Σε αντίστροφη πορεία για νέες εκλογές, βρίσκεται η Ελλάδα. Παρά την μεγάλη νίκη της ΝΔ, το σύστημα της απλής αναλογικής με το οποίο πραγματοποιήθηκαν οι εκλογές, δεν δίνει το περιθώριο σχηματισμού Κυβέρνησης. Τυπικά ολοκληρώθηκε χθες και η διαδικασία σύμφωνα με το Σύνταγμα, της ανάθεσης εντολής σχηματισμού Κυβέρνησης στα τρία μεγαλύτερα κόμματα. Μετά τον Κυριάκο Μητσοτάκη που παρέλαβε πρώτος την εντολή τη Δευτέρα, επιστρέφοντας την αυθημερόν, χθες οι Αλέξης Τσίπρας ως αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ και Νίκος Ανδρουλάκης ως αρχηγός του ΠΑΣΟΚ, επέστρεψαν πριν αναλάβουν την εντολή από την Πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας Κατερίνα Σακελλαροπούλου.  Ο επόμενος σταθμός πριν την νέα κάλπη θα είναι την Κυριακή. Η νέα Βουλή που προέκυψε από το αποτέλεσμα της 21ης Μαΐου, θα ορκιστεί το απόγευμα αυτής της Κυριακής και την επομένη θα διαλυθεί και αναλάβει υπηρεσιακή Κυβέρνησης. 

Ο υπηρεσιακός πρωθυπουργός θα κληθεί να σηκώσει το βάρος της διακυβέρνησης της χώρας μέχρι τις επόμενες εκλογές και να αντιμετωπίσει όποια ζητήματα παρουσιαστούν. Οι νέες εκλογές θα διεξαχθούν στις 25 Ιουνίου με το σύστημα της ενισχυμένης αναλογικής.

Σύμφωνα με δημοσίευμα του in.gr υποψήφιοι για τη θέση αυτή είναι οι τρεις πρόεδροι των Ανωτάτων Δικαστηρίων της χώρας: του Συμβουλίου της Επικρατείας Ευαγγελία Νίκα, του Αρείου Πάγου Μαρία Γεωργίου και του Ελεγκτικού Συνεδρίου Ιωάννης Σαρμάς.

Όπως αναφέρεται, είθισται στη θέση του υπηρεσιακού πρωθυπουργού να τοποθετείται ο αρχαιότερος εκ των τριών προέδρων των ανωτάτων δικαστηρίων, αν και κάποιοι υποστηρίζουν ότι θα πρέπει να υπολογίζεται και η αρχαιότητα εισαγωγής στο δικαστικό σώμα.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 

Το δημοσίευμα, επικαλούμενο πληροφορίες από το χώρο της Δικαιοσύνης σημειώνει ότι ο πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου, Ιωάννης Σαρμάς είναι εκείνος που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες για να αναλάβει το ρόλο του πρωθυπουργού.

Αν επιβεβαιωθεί η επιλογή του κ. Σαρμά, θα ολοκληρωθεί η τριάδα των υπηρεσιακών πρωθυπουργών από όλα τα Ανώτατα Δικαστήρια, καθώς είχαν προηγηθεί ο Παναγιώτης Πικραμένος (από το Συμβούλιο της Επικρατείας) και η Βασιλική Θάνου (από τον Άρειο Πάγο).

Σημειώνεται ακόμα ότι ο Ιωάννης Σαρμάς πρόεδρος του Ελεγκτικού Συνεδρίου (επιλέχθηκε τον Νοέμβριο του 2019 εισήχθη στο σώμα το 1987), ενώ δεν έχει γίνει γνωστό αν θα αποδεχθεί ή αν θα απορρίψει μια πιθανή πρόταση.

Ωστόσο, όπως σημειώνουν κύκλοι του δικαστικού σώματος, η επιλογή για την ανάληψη της πρωθυπουργίας –έστω και κάτω από την αναγκαιότητα της ακυβερνησίας- θεωρείται «υπηρεσιακό καθήκον» για ένα δικαστικό, ο οποίος θα πρέπει να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που πηγάζουν από το Σύνταγμα.

Στο μεταξύ «tabula rasa» χαρακτήρισε τη δεύτερη προεκλογική περίοδο στην οποία εισέρχεται η Ελλάδα, ο Πολιτικός Επιστήμονας, Θεόδωρος Τσίκας, ο οποίος ήταν φιλοξενούμενος στην μεσημβρινή εκπομπή του ALPHA χθες τονίζοντας ως πιο σημαντικό στοιχείο, ότι ο δεύτερος γύρος εκλογών θα διεξαχθεί με διαφορετικό σύστημα, αυτό της ενισχυμένης αναλογικής.

«Αυτό σημαίνει ότι το πρώτο κόμμα, έστω και με μία ψήφο διαφορά, παίρνει δώρο-bonus 40 βουλευτικές έδρες. Επομένως ακόμα και με ένα ποσοστό 37, 38, 39%, μπορείς να βγάλεις αυτοδυναμία.»

Παράλληλα, όσα περισσότερα κόμματα μπουν στη Βουλή, τόσο δυσκολεύεται η αυτοδυναμία. Κι αυτό, κατά τη γνώμη του κύριου Τσίκα, οδηγεί σε μια νέα προεκλογική διαδικασία, με άλλα διλήμματα. «Διότι πλέον όλοι ξέρουν ότι είναι τελική Κυβερνητική λύση», εξηγεί, προσθέτοντας ότι ενδέχεται να υπάρξει μια μεγαλύτερη συσπείρωση στα δύο μεγάλα κόμματα, δημιουργώντας πρόβλημα για τα μικρότερα.

Ο ίδιος απαρίθμησε τρία λάθη στα οποία μπορεί να υποπέσουν τα κόμματα. Αρχικά, η Νέα Δημοκρατία να παρουσιάσει πολιτική αλαζονεία, ο ΣΥΡΙΖΑ να θεωρεί ότι με μικρές αλλαγές θα φέρει μεγάλη διαφορά και το ΠΑΣΟΚ να ελπίζει ότι τώρα εξασφαλίζει την επικράτηση στον κεντροαριστερό χώρο. «Θέλει σοβαρότητα και αναδιάρθρωση των τακτικών τους» τόνισε ο κ. Τσίκας, υπενθυμίζοντας το 2019, όταν οι ψηφοφόροι ψήφισαν εν τέλει διορθωτικά.

Ιδιαίτερο ενδιαφέρον του γερμανικού Τύπου

Ο γερμανικός Τύπος δείχνει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την κάλυψη του εκλογικού αποτελέσματος στην Ελλάδα, επιχειρώντας αναλύσεις για τα αίτια και τις συνθήκες που οδήγησαν σε αυτό, όπως αναφέρεται σε είδηση του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων.

«Η πολιτική περικοπών του Μητσοτάκη έχει αποτέλεσμα», ήταν ο τίτλος της οικονομικής Handelsblatt, η οποία επισημαίνει ότι «η οικονομία αναπτύσσεται και η αλλοτινή χώρα κρίσης είναι τόσο σταθερή όσο ποτέ άλλοτε, εδώ και καιρό». Στο σχόλιο της εφημερίδας αναφέρεται ακόμη ότι το αποτέλεσμα των εκλογών δείχνει ότι «οι Έλληνες έχουν καλή μνήμη και δεν έχουν ξεχάσει το χάος της εποχής ΣΥΡΙΖΑ και ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης απέδειξε ότι μια χώρα μπορεί με δημοσιονομική πειθαρχία να πετύχει πράγματα τα οποία πριν από λίγα χρόνια φαίνονταν αδιανόητα».

Η Frankfurter Allgemeine Zeitung αναφέρει ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης δεν έχει σοβαρό ανταγωνιστή και προσθέτει ότι υπό διακυβέρνηση Μητσοτάκη η Ελλάδα επέστρεψε στην ανάπτυξη και μάλιστα δεν ζει πλέον μόνο από τον τουρισμό και τη ναυτιλία, καθώς έχει προσελκύσει ομίλους οι οποίοι δραστηριοποιούνται στους τομείς των logistics και της προηγμένης τεχνολογίας. «Το εκλογικό αποτέλεσμα αναμένεται να οδηγήσει σε νέο κύμα επενδύσεων στην Ελλάδα», εκτιμά ο αρθρογράφος της FAZ.

Στην Sueddeutsche Zeitung ο τίτλος της ανάλυσης ήταν «Η ελληνική οικονομία πανηγυρίζει», ενώ στον υπότιτλο αναφέρεται ότι «Η εκλογική νίκη του Μητσοτάκη ενισχύει την εμπιστοσύνη». Στο άρθρο γίνεται λόγος για «θετική απήχηση του εκλογικού αποτελέσματος σε οικονομικούς κύκλους, καθώς οι επενδυτές χαίρονται για το γεγονός ότι οι πολίτες ψήφισαν ξεκάθαρα υπέρ της οικονομικής πολιτικής του Κυριάκου Μητσοτάκη».

Σε «θρίαμβο και βατερλό» αναφερόταν στον τίτλο της η Tageszeitung, με σχόλιο στο οποίο σημειώνεται ο κίνδυνος ο ΣΥΡΙΖΑ να δει το ποσοστό του να συρρικνώνεται περαιτέρω στις επόμενες εκλογές. «Το βέβαιο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται στον γκρεμό και τώρα ο Αλέξης Τσίπρας πρέπει να αντιστρέψει την πορεία, διατρέχει τον κίνδυνο να έχει ρόλο κομπάρσου στην πολιτική σκηνή της Ελλάδας», σημειώνει ο συντάκτης.

Στο ίδιο πνεύμα, το Δίκτυο RND αναφέρεται στο «τέλος του Αλέξη Τσίπρα». «Η Ελλάδα είχε να επιλέξει ανάμεσα στη συνέχεια και στην επιστροφή στον Αλέξη Τσίπρα. Η απόφαση δεν θα μπορούσε να είναι πιο ξεκάθαρη», επισημαίνεται.