Στις αίθουσες των δικαστηρίων θα λύσει τις διαφορές του με την Τράπεζα Κύπρου και υψηλόβαθμα στελέχη της ο Δημήτρης Χατζηαργυρού, ο επιχειρηματίας που ξεκίνησε τους σχεδιασμούς για το Nicosia Mall και μέχρι πέρσι τον Μάιο ήταν εκ των μετόχων της ιδιοκτήτριας εταιρείας. 
 
Ο Δ. Χατζηαργυρού έχει προχωρήσει από πέρσι το καλοκαίρι με αγωγές εναντίον της Τράπεζας Κύπρου και της Nicosia Mall Holdings (NMH) Limited ενώ πρόσφατα προχώρησε με ιδιωτική ποινική κατά της Τράπεζας Κύπρου και υψηλόβαθμων στελεχών της ανάμεσα τους ο παραιτηθείς CEO John P. Hourican και ο επικεφαλής του τομέα αναδιαρθρώσεων Nick Smith. Μάλιστα, στα πλαίσια της ιδιωτικής ποινικής υποβλήθηκε αίτημα όπως τα δύο υψηλόβαθμα στελέχη της τράπεζας μπουν στον κατάλογο του stop list, παραδώσουν τα διαβατήριά τους και τους επιβληθούν όροι εμφάνισης.
 
Η βάση και των δύο υποθέσεων αφορά στον τρόπο που έγινε η αναδιάρθρωση του εμπορικού κέντρου με τον αιτητή να υποστηρίζει πως σε αρκετές περιπτώσεις η τράπεζα ενήργησε ετσιθελικά εκμεταλλευόμενη την πίεση που μπορούσε να ασκήσει από τη θέση οικονομικής ισχύος που βρισκόταν. 
 
Από το κατηγορητήριο της ποινικής υπόθεσης διαφαίνεται πως ένα από τα ζητήματα για τα οποία υπάρχει παράπονο, αφορά τη μεταβίβαση 1.300 μετοχών που κατείχε ο αιτητής στη Nicosia Mall Holdings. O αιτητής υποστηρίζει πως οι κατηγορούμενοι του παρουσίαζαν πως οι μετοχές του είχαν μηδενική αξία και του τις απέσπασαν έναντι ποσού 5 εκατ. ευρώ ενώ άξιζαν 8.8 εκατ. ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί πως οι μετοχές αποκτήθηκαν με την υπογραφή του επιχειρηματία, ωστόσο, στο κατηγορητήριο υποστηρίζεται πως αν και γνώριζαν την ανάγκη και/ή ψυχική έξαψη του παραπονούμενου εκμεταλλεύτηκαν την κατάσταση. 
 
Όμως, οι αγωγές δεν αφορούν μόνο τον τρόπο που αποκτήθηκαν από την τράπεζα οι μετοχές του παραπονούμενου αλλά πάνε και πιο πίσω όταν συμφωνήθηκε η αναδιάρθρωση του δανεισμού του εμπορικού κέντρου και η τράπεζα κατέστη ιδιοκτήτης του 51%. Υποστηρίζεται πως η τράπεζα απέκτησε 5.100 μετοχές τάξεως Α΄ προς 7.500 ευρώ ενώ η αξία τους ήταν 28 εκατ. ευρώ. 
 
Η σχέση των δύο πλευρών πάει πολλά χρόνια πίσω όταν η εταιρεία του παραπονούμενου αγόρασε από την Ιερά Μονή Κύκκου τη γη στην οποία θα ανεγειρόταν το εμπορικό κέντρο μέσω δανεισμού 22 εκατ. ευρώ από την Τράπεζα Κύπρου. Στη συνέχεια το 87% της εταιρείας απέκτησε η εργοληπτική εταιρεία Αθηαινίτης και όπως υποστηρίζεται έγινε κατορθωτό να γίνουν συμφωνίες με ενοικιαστές που θα απέφεραν εισόδημα 9.1 εκατ. ευρώ ετησίως. Με την τράπεζα να μην προχωρεί τις διαδικασίες για νέο δανεισμό ώστε να ολοκληρωθεί το έργο, σύμφωνα πάντα με τον παραπονούμενο, προσέγγισε το Ταμείο Συντάξεων της CYTA για να το χρηματοδοτήσει, κάτι που τελικά επιτεύχθηκε με ποσό 30 εκατ. ευρώ. Η υλοποίηση του έργου αν και ξεκίνησε, χρειάζονταν ακόμα 28 εκατ. ευρώ για να ολοκληρωθεί και η τράπεζα έθεσε διάφορους όρους για να προχωρήσει με τη χρηματοδότησή του, αφού κατέβαλε, σύμφωνα με τον παραπονούμενο 40 εκατ. ευρώ στη Cyta. Περισσότερα κατά περίπου 4 εκατ. ευρώ από το ποσό που της οφειλόταν. 
 
