειδή είμαι βλάκας. Επειδή έκανα λάθος επιλογές. Είναι στα γονίδια! Δεν υπάρχει σωτηρία. Ο κόσμος είναι άδικος. Αποφασίζει ο …Θεός!».
Ξεκάθαρα, οι απαντήσεις που παίρνω δεν με βοηθούν καθόλου. Η εξυπνάδα δεν είναι τόσο στην, ως διά μαγείας, εξεύρεση της απάντησης, ούτε στον από μηχανής θεό, αλλά μάλλον στην προσεκτική και χρήσιμη επιλογή της ερώτησης: «Τι δεν έχω σκεφτεί που μπορεί να με οδηγήσει στη λύση; Ποιος από αυτούς που ξέρω μπορεί να με υποστηρίξει ή να με συστήσει σε κάποιον άλλο; Πότε είναι καλή στιγμή για να κάνω την επόμενη κίνηση; Πού είναι ευνοϊκότερο το κλίμα για να πετύχω τον στόχο μου; Πώς μπορώ να αξιοποιήσω καλύτερα την κατάσταση ή τις δεξιότητές μου; Πόσο θα με βοηθήσει αυτή η εμπειρία;».
Οι σωστές ερωτήσεις μας δίνουν το έναυσμα για μια θύελλα απαντήσεων όλων των ειδών: Εφικτές και ανέφικτες, συντηρητικές και τολμηρές, παραδοσιακές και καινοτόμες, μακροπρόθεσμες και βραχυπρόθεσμες, εύκολες και δύσκολες, σοβαρές και αστείες.
Η πρακτική να τις γράψουμε όλες κάτω χωρίς να απορρίψουμε καμιά, είναι πολύ καλή συνήθεια. Η μια ιδέα γεννά μια άλλη, η μια λύση οδηγεί σε άλλη και το μυαλό μας ανακαλύπτει πολύ όμορφα πράγματα τα οποία θα είχαν χαθεί, ίσως και για πάντα, αν δεν τα συγκρατούσαμε εκείνη τη φευγαλέα στιγμή. Επιπλέον, σε βάθος χρόνου, παρατηρούμε πολλές φορές ότι κάτι που μας φαινόταν εντελώς απίθανο προ μηνών, είναι τώρα αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα. Οπότε, ποιος ξέρει τι μπορεί να γίνει αύριο;
Στην αραβική έρημο η ανεμοθύελλα αλλάζει το τοπίο καθημερινά. Ο Βεδουίνος κοιμάται το βράδυ στη σκηνή του και το πρωί ξυπνά σε άλλα δεδομένα. Ο χθεσινός χάρτης είναι σχεδόν άχρηστος. Μόνο η πόλη, μερικές εκατοντάδες χιλιόμετρα μακριά παραμένει στη θέση της. Ο Βεδουίνος δεν ρωτά γιατί μετακινήθηκε το βουνό την ώρα που κοιμόταν. Δεν αναρωτιέται γιατί στην ευχή λύσσαξε πάλι ο άνεμος. Κοιτάζει τον ήλιο, κοιτάζει τα αστέρια. Ρωτά «πού;» και προχωρά. Μόνο έτσι θα επιβιώσει.
 
*www.koraliatimotheou.com