Το 2020 θα είναι αναμφίβολα μια χρονιά, η οποία θα φέρει στο προσκήνιο ένα νέο δίλημμα στον χρηματοοικονομικό τομέα, καθώς το τοπίο στις τραπεζικές καταθέσεις αλλάζει σημαντικά. Με τα επιτόκια καταθέσεων να υποχωρούν στο 0%, στο πλαίσιο της νομισματικής πολιτικής που εφαρμόζει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και της πλεονάζουσας ρευστότητας που υπάρχει στις τράπεζες, το δίλημμα τόσο για τους θεσμικούς καταθέτες όσο και για τους καταθέτες λιανικής θα είναι πού να επενδύσουν, προκειμένου να διατηρήσουν την αγοραστική αξία των χρημάτων τους.

Το περιβάλλον των εξαιρετικά χαμηλών ή και αρνητικών επιτοκίων θα οδηγήσει αμφότερους τους καταθέτες λιανικής και τους θεσμικούς καταθέτες έξω από το στοιχείο τους, εντάσσοντάς τους στον κόσμο των επενδύσεων και φέρνοντάς τους αντιμέτωπους με νέα επενδυτικά προϊόντα τα οποία αναμένεται να εισαγάγουν όλοι οι φορείς του εγχώριου χρηματοοικονομικού τομέα, όπως οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες παροχής επενδυτικών υπηρεσιών. Η νέα αυτή πραγματικότητα δεν αποτελεί, εξ ορισμού, μια αρνητική εξέλιξη, καθώς όπως ήδη συμβαίνει και στις πιο ανεπτυγμένες οικονομίες, τα κεφάλαια που δεν χρειάζονται στο άμεσο μέλλον, αξιοποιούνται καλύτερα εάν επενδυθούν σε επαρκώς διεσπαρμένα χαρτοφυλάκια. 

Επομένως, το δίλημμα για το 2020 δεν θα είναι κατά πόσο να επενδύσει κάποιος ή όχι, αλλά πού και πώς να επενδύσει. Το ερώτημα θα αφορά τόσο τους θεσμικούς όσο και τους λιανικούς καταθέτες. 

Το 2019, είδαμε μια έντονη άνοδο στις αξίες των μετοχών, ιδιαίτερα στις ΗΠΑ, όπου οι δείκτες έφθασαν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα κατά τη διάρκεια του έτους, καθώς και περαιτέρω άνοδο στις τιμές των ομολόγων, που προήλθαν κυρίως από ποσοτικές χαλαρώσεις, παρά από μακροοικονομικές συνθήκες. Διαμορφώνεται έτσι ένα περιβάλλον πλεονάζουσας ρευστότητας και υψηλής αποτίμησης μετοχικών κεφαλαίων, αλλά και ελλιπούς αποτίμησης κινδύνων για τα κρατικά και τα εταιρικά ομόλογα, μέσα στο οποίο οι επενδυτές καλούνται, το 2020, να αποφασίσουν πού να επενδύσουν τα χρήματά τους.

Ως πρόεδρος του Κυπριακού Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών (CFA Society Cyprus), θα ήθελα για ακόμη μια φορά να επαναλάβω την προτροπή μας προς τους υποψήφιους επενδυτές, προτού προβούν σε οποιεσδήποτε επενδυτικές αποφάσεις, να αναζητήσουν συμβουλές από τους επαγγελματίες συμβούλους επενδύσεων και παράλληλα να διαμορφώσουν μια μακροχρόνια επενδυτική πολιτική. Όπως συνηθίζουμε να λέμε, μια επένδυση που είναι καλή για ένα άτομο, πιθανόν να είναι κακή επένδυση για κάποιον άλλο. Στην πραγματικότητα, δεν υπάρχουν καλές και κακές επενδύσεις, αλλά καλές ή κακές στρατηγικές κατανομής περιουσιακών στοιχείων και ακατάλληλες επενδυτικές πολιτικές, που τελικά καθορίζουν την τύχη των αποταμιεύσεών μας. 

Στην αυγή της νέας χρονιάς, θα πρέπει τόσο οι επενδυτές λιανικής όσο και οι θεσμικοί επενδυτές να είναι σε εγρήγορση όταν έρχονται αντιμέτωποι με επενδυτικά προϊόντα τα οποία δεν κατανοούν. Αν έπρεπε να ξεχωρίσουμε ορισμένες ενδεικτικές παραμέτρους που πρέπει να εξετάζει κάποιος που έρχεται αντιμέτωπος με ένα νέο επενδυτικό προϊόν, θα ήταν για παράδειγμα εάν το επενδυτικό προϊόν επενδύει την ολότητα των χρημάτων από την πρώτη μέρα, η συχνότητα αποτίμησης της επένδυσης που πρόκειται να κάνει, οι περιορισμοί ή κυρώσεις σε περίπτωση απόσυρσης της επένδυσης, η δυνατότητα ρευστοποίησης της επένδυσης ανά πάσα στιγμή, το περιθώριο μεταξύ της τιμής αγοράς και πώλησης της επένδυσής του, η ύπαρξη κρυφών χρεώσεων, καθώς  και ποιος είναι ο Δείκτης Συνολικών Εξόδων (ΔΣΕ) που θα έχει.

Κλείνοντας, σε μια εποχή όπου η επενδυτική επιλογή των καταθέσεων φτάνει στο τέλος της και νέα διλήμματα αναδύονται, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ένα παλιό ρητό: «Αν μία επενδυτική επιλογή δείχνει πολύ καλή για να είναι αληθινή, τότε μάλλον δεν είναι». 

Πρόεδρος Κυπριακού Συνδέσμου Χρηματοοικονομικών Αναλυτών (CFA Society Cyprus)