Γράφουν η Ely Ratner και ο Randall Schriver, στελέχη οργανώσεων υπέρ της ανάπτυξης των ΗΠΑ μέσω της έρευνας και του πολιτικού ελέγχου στον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό
Ένα συχνό μοτίβο στην Ουάσιγκτον είναι ότι η Ταϊβάν δεν αντιμετωπίζει σοβαρά την άμυνά της, ότι ξοδεύει πολύ λίγα, κινείται πολύ αργά και βασίζεται υπερβολικά σε άλλους. Αυτή η άποψη χρησιμοποιείται μάλιστα ως δικαιολογία για τη μείωση της αμερικανικής υποστήριξης προς την ασφάλεια της νήσου.
Ως πρώην υφυπουργοί Άμυνας για θέματα ασφάλειας στον Ινδο-Ειρηνικό Ωκεανό, για τις κυβερνήσεις Μπάιντεν και Τραμπ αντίστοιχα, ασκήσαμε αμφότεροι πίεση στην Ταϊπέι να δράσει με μεγαλύτερη ταχύτητα. Και τώρα μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι αυτή η κοινή σοφία είναι πλέον όλο και πιο ξεπερασμένη.
Βασιζόμενη σε χρόνια σταθερών αυξήσεων, η Ταϊβάν προχωρά τώρα σε άλματα στις αμυντικές της δαπάνες. Ο νέος συνδυασμός τακτικού και ειδικού αμυντικού προϋπολογισμού θα ανεβάσει τις συνολικές δαπάνες πάνω από το 5% του ΑΕΠ, 3,3% για τον «πυρήνα της άμυνας» και ακόμη 2,1% για «συναφή με την άμυνα» προγράμματα, σύμφωνα με τα πρότυπα του ΝΑΤΟ. Η κυβέρνηση του προέδρου Lai Ching-te έχει αναφέρει ότι αυτό αποτελεί το κατώτατο όριο και όχι το ανώτατο. Περισσότερες αυξήσεις αναμένονται τα επόμενα χρόνια.
Το πώς δαπανώνται αυτά τα χρήματα θα έχει την ίδια σημασία με το συνολικό τους ύψος. Με τον σωστό συνδυασμό προσωπικού, εκπαίδευσης και οπλικών συστημάτων, η Ταϊβάν μπορεί να βοηθήσει στην αποτροπή και, εάν χρειαστεί, στην αναχαίτιση κινεζικής επιθετικότητας. Ο νέος προϋπολογισμός στοχεύει διαχρονικές αδυναμίες δίνοντας προτεραιότητα σε μικρά, κινητά και φονικά συστήματα βελτιστοποιημένα για ασύμμετρη άμυνα: drones, δικτυωμένη αεράμυνα, κινητό πυροβολικό πυραύλων και αντιαποβατικούς πυραύλους. Αυτές οι επενδύσεις θα βοηθήσουν την Ταϊβάν να συμβάλει στο είδος της πυκνής, θανατηφόρας «κόλασης» σε όλο το Στενό της Ταϊβάν που έχει περιγράψει ο ναύαρχος Samuel Paparo, διοικητής της Διοίκησης Ινδο-Ειρηνικού των ΗΠΑ.
Η Ταϊπέι έχει επίσης απορροφήσει βασικά μαθήματα από την Ουκρανία, όπου τα μη επανδρωμένα συστήματα έχουν μεταμορφώσει τον σύγχρονο πόλεμο. Το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν αναγνωρίζει ότι θα χρειαστεί drones σε τεράστιους αριθμούς, και ότι πρέπει να απελευθερωθεί από την εξάρτηση από κινεζικές αλυσίδες εφοδιασμού. Η κυβέρνηση επενδύει, λοιπόν, σημαντικά στην εγχώρια παραγωγή και στην ερευνητική ικανότητα ώστε να μπορεί να διαθέσει αποτελεσματικά και οικονομικά drones σε μεγάλη κλίμακα και με υψηλή ταχύτητα.
Ταυτόχρονα, η Ταϊβάν πρέπει να αντιμετωπίζει την καθημερινή πίεση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού. Οι σχεδόν συνεχείς παραβιάσεις από πλοία και αεροσκάφη στις περιοχές γύρω από την Ταϊβάν έχουν δημιουργήσει μια «νέα κανονικότητα” γύρω από το νησί, όπου οι κινεζικές δυνάμεις φαίνεται να δρουν χωρίς συνέπειες. Αυτή η «D-Day έναντι κάθε ημέρας», όπως το περιέγραψε ένας Ταϊβανός αξιωματούχος, την αναγκάζει να επενδύσει όχι μόνο σε συστήματα που υποστηρίζουν μια ασύμμετρη στρατηγική για πιθανή εισβολή, αλλά και σε συμβατικά αεροσκάφη, πλοία και αισθητήρες για να ανταποκρίνεται στις καθημερινές προκλήσεις. Αν και η Ταϊβάν πρέπει να δώσει προτεραιότητα στις ικανότητες ασύμμετρης άμυνας, η πλήρης αγνόηση της σημερινής επιθετικότητας θα ενθάρρυνε μόνο ακόμη περισσότερη.
Εξίσου σημαντικό είναι ότι η Ταϊπέι επενδύει στην εθνική ανθεκτικότητα, έναν εξίσου κρίσιμο παράγοντα αποτροπής. Τα κινεζικά σχέδια κατάκτησης βασίζονται στην υπόθεση ότι ο λαός της Ταϊβάν θα καταρρεύσει γρήγορα υπό πίεση. Η Ταϊβάν εργάζεται για να αποδείξει το αντίθετο. Η κυβέρνηση προτείνει δαπάνες άνω του μισού δισεκατομμυρίου δολαρίων σε τομείς όπως η κυβερνοασφάλεια, τα στρατηγικά αποθέματα και η προστασία των υποδομών. Μια κοινωνία προετοιμασμένη να αντέξει και να συνεχίσει να μάχεται είναι μια κοινωνία που δεν μπορεί εύκολα να υποταχθεί από το Πεκίνο.
Τίποτα από αυτά δεν θα είναι εύκολο. Το Νομοθετικό Γιουάν πρέπει να εγκρίνει αυτές τις επενδύσεις και το αμυντικό σύστημα της Ταϊβάν πρέπει να συνεχίσει να μεταρρυθμίζει τον τρόπο εκπαίδευσης, συντήρησης και λειτουργίας των δυνάμεών του. Η ανθεκτικότητα ολόκληρης της κοινωνίας πρέπει να μετακινηθεί από το σύνθημα στην πράξη. Όμως η κατεύθυνση είναι αδιαμφισβήτητη: η Ταϊβάν ενεργεί με μεγαλύτερη σοβαρότητα και συγκέντρωση από ποτέ.
Η κυβέρνηση Τραμπ είχε δίκιο να πιέζει την Ταϊπέι να ξοδεύει περισσότερα για την άμυνα. Αλλά η Ταϊβάν δεν μπορεί και δεν πρέπει να αντιμετωπίσει μόνη της αυτή την πρόκληση. Εξάλλου, η κινεζική οικονομία είναι περίπου είκοσι φορές μεγαλύτερη. Γι’ αυτό οι Ηνωμένες Πολιτείες πρέπει να συνεχίσουν να διαδραματίζουν κεντρικό υποστηρικτικό ρόλο. Η Ουάσιγκτον πρέπει να αξιοποιήσει πλήρως τα κονδύλια που έχει ήδη εγκρίνει το Κογκρέσο για την άμυνα της Ταϊβάν και, μαζί με εταίρους στην Ευρώπη και την Ασία, να εξερευνήσει δημιουργικούς τρόπους για ταχύτερη παράδοση όπλων και εξοπλισμού. Η αμερικανική αμυντική βιομηχανία μπορεί επίσης να κάνει πολλά περισσότερα μέσω συνεργασιών με ταϊβανέζικες εταιρείες και να διευρύνει την παραγωγική ικανότητα και στις δύο πλευρές του Ειρηνικού.
Η βοήθεια προς την Ταϊβάν δεν είναι πράξη φιλανθρωπίας, είναι πράξη σύνεσης. Οι Ηνωμένες Πολιτείες έχουν βαθύ συμφέρον στη διατήρηση της ειρήνης και της σταθερότητας στο Στενό της Ταϊβάν. Μια ισχυρότερη και πιο ανθεκτική Ταϊβάν μειώνει τον κίνδυνο πολέμου και τον κίνδυνο για τις αμερικανικές δυνάμεις. Όπως είχε δηλώσει νωρίτερα φέτος ο υπουργός Άμυνας των ΗΠΑ, Pete Hegseth, προς Ασιάτες ομολόγους του: «Ο στόχος μας είναι να αποτρέψουμε τον πόλεμο, να κάνουμε το κόστος πολύ υψηλό και την ειρήνη τη μόνη επιλογή. Και θα το κάνουμε με μια ισχυρή ασπίδα αποτροπής».
Η Ταϊβάν χτίζει τώρα αυτή την ασπίδα. Και η Ουάσιγκτον πρέπει να σταθεί στο πλευρό της.