Εδώ και αρκετό καιρό (από τον περασμένο Οκτώβρη και όχι μόνο) προσπαθήσαμε αρθρογραφικά να πείσουμε και να βοηθήσουμε τη Βουλή να αποφύγει την παγίδα της αστειότητας, με την προσπάθεια που κατέβαλε για κατάργηση της νομοθεσίας που υποχρέωνε τις εταιρείες να καταβάλλουν ετησίως στο κράτος €350 (δηλαδή 96 σεντ την ημέρα). Το μέτρο των €350, όπως επίσης και πολλά άλλα που αφορούσαν κυρίως τους μισθωτούς πολίτες, επιβλήθηκε με νομοθεσία που ψήφισε η Βουλή από το 2011, ως μέσο ενίσχυσης των δημοσίων οικονομικών και αφορούσε εταιρείες που είναι εγγεγραμμένες στο μητρώο του Εφόρου Εταιρειών.

Η αρθρογραφία μας ήταν τελικά μια τρύπα στο νερό. Όχι γιατί δεν καταφέραμε να αποτρέψουμε το Κοινοβούλιο να αποφύγει την παγίδα της αστειότητας, αλλά γιατί σ’ αυτή την παγίδα έπεσε μέσα και ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Νίκος Χριστοδουλίδης, ο οποίος στην προσπάθεια του να εισπράξει τα εργοδοτικά χειροκροτήματα, ανακοίνωσε κατάργηση του συγκεκριμένου τέλους πριν η Βουλή λάβει τις δικές της τελικές αποφάσεις.

Οι εξελίξεις, που αγγίζουν τα όρια μιας επιπόλαιης γελοιότητας, με τα όσα λέχθηκαν στο Κοινοβούλιο, οδήγησαν τελικά στην κατάργηση του τέλους, τη στιγμή που μόλις πρόσφατα το Υπουργείο Οικονομικών (με την ευκαιρία της συζήτησης των κρατικών προϋπολογισμών του 2024), ενημέρωνε τη Βουλή πως τα λεφτά, που συμποσούνται περίπου στα €45 εκ. ετησίως, τα χρειάζεται και τα έχει προϋπολογίσει στα έσοδα του για το 2024.

Τον Οκτώβριο του 2023 γράφαμε σ’ αυτή τη στήλη τα εξής: «Η προσπάθεια που καταβάλλεται για να καταργηθεί το συγκεκριμένο μέτρο είναι επιεικώς απαράδεκτη και προκαλεί ανεπανόρθωτα τα αισθήματα των μισθωτών πολιτών, οι οποίοι πλήρωσαν αγόγγυστα και αδιαμαρτύρητα όσα τους ζήτησε η πολιτεία για να αποφύγει τη χρεοκοπία, την περίοδο 2011-2013. Και δεν ήταν λίγα αυτά που τους ζητήθηκαν, είτε υπό μορφή υποχρεωτικής εισφοράς προς το κράτος, είτε υπό μορφή φορολογιών.

Διαφωνούμε με την κατάργηση του τέλους των €350. Υποδεικνύουμε προς τη Βουλή πως, αντί να το καταργήσει, θα πρέπει να ζητήσει από το σύνολο των εταιρειών να το καταβάλουν, αφού είναι ήδη γνωστό πως πέραν του 50% των εταιρειών χρωστούν το ετήσιο τέλος τα τελευταία εφτά περίπου χρόνια. Όλοι αυτοί που χρωστούν τη συγκεκριμένη οφειλή εισέπραξαν από τα κρατικά ταμεία τεράστια ποσά λόγω πανδημίας και όχι μόνο, γι’ αυτό, κατ’ ελάχιστον, ας ανταποκριθούν στη συγκεκριμένη υποχρέωση τους.

Είμαστε, άλλωστε, περισσότερο από βέβαιοι πως το τέλος των €350, που ισοδυναμεί με λιγότερο από 96 σεντ την ημέρα, δεν απειλεί τη βιωσιμότητα καμιάς εταιρείας. Ούτε για αστείο δεν μπορεί να λεχθεί κάτι τέτοιο.

Η μη καταβολή του τέλους αποτελεί ασέβεια και προς τη Βουλή, που ψήφισε τη συγκεκριμένη νομοθεσία. Γι’ αυτό, το νομοθετικό σώμα πρέπει να αλλάξει γραμμή πλεύσης και να προστατεύσει το κύρος και την αξιοπρέπεια του, υποδεικνύοντας προς τις εταιρείες πως οι νόμοι ψηφίζονται για να εφαρμόζονται και όχι για να παζαρεύονται εκ των υστέρων.
Αν δεν κάνει κάτι τέτοιο θα πέσει στην παγίδα της αστειότητας, γιατί ακούεται αστείο, όλα τα κόμματα να υποβάλλουν προτάσεις, είτε για κατάργηση, είτε για κλιμακωτή καταβολή της συγκεκριμένης εισφοράς προσπαθώντας (χάνοντας πολύτιμο κοινοβουλευτικό χρόνο) να γλυτώσουν τις εταιρείες από τον… εφιάλτη των 96 σεντ που τους απειλεί ημερησίως».

Τελικά, ούτε η Βουλή ούτε και η Κυβέρνηση προστάτευσαν το κύρος και την αξιοπρέπεια τους. Έπεσαν στην παγίδα της αστειότητας, τιμωρώντας τα δημόσια ταμεία. Έσωσαν, όμως, τις εταιρείες από 96 σεντ την ημέρα. Τώρα θα γίνουν περισσότερο εύρωστες και πιο ανταγωνιστικές.

Υ.Γ.: Με τα €45 εκ. που έχασε η Κυβέρνηση καταργώντας το συγκεκριμένο τέλος, θα μπορούσε να λύσει το θέμα με την αποκοπή του 12% στις συντάξεις όσων αφυπηρετούν στο 63ο έτος της ηλικίας τους. Θα μπορούσε…

Υπεύθυνος του Τμήματος Οικονομικών Μελετών της ΣΕΚ