Με λόγια που βγαίνουν απ’ την καρδιά του, ο Χρήστος Χωμενίδης αποχαιρετά τον Διονύση Σαββόπουλο. Όπως τον έζησε, ως άρχοντα, ποιητή, στο πάνθεον που τοποθετεί το Καβάφη, τον Μίκη, τον Μάνο Χατζηδάκι. Τον θαύμαζε από παιδί, τόσο που βάφτισε τα χρυσόψαρά του «Συννεφούλα» και «Σαββόπουλο». Χρόνια μετά, έγινε ο φίλος που τον στήριξε στην πιο σκοτεινή στιγμή, λέγοντάς του «θα μείνεις εδώ μέχρι να συνέλθεις».
«Μου φέρθηκε υπέροχα. Στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου. Όταν έχασα το μωρό, με φώναξε σπίτι του και μου είπε: «Θα μείνεις εδώ μέχρι να συνέλθεις». Και όντως, πήγα. Και έμεινα.
Φίλοι ήμασταν από το 2005. Τον θαύμαζα όμως από παιδί. Οι γονείς μου πήγαιναν και τον έβλεπαν στο Ροντέο και στο Κύτταρο, αγόραζαν τους δίσκους του αμέσως μόλις κυκλοφορούσαν.
Να φανταστείς, μου είχαν πάρει τότε κάτι χρυσόψαρα και το ένα το είχα βαφτίσει «Συννεφούλα» και το άλλο «Σαββόπουλο». Ήμουν πέντε χρονών, ήταν το 1971.
Για μένα, είναι ο πιο σημαντικός ποιητής της Ελλάδας από το ’64 και μετά. Υπήρχαν, φυσικά, και οι κομπλεξικοί που έλεγαν διάφορα. Δεν θυμάμαι την στιγμή που τον γνώρισα, ποιος μας σύστησε. Είχε διαβάσει το πρώτο μου βιβλίο το “Τρομερό Παιδί”, υπήρξε αναγνώριση εκατέρωθεν, μια αμοιβαία εκτίμηση. Και με κάλεσε σπίτι του, αμέσως.
Με δέος και χαρά πήγα τότε στην οδό Καλλιγά, στην Φιλοθέη. Εκεί είδα έναν άρχοντα από την Κωνσταντινούπολη· «λάβετε, φάγετε» ήταν η στάση του. Δεν έδινε καμία διάσταση στα πράγματα, δεν επιδείκνυε τίποτα. Ήταν άνθρωπος που για τους φίλους του έδινε τα πάντα -κρασιά, φαγητά, παρέα, κιθάρα, τραγούδι.
Τον είδα τελευταία φορά φέτος το καλοκαίρι, σε ένα σπίτι κοινής φίλης. Στο δικό του σπίτι είχα ξαναπάει τελευταία φορά τον χειμώνα που μας πέρασε. Τραγουδήσαμε μαζί. Εγώ με άθλια φωνή, εκείνος με τη γνώριμη τρυφερότητα.
Νομίζω πως, αν υπάρχει κάποια παρηγοριά απόψε που έφυγε ο Σαββόπουλος, είναι ότι υπήρξε ένας άνθρωπος που αποφάσισε συνειδητά ότι δεν θα γράψει πια τραγούδια, ότι έχει ολοκληρώσει. Αυτό είναι πολύ σπουδαίο.
Δεν επανέλαβε ποτέ τον εαυτό του. Κάθε τι που έκανε ήταν τη στιγμή που το ήθελε, όπως το ήθελε. Δεν είπε ποτέ «θα πάρω μια πατέντα και θα την τραβήξω επ’ άπειρον». Του άρεσε να είναι ερμηνευτής, σόουμαν, ζωντανός δημιουργός.
Το καλοκαίρι στο Rockwave ήταν σπουδαίος. Και το βιβλίο που έγραψε, εξαιρετικό. Του είπα: «Δέκα από τα τραγούδια σου θα τα τραγουδούν και σε διακόσια χρόνια». Με ρώτησε αν το πιστεύω αλήθεια. «Σε διακόσια χρόνια, το πιστεύω», τον βεβαίωσα.
Για μένα, ο Σαββόπουλος ανήκει σε εκείνη τη μικρή κατηγορία των Ελλήνων δημιουργών όπου θα βάζαμε τον Καβάφη, τον Παλαμά, τον Καρυωτάκη, τον Θεοδωράκη, τον Χατζιδάκι.
Η σχέση του με την Άσπα, ήταν καταπληκτική· ήταν η άλλη πλευρά του ίδιου νομίσματος. Πήγα πολλές φορές στο σπίτι τους. Τα φαγητά ήταν συμπόσια. Άκεφο τον έχω δει, αλλά ποτέ πικραμένο. Είχε την ιδιοσυγκρασία του οικοδεσπότη που δεν μπορεί να είναι θλιμμένος. Ήταν σαν να έλεγε «εγώ, ο Διονύσης, που είμαι ένα μεγάλο δέντρο, δεν μπορώ να μην είμαι δυνατός. Είμαι η πηγή —αν στερέψω, τι θα γίνει;». Ήταν ευπατρίδης, πατρικός, γενναιόδωρος.
Το καλοκαίρι, όταν τον είδα τελευταία φορά, ήταν χαρούμενος. Είχε τη λάμψη της συναυλίας του και πιάσαμε κουβέντα, οι δυο μας, εφ’ όλης της ύλης. Είχαμε καλή χημεία. Δεν μιλήσαμε για τον Μητσοτάκη ή τον Τσίπρα -ήθελε να μιλήσουμε για την τέχνη, τη δημιουργία, τη ζωή. Αυτά τον ενδιέφεραν. Η τέχνη που αναδύεται μέσα από τη ζωή ήταν το πλάνο του. Όχι η μικροπολιτική.
Μέχρι απόψε, ο Σαββόπουλος ήταν μια διαφιλονικούμενη προσωπικότητα —και αυτό ήταν η επιτυχία του. Δεν ήταν «ιερό σκήνωμα». Δεν θα ήθελα να αγιάσει. Δεν του πάει αυτό. Όπως και ο Μίκης, ήταν άνθρωπος που κάποιοι μπορούσαν να τον λατρέψουν και άλλοι να τον σιχαθούν. Έτσι πρέπει. Δεν είναι για πάσα νόσο.
Θέλω να τον αντιπαθεί ακόμα η Έλενα Ακρίτα, ας πούμε. Δεν θα ήθελε να τον αγιοποιήσουν όσοι τον έβριζαν χυδαία και ποταπά. Όταν είχε πει σε συνέντευξή του ότι αισθάνεται ασφαλής με τον Μητσοτάκη μετά την περιπέτειά του με τον κορωνοϊό, έμειναν σ’ αυτό και δεν είδαν τον άνθρωπο που περιέγραφε πώς ήταν οι μέρες του όταν είχε κοβίντ.
Εγώ δεν τον λέω ούτε «Νιόνιο» ούτε «Διονύση». Τον λέω «Σαββόπουλο». Θα υπάρχει για πάντα μέσα από το έργο του. Αυτός μας έχασε· εμείς δεν τον χάσαμε, τον έχουμε στα τραγούδια του.
Παιδάκι τραγουδούσα την Συννεφούλα. Μετά ήρθε ο Μπάλλος, η Μαύρη Θάλασσα, το Κιλελέρ, η Ρεζέβρα- «Σβήνω αυτό το φως, βάλε για καφέ. Ξημερώνει».
Είμαι πολύ λυπημένος. Αλλά και χαρούμενος που υπήρξε. Υπήρξε στον απόλυτο βαθμό».