Η περαιτέρω ενδυνάμωση και εδραίωση των συλλογικών συμβάσεων, με στόχο την κάλυψη του 80% των εργαζομένων, όπως προβλέπει η σχετική Οδηγία της ΕΕ για τους επαρκείς κατώτατους μισθούς, δεν αποκλείεται τελικά να αφεθεί στην… καλή διάθεση της Κυβέρνησης και φυσικά στον αγώνα του συνδικαλιστικού κινήματος. Καθώς η σχετική Οδηγία αμφισβητείται έντονα και εσχάτως η Δανία προσέφυγε στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), ζητώντας την ακύρωσή της.

Η αντίδραση των σκανδιναβικών χωρών ήταν έντονη εξαρχής για τη συγκεκριμένη Οδηγία, ωστόσο, τελικά μόνο η Δανία και η νέα Κυβέρνηση της χώρας, που ανέλαβε μόλις τον περασμένο Δεκέμβριο, αποφάσισε να προσφύγει στο δικαστήριο της ΕΕ. Η προσφυγή έγινε στις 18 Ιανουαρίου και δημοσιεύτηκε μόλις τη Δευτέρα στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ.

Σημειώνουμε ότι η Οδηγία του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση δημοσιεύτηκε στην επίσημη εφημερίδα της ΕΕ στις 25 Οκτωβρίου 2022 και δίνει διορία στα κράτη μέλη για μεταφορά της στο εθνικό δίκαιο και εφαρμογή μέχρι τις 15 Νοεμβρίου του 2024. Ως γνωστόν, η εν λόγω Οδηγία δίνει στην ουσία κατευθύνσεις στα κράτη μέλη, καθορίζει παραμέτρους για αναθεώρηση των κατώτατων μισθών, χωρίς όμως να ορίζει συγκεκριμένο ποσό για κατώτατο ποσό, ούτε και επιβάλλει νόμιμους κατώτατους μισθούς εάν δεν εφαρμόζονται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Κατώτατος μισθός: Εκκίνηση με… απορίες

Εκτιμώντας πως τα κράτη μέλη με υψηλό ποσοστό κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις τείνουν να έχουν μικρό ποσοστό χαμηλόμισθων εργαζομένων και υψηλούς κατώτατους μισθούς, προτείνει δράσεις και ζητά μέτρα για όσα κράτη μέλη δεν έχουν κάλυψη των εργαζομένων τους έως 80% (στην Κύπρο το ποσοστό κάλυψης από συμβάσεις δεν υπερβαίνει το 50%, σύμφωνα με συνδικαλιστικές πηγές). Αυτό φυσικά δεν συμβαίνει στις σκανδιναβικές χώρες, όπου υπάρχει πυκνή οργανωτικότητα και μεγάλη κάλυψη από συμβάσεις, ωστόσο η Δανία φαίνεται να προχώρησε σε προσφυγή για λόγους αρχής.

Νομικοί κύκλοι, πάντως, ανέφεραν στον «Φ» πως μέχρι την εκδίκαση της προσφυγής η Οδηγία της ΕΕ βρίσκεται σε ισχύ, εφόσον έχει δημοσιευτεί και η διορία των κρατών μελών για υιοθέτησή της συνεχίζει να τρέχει.

Το αίτημα της Δανίας

Συνοπτικά, η Δανία ζητά ακύρωση της Οδηγίας, υποστηρίζοντας πως αυτή παραβιάζει τη Συνθήκη Λειτουργίας της ΕΕ. Όπως αναφέρεται στην προσφυγή της Δανίας, το Βασίλειο της χώρας κινείται κατά του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ζητώντας από το δικαστήριο να ακυρώσει την Οδηγία (EΕ) 2022/2041 της 19ης Οκτωβρίου 2022, για επαρκείς κατώτατους μισθούς στην Ευρωπαϊκή Ένωση και όπως καταδικάσει το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στα δικαστικά έξοδα.

Eπικουρικώς, ζητά από το Δικαστήριο να ακυρώσει το άρθρο 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, της Οδηγίας. Ζητά ακόμα να ακυρωθεί και η παράγραφος 2 του άρθρου 4, άρθρο το οποίο είναι αυτό που αναφέρεται στην ενίσχυση των συμβάσεων.

Για στήριξη του κύριου αιτήματός της, για ακύρωση της Οδηγίας,

το Βασίλειο της Δανίας «υποστηρίζει, πρώτον, ότι με την έκδοση της προσβαλλόμενης οδηγίας τα καθ’ ών η αίτηση παραβίασαν την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Η προσβαλλόμενη Οδηγία παρεμβαίνει άμεσα στον καθορισμό του επιπέδου των αμοιβών στα κράτη μέλη και αφορά το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στοιχεία τα οποία εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης, σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ».

Ως δεύτερο επιχείρημα για το κύριο αίτημα της, η Δανία υποστηρίζει «ότι η προσβαλλόμενη Οδηγία δεν μπορούσε νομίμως να εκδοθεί βάσει του άρθρου 153, παράγραφος 1, στοιχείο β’, ΣΛΕΕ. Τούτο διότι η Οδηγία επιδιώκει τόσο τον στόχο που προβλέπεται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο β’, ΣΛΕΕ, όσο και τον στόχο που προβλέπεται στο άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, ΣΛΕΕ. Ο δεύτερος στόχος δεν έχει παρεπόμενο χαρακτήρα σε σχέση με τον πρώτο και προϋποθέτει την εφαρμογή διαδικασίας λήψης αποφάσεων διαφορετικής από τη διαδικασία που ακολουθήθηκε όταν εκδόθηκε η προσβαλλόμενη οδηγία (βλ. άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: 2023 με Εθνικό Κατώτατο Μισθό

Οι δύο διαδικασίες λήψης αποφάσεων είναι ασύμβατες, καθώς η έκδοση πράξεων κατά το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο στ’, ΣΛΕΕ -σε αντίθεση με το άρθρο 153, παράγραφος 1, στοιχείο β’, ΣΛΕΕ- απαιτεί ομοφωνία (βλ. άρθρο 153, παράγραφος 2, ΣΛΕΕ)».

Για υποστήριξη του επικουρικού αιτήματός του, το Βασίλειο της Δανίας ισχυρίζεται ότι, «με τη θέσπιση του άρθρου 4, παράγραφος 1, στοιχείο δ’, και του άρθρου 4, παράγραφος 2, της προσβαλλόμενης οδηγίας, τα καθών (σ.σ. ΕΕ και Ευρωκοινοβούλιο) παραβίασαν την αρχή της δοτής αρμοδιότητας και ενήργησαν κατά παράβαση του άρθρου 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ. Οι ως άνω διατάξεις παρεμβαίνουν άμεσα στον καθορισμό του επιπέδου των αμοιβών στα κράτη μέλη και αφορούν το δικαίωμα του συνεταιρίζεσθαι, στοιχεία τα οποία εξαιρούνται από την αρμοδιότητα του νομοθέτη της Ένωσης σύμφωνα με το άρθρο 153, παράγραφος 5, ΣΛΕΕ».

Το άρθρο προς κατάργηση είναι αυτό που μας καίει

Το επικουρικό αίτημα της Δανίας για ακύρωση, αν όχι όλης της Οδηγίας, τουλάχιστον του άρθρου 4, προκαλεί πάντως αίσθηση, καθώς πρόκειται για το άρθρο που, ιδιαίτερα στη χώρα μας, χαιρετίστηκε από το συνδικαλιστικό κίνημα, καθώς προβλέπει στην ουσία ενθάρρυνση των συλλογικών διαπραγματεύσεων, με προφανή στόχο την ενίσχυση των συλλογικών συμβάσεων.

Συγκεκριμένα, το άρθρο 4.1 αναφέρει πως, με στόχο την αύξηση της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις και τη διευκόλυνση της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, τα κράτη μέλη, με τη συμμετοχή των κοινωνικών εταίρων και σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο και την εθνική πρακτική:

∙α) προωθούν την οικοδόμηση και την ενίσχυση της ικανότητας των κοινωνικών εταίρων να συμμετέχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών, ιδίως σε κλαδικό ή διακλαδικό επίπεδο·

∙β) ενθαρρύνουν τις εποικοδομητικές, ουσιαστικές και εμπεριστατωμένες διαπραγματεύσεις επί των μισθών μεταξύ των κοινωνικών εταίρων, επί ίσοις όροις, στο πλαίσιο των οποίων αμφότερα τα μέρη έχουν πρόσβαση στη δέουσα πληροφόρηση για την εκτέλεση των καθηκόντων τους όσον αφορά τις συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών·

∙γ) λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία της άσκησης του δικαιώματος συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών και για την προστασία των εργαζομένων και των συνδικαλιστικών εκπροσώπων από πράξεις που εισάγουν διακρίσεις εις βάρος τους όσον αφορά την απασχόλησή τους με την αιτιολογία ότι συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις για τον καθορισμό των μισθών·

∙δ) για τους σκοπούς της προώθησης των συλλογικών διαπραγματεύσεων για τον καθορισμό των μισθών, λαμβάνουν μέτρα, κατά περίπτωση, για την προστασία των συνδικαλιστικών οργανώσεων και των οργανώσεων των εργοδοτών που συμμετέχουν ή επιθυμούν να συμμετάσχουν σε συλλογικές διαπραγματεύσεις έναντι τυχόν ενεργειών παρέμβασης μεταξύ τους ή των εκατέρωθεν εκπροσώπων ή μελών τους κατά τη σύσταση, τη λειτουργία ή τη διοίκησή τους.

Η παράγραφος 2 του άρθρου 4 είναι ακόμα πιο ενισχυτική για ενδυνάμωση των συλλογικών συμβάσεων, καθώς προβλέπει προς αυτήν την κατεύθυνση και συγκεκριμένο σχέδιο δράσης. Συγκεκριμένα, αναφέρει τα εξής:

«Επιπροσθέτως, κάθε κράτος μέλος στο οποίο το ποσοστό της κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις υπολείπεται του κατώτατου ορίου του 80%, θεσπίζει πλαίσιο με τους αναγκαίους πρόσφορους όρους για τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, είτε με νόμο, κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους, είτε με συμφωνία με αυτούς. Το εν λόγω κράτος μέλος εκπονεί, επίσης, σχέδιο δράσης για την προώθηση των συλλογικών διαπραγματεύσεων.

Το κράτος μέλος εκπονεί αυτό το σχέδιο δράσης κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικών εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ των κοινωνικών εταίρων.

Το σχέδιο δράσης ορίζει σαφές χρονοδιάγραμμα και συγκεκριμένα μέτρα για τη σταδιακή αύξηση του ποσοστού κάλυψης από συλλογικές διαπραγματεύσεις, με πλήρη σεβασμό της αυτονομίας των κοινωνικών εταίρων.

Το κράτος μέλος θα πρέπει να επανεξετάζει τακτικά το σχέδιο δράσης του και να το επικαιροποιεί, εάν είναι απαραίτητο. Όταν ένα κράτος μέλος επικαιροποιεί το σχέδιο δράσης του, το κάνει κατόπιν διαβούλευσης με τους κοινωνικούς εταίρους ή σε συμφωνία με αυτούς ή, κατόπιν κοινού αιτήματος των κοινωνικού εταίρων, ως προϊόν συμφωνίας μεταξύ τους.

Σε κάθε περίπτωση, το εν λόγω σχέδιο δράσης επανεξετάζεται τουλάχιστον ανά πενταετία. Το σχέδιο δράσης και τυχόν επικαιροποιήσεις του δημοσιοποιούνται και κοινοποιούνται στην Επιτροπή».