Η αναδιάρθρωση περιλάμβανε διάφορους όρους. Η τράπεζα θα ήλεγχε το 51% της νέας εταιρείας που θα δημιουργούνταν, ο Δ. Χατζηαργυρού το 13% και η εργοληπτική  K. Athienitis το 36%. Σύμφωνα πάντα με τον παραπονούμενο, ο ίδιος και η Athienitis θα κατείχαν μετοχές τύπου Β’, μετοχές που δεν είχαν δικαίωμα ψήφου. Επίσης οι δύο μέτοχοι μειοψηφίας υπέγραψαν έγγραφο μεταβίβασης μετοχών υπέρ της Τράπεζας Κύπρου για μεταβίβαση των μετοχών σε οποιοδήποτε χρόνο αποφάσιζε η τελευταία. Στη βάση του συγκεκριμένου εγγράφου φαίνεται πως έγινε και η μεταβίβαση των μετοχών που κατείχε ο παραπονούμενος στη Nicosia Mall Holdings. Στο σημείο αυτό αξίζει να σημειωθεί πως η αναδιάρθρωση υλοποιήθηκε με τις υπογραφές και του παραπονούμενου, υποστηρίζει ωστόσο πως ήταν ενώπιον αδιεξόδων τα οποία δημιούργησε η τράπεζα και δεν είχε άλλη επιλογή. Ισχυρίζεται δε, πως με αυτόν τον τρόπο η τράπεζα απέκτησε το 51% του εμπορικού κέντρου χωρίς να καταβάλει αντίτιμο. 
 
Παράπονα όμως εκφράζονται και σε σχέση με το ότι ενώ αρχικά η τράπεζα συμφώνησε όπως ο παραπονούμενος και η Αθηαινίτης θα δημιουργούσαν κοινή εταιρεία που θα αναλάμβανε τη διαχείριση του εμπορικού κέντρου, στη συνέχεια έκανε πίσω σ’ αυτήν τη συμφωνία. Ένα άλλο σημείο για το οποίο εκφράζονται παράπονα, αφορά σε ισχυριζόμενη δέσμευση της τράπεζας πως αν τα έσοδα από ενοίκια ξεπερνούσαν τα 9 εκατ. ευρώ θα έδιδε στους μετόχους μειοψηφίας 10% των μετοχών, 7% στην εταιρεία Soulfull (Αθηαινίτης) και 3% στον παραπονούμενο. Βέβαια, εδώ να σημειώσουμε πως η τράπεζα απέκτησε τις μετοχές του παραπονούμενου τον Μάιο του 2018 ενώ το εμπορικό κέντρο λειτούργησε περί τα τέλη του έτους. 
 
Αξίζει επίσης να σημειωθεί πως ο παραπονούμενος υποστηρίζει ότι προτού γίνει η αναδιάρθρωση του δανεισμού, είχε εξευρεθεί επενδυτής διατεθειμένος να καταβάλει 20 εκατ. ευρώ για να προχωρήσει το έργο, κάτι που δεν αποδέχθηκε η τράπεζα, με αποτέλεσμα να καταβάλει μόνο 2 εκατ. ευρώ ως προκαταβολή για τη συμφωνία. 
 
Για να υποστηρίξει τη θέση του, ο παραπονούμενος επικαλείται δηλώσεις που έκανε τους τελευταίους μήνες ο πρόεδρος του Nicosia Mall Μάριος Καλοχωρίτης σε σχέση με το κόστος και την αξία του έργου. Ο παραπονούμενος υποστηρίζει πως η αξία των 150 εκατ. ευρώ συνάδει με εκτιμήσεις που είχε εξασφαλίσει προηγουμένως και ο ίδιος από επαγγελματίες εκτιμητές ενώ από την εμπλοκή του στα διοικητικά της εταιρείας, τοποθετεί το κόστος του έργου στα 102 εκατ. ευρώ. 
 
Στη βάση των πιο πάνω, θεωρεί πως η τράπεζα χειραγώγησε την αγορά και ανάμεσα στις ενέργειες τους είναι να προβεί σε καταγγελίες σε Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς και Κεντρική Τράπεζα.