Του Tobin Harshaw

Η ρίψη της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα πριν από ακριβώς 80 χρόνια είναι κάτι που πρέπει να θυμόμαστε αλλά όχι να γιορτάζουμε. Ήταν επίσης η αρχή μιας νέας εποχής: της ατομικής εποχής. Μεγαλώνοντας στα τελευταία χρόνια του Ψυχρού Πολέμου, η γενιά μου δεν έζησε με την αίσθηση της απειλής και τις ασκήσεις “duck-and-cover” (“σκύψτε και καλυφθείτε”) του Bert the Turtle που γνώρισαν οι baby boomers. Αλλά και οι δύο ήταν ευλογημένες από την απουσία ενός πολέμου μεγάλης κλίμακας, συμβατικού ή πυρηνικού, μεταξύ των ΗΠΑ και της Σοβιετικής Ένωσης.

Το οποίο φέρνει στο προσκήνιο ένα ερώτημα 80 ετών: Διατήρησε η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων την ειρήνη κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου; Και αν ναι, τι εξηγεί αυτό το παράδοξο αποτέλεσμα; Η απλή απάντηση είναι η μη ικανοποιητική: Είναι περίπλοκο.

Ο Χάρι Τρούμαν, ο πρόεδρος υπεύθυνος για τη Χιροσίμα, επέμενε ότι η βόμβα “θα γινόταν μια ισχυρή και δυναμική επιρροή προς την κατεύθυνση της διατήρησης της παγκόσμιας ειρήνης”. Πρόσφατη δημοσκόπηση (Pew) δείχνει ότι αυτή η άποψη εχει αλλάξει: το 69% των ερωτηθέντων στις ΗΠΑ δήλωσε ότι η ανάπτυξη των πυρηνικών όπλων “έχει κάνει τον κόσμο λιγότερο ασφαλή”.

Πώς αