Λόγω του ότι ο πληθωρισμός και η επακόλουθη μείωση του πραγματικού εισοδήματος και οι αυξήσεις των επιτοκίων προκαλούν επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης ορισμένης κατηγορίας δανειοληπτών (και όχι μόνο σε όσους εντάσσονται στις ευάλωτες ομάδες του πληθυσμού), «οι πλέον προφανείς διαδικασίες, αντιμετώπισης των προβλημάτων που δημιουργούνται είναι η προσφυγή στον πιστωτή από κάθε ενδιαφερόμενο δανειολήπτη, προκειμένου να εξεταστεί η προοπτική αναδιάρθρωσης των δανείων του. Πριν ακόμα αυτά περιέλθουν σε κατάσταση μη εξυπηρέτησης», αναφέρει σε προκαταρκτικό υπόμνημα του προς την επιτροπή Εμπορίου της Βουλής ο Χρηματοοικονομικός Επίτροπος, Παύλος Θ. Ιωάννου.

Ο κ. Ιωάννου αναφέρεται στην Οδηγία περί της Διαχείρισης Καθυστερήσεων Οδηγίες του 2015 έως 2020 της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου (ΚΤΚ), η οποία «αποτελεί ένα εξαιρετικό εργαλείο για προώθηση δίκαιων και λογικών αναδιαρθρώσεων. Στην προκειμένη περίπτωση, ενδεχομένως η σχετική Οδηγία να καθίσταται ακόμη περισσότερο χρήσιμη για αντιμετώπιση της κατάστασης, με δεδομένο το γεγονός ότι η σχετική Οδηγία στο άρθρο 4 (ερμηνεία), ορίζει ως αναδιάρθρωση: “οποιαδήποτε ενέργεια  από ΑΠΙ η οποία επιφέρει αλλαγές στους όρους ή/και προϋποθέσεις μιας χορήγησης, και αποσκοπεί στην αντιμετώπιση υφιστάμενων ή αναμενόμενων δυσκολιών στην εκ μέρους του δανειολήπτη εξυπηρέτηση της χορήγησης σύμφωνα με το υφιστάμενο πρόγραμμα αποπληρωμής”».

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Λαγκάρντ: Αύξηση επιτοκίων ακόμη και με κίνδυνο ύφεσης

Στο ίδιο άρθρο της Οδηγίας καθορίζεται η έννοια του «δανειολήπτη που αντιμετωπίζει οικονομικές δυσκολίες» που «σημαίνει δανειολήπτη του οποίου η οικονομική κατάσταση έχει επιδεινωθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε δεν είναι ή ενδεχομένως να μην είναι σε θέση να εξυπηρετήσει τις χορηγήσεις του, σύμφωνα με το συμβατικό πρόγραμμα αποπληρωμής».

Ο ίδιος επισημαίνει ότι, η Οδηγία της ΚΤΚ έχει συγκεκριμένο πεδίο εφαρμογής  και επομένως η προτεινόμενη λύση περιορίζεται μόνο στις κατηγορίες δανείων ή και άλλων χορηγήσεων που εντάσσονται στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας.

Εταιρείες Εξαγοράς Πιστώσεων (ΕΕΠ)

Πέραν των πιστωτικών ιδρυµάτων και οι ΕΕΠ, όπως προκύπτει από το άρθρο 18.(2)(ε) του Νόμου που ρυθμίζει την Αγοραπωλησία Πιστωτικών Διευκολύνσεων και Συναφή Θέματα του 2015 έως 2022, ενδείκνυται «να ενθαρρυνθούν προς την κατεύθυνση αναδιαρθρώσεων όταν ο δανειολήπτης αντιμετωπίσει προβλήματα διαθέσιμου εισοδήματος εξαιτίας του πληθωρισμού και τις αύξησης των επιτοκίων».

Σύμφωνα με τον ΧΕ, οι ΕΕΠ «φαίνεται να έχουν καταφανώς περισσότερα περιθώρια από τις Τράπεζες, για ευνοϊκές αναδιαρθρώσεις για τους δανειολήπτες. Για τους εξής λόγους:

•          Δεν δέχονται καταθέσεις και επομένως  η αύξηση των επιτοκίων δεν συνεπάγεται αύξηση κόστους μέσα από πληρωμές αυξημένων καταθετικών επιτοκίων.

•          Κατά συνέπεια η αύξηση των επιτοκίων προκαλεί αυτόνομη αύξηση στους εισπρακτέους τόκους και ανάλογα μη αναμενόμενα κέρδη (windfall gains). Μπορούν επομένως, χωρίς επηρεασμού της συνήθους επικερδότητας τους να απορροφήσουν μέρος της επιβάρυνσης των δανειοληπτών  των οποίων διαχειρίζονται τις δανειακές τους συμβάσεις.(Ανάλογο φαινόμενο παρατηρείται και στα Τραπεζικά Ιδρύματα, ωστόσο η έκτασή του είναι περιορισμένη εξαιτίας του γεγονότος ότι η αυτόνομη αύξηση των δανειακών επιτοκίων συνεπάγεται και αύξηση των καταθετικών επιτοκίων. Αυτό απομειώνει σημαντικά τα καθαρά μη προσδοκούμενα κέρδη)».

Και συμπληρώνει: «Ενόψει των πιο πάνω, και με δεδομένο το γεγονός ότι οι δανειακές συμβάσεις που τυγχάνουν διαχείρισης από ΕΕΠ (συμπεριλαμβανομένης της ΚΕΔΙΠΕΣ), είναι και οι πλέον προβληματικές από πλευράς βιωσιμότητας και εισοδηματικών δυνατοτήτων των δανειοληπτών, είναι χρήσιμο και πρόσφορο, μέσα από κατάλληλες ρυθμίσεις, οι ΕΕΠ να προωθούν διευκολύνσεις, απορροφώντας μέρος της επιβάρυνσης των δανειοληπτών ανάλογα με το μέγεθος των μη προσδοκούμενων κερδών που πραγματοποιούν. Αυτό θα πρέπει να ισχύσει ιδιαίτερα για την ΚΕΔΙΠΕΣ, η οποία ανήκει στο Κράτος. Το ζήτημα αυτό, χρήζει άμεσης ρύθμισης. Το Κράτος δεν νοείται να κερδοσκοπεί σε βάρος των δανειοληπτών».

Η επιστολή

Το γραφείο του Χρηματοοικονομικού Επίτροπου γίνεται εσχάτως αποδέκτης ποικιλόμορφων διαμαρτυριών (προφορικών και γραπτών), για τις επιπτώσεις του πληθωρισμού και της αύξησης των επιτοκίων επί του διαθέσιμου εισοδήματος των καταναλωτών, όπως σημειώνει ο Παύλος Ιωάννου, ο οποίος παραθέτει περιεχόμενο επιστολής δανειολήπτη «επειδή είναι άκρως περιγραφική και ειλικρινής έκφραση της ανησυχίας και αγωνίας για τις τρέχουσες συγκυρίες»:

«Δια της παρούσης επικοινωνώ μαζί σας εκφράζοντας τις ανησυχίες μιας μεγάλης ομάδας συμπολιτών μας οι οποίοι παραμένουν εντελώς ανυπεράσπιστοι έναντι στη λαίλαπα των αυξήσεων των στεγαστικών επιτοκίων. Πολίτες χωρίς καμιά προηγούμενη εκκρεμότητα στα στεγαστικά τους δάνεια, που τακτοποιούν ανελλιπώς κάθε υποχρέωση που ανέλαβαν, βλέπουν σήμερα έντρομοι να απειλούνται τα ακίνητά τους, συμπεριλαμβανομένου της πρώτης κατοικίας, αφού επιβαλλόμενες αυξήσεις ύψους μέχρι 4,2%, ανεβάζουν σε πραγματικούς αριθμούς  τις μηνιαίες δόσεις μέχρι και €400 το μήνα (από €1261 σε €1680). Και όλο αυτό λίγο πριν το χειμώνα με τις επιπλέον ενεργειακές του απαιτήσεις».

Η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων

Προκειμένου να διαφανεί η επίπτωση της αύξησης των επιτοκίων στο διαθέσιμο εισόδημα δανειοληπτών/ καταναλωτών, ο ΧΕ υπολόγισε τη συνεπαγόμενη αύξηση της μηνιαίας δόσης εξυπηρετούμενων δανείων και συνεπώς την αντίστοιχη μείωση στο διαθέσιμο εισόδημα.

«Για τους σχετικούς υπολογισμούς, χρησιμοποιούμε την τρέχουσα αύξηση του βασικού επιτοκίου της ΕΚΤ (2% από 2 Νοεμβρίου 2022) και τις συνέπειες αν το εν λόγω επιτόκιο ανέλθει στα 2,5% και 3% αντίστοιχα. Χρησιμοποιήσαμε μια πραγματική σύμβαση με συνολικό επιτόκιο =επιτόκιο ΕΚΤ+4,95%». 

Kαι συνεχίζει: «Στη συγκεκριμένη πραγματική σύμβαση, με υπόλοιπο περίπου €150.000, η μεταβολή στη δόση πραγματοποιείται αν η εξόφληση είναι σε 10 χρόνια, €150,44 ή μεταβολή 9,48% σε σχέση με τη δόση, όταν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 0%. Η αύξηση αυτή με βασικό επιτόκιο ΕΚΤ στο 2,50% ανέρχεται στα €189,29 ή 11,93%. Όταν το βασικό επιτόκιο της ΕΚΤ για την υπό εξέταση σύμβαση ανέλθει στο 3%, η δόση για την υπό εξέταση δανειακή σύμβαση αυξάνει κατά €228,63 ή 14,40%, σε σχέση με τη δόση, όταν το επιτόκιο της ΕΚΤ ήταν 0% . Αν η εξόφληση είναι σε 15 χρόνια, η αύξηση της δόσης για τις μεταβολές που αναφέρθηκαν προηγουμένως κυμαίνονται από 13,68% μέχρι 20,88%. Εάνη εξόφληση είναι για 20 χρόνια, η αύξηση θα κυμαίνεται για τα προηγούμενα αναφερόμενα βασικά επιτόκια της ΕΚΤ από 17,51% στα 26,80%. Αναλυτικά οι σχετικοί υπολογισμοίπαρουσιάζονται στον πίνακα Α πιο κάτω. Ο πίνακας Β στα παράρτημα Α παρουσιάζει αναλόγως υπολογισμούς για δάνεια με περιθώριο 1,75% και 2,50%».