Τις τελευταίες εβδομάδες, τα social media έχουν γεμίσει με βίντεο και αναρτήσεις που αναδεικνύουν τους κινδύνους της ανάβασης στο Έβερεστ, το ψηλότερο βουνό του κόσμου.
Χρήστες του TikTok περιγράφουν τη διαβόητη «ζώνη του θανάτου», το τμήμα πάνω από τα 8.000 μέτρα, όπου ο αέρας είναι τόσο αραιός που το ανθρώπινο σώμα αρχίζει να φθίνει σιγά-σιγά.
Μία από τις πιο απίστευτες ιστορίες που συνδέονται με αυτό το σημείο είναι εκείνη του Αυστραλού Λίνκολν Χολ. Ο άνθρωπος που εγκαταλείφθηκε για νεκρός στα 8.500 μέτρα και σώθηκε την επόμενη μέρα από θαύμα.
Εγκαταλείφθηκε στα 8.500 μέτρα
Τον Μάιο του 2006, ο 50χρονος τότε Χολ συμμετείχε σε αποστολή κατάκτησης της κορυφής. Μετά από εξάντληση και σοβαρά συμπτώματα υψομετρικής ασθένειας, οι σύντροφοί του προσπάθησαν επί ώρες να τον συνεφέρουν.
Όταν πια δεν αντιδρούσε, αφαίρεσαν τον εξοπλισμό του -μάσκα οξυγόνου, σχοινιά, γάντια- και τον εγκατέλειψαν σε μια στενή προεξοχή στα 8.500 μέτρα.
Το επόμενο πρωί, στις 26 Μαΐου, η οικογένειά του ειδοποιήθηκε ότι ο Λίνκολν Χολ είχε πεθάνει.

Ο άνθρωπος που καθόταν και κοιτούσε το κενό
Κι όμως, ο Χολ ζούσε. Τον εντόπισε τυχαία ο 45χρονος τότε Αμερικανός ορειβάτης Νταν Μαζούρ, που ανέβαινε με έναν οδηγό Σέρπα (ορεινός λαός του Νεπάλ) και δύο ακόμη ορειβάτες.
«Τον συναντήσαμε ξαφνικά. Καθόταν στην άκρη μιας προεξοχής, με έναν γκρεμό από τη μία πλευρά που έπεφτε περίπου 2.500 μέτρα κάτω. Είχε τα χέρια έξω από τη στολή του, φορούσε μόνο ένα λεπτό φλις, χωρίς καπέλο, χωρίς γάντια, χωρίς γυαλιά. Δεν είχε οξυγόνο, δεν είχε καθόλου εξοπλισμό, απλώς καθόταν εκεί, κοιτάζοντας το κενό», περιέγραψε ο Μαζούρ μιλώντας τότε στο περιοδικό People.
«Ήταν “νεκρός”, οπότε προφανώς οι άνθρωποι που ήταν μαζί του πήραν όλα του τα πράγματα», συνέχισε ο Μαζούρ. «Είχε μαζί του τρεις Σέρπα, και άκουσα ότι του έβαζαν τα δάχτυλα στα μάτια για να δουν αν κινείται – δεν αντιδρούσε. Υπέθεσαν ότι ήταν νεκρός. Ίσως ήταν σχεδόν νεκρός. Μερικοί αργότερα μου είπαν ότι έκαναν ό,τι μπορούσαν.
«Μας κοίταξε και είπε: “Πρέπει να εκπλήσσεστε που με βλέπετε εδώ.” Του απάντησα: “Ναι, φίλε, είμαι πολύ έκπληκτος που σε βλέπω”».

«Αν προσπεράσεις κάποιον έτσι, πας κατευθείαν στην κόλαση»
Η ομάδα του Μαζούρ εγκατέλειψε αμέσως την πορεία προς την κορυφή.
«Δεν είχαμε ούτε δευτερόλεπτο δισταγμού. Πώς να προσπεράσεις κάποιον που είναι ζωντανός; Αν το κάνεις, πας κατευθείαν στην κόλαση», είπε ο ίδιος.
Προσπάθησαν να του φορέσουν ξανά το καπέλο και τα γάντια του, αλλά εκείνος τα έβγαζε συνέχεια. «Τα δάχτυλά του ήταν σαν κεριά – παγωμένα, κιτρινωπά. Η θερμοκρασία ήταν -30°C. Του έλεγα: “Έλα, βάλε το γάντι σου, βάλε το καπέλο σου, κλείσε το μπουφάν σου.” Ήταν σαν τρίχρονο παιδί».
«Νόμιζε ότι ήταν σε πλοίο»
Η έλλειψη οξυγόνου είχε επηρεάσει τον εγκέφαλό του. «Νόμιζε ότι ήταν σε πλοίο», είπε ο Μαζούρ. «Έλεγε συνέχεια: “Περίεργο ταξίδι αυτό το πλοίο, ε;” και “Είστε κι εσείς στο ίδιο πλοίο;”».
Η ομάδα τού έδωσε νερό, σοκολάτες και λίγο οξυγόνο από εφεδρική φιάλη. Σιγά σιγά, ο Χολ άρχισε να συνέρχεται. Από το λογότυπο στο μπουφάν του εντόπισαν την αποστολή του και ειδοποίησαν τη βάση του ότι ήταν ζωντανός.
Έχασαν την κορυφή, κέρδισαν μια ζωή
Ο Μαζούρ και η ομάδα του δεν έφτασαν ποτέ στην κορυφή. «Οι τέσσερις ώρες που χάσαμε έκαναν επικίνδυνο να συνεχίσουμε», εξήγησε.
«Αλλά δεν το μετανιώνω. Νιώθω ταπεινότητα και σεβασμό. Στο Έβερεστ νιώθεις πόσο μικρός είσαι. Σαν ένα μικρό μπιζέλι».
Ο Λίνκολν Χολ διασώθηκε και μεταφέρθηκε σε χαμηλότερο υψόμετρο, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία για κρυοπαγήματα, εξαιτίας των οποίων έχασε τις άκρες ορισμένων δαχτύλων, και εγκεφαλικό οίδημα από την ασθένεια του υψομέτρου.
Τι απέγινε μετά
Μετά την απίστευτη περιπέτεια του, ο Χολ έγραψε βιβλία για την εμπειρία του, ενώ έγινε ομιλητής και αφιερώθηκε σε ανθρωπιστικό έργο μέσω της Australian Himalayan Foundation. Έζησε άλλα έξι χρόνια μετά τη διάσωση, μέχρι που πέθανε το 2012 σε ηλικία 56 ετών από μεσοθηλίωμα, έναν τύπο καρκίνου που σχετιζόταν με έκθεση σε αμίαντο στην παιδική του ηλικία.
Η ιστορία του παραμένει μέχρι σήμερα ένα από τα πιο εντυπωσιακά περιστατικά επιβίωσης στην ιστορία του Έβερεστ και μια υπενθύμιση ότι καμία κορυφή δεν αξίζει περισσότερο από την ανθρώπινη ζωή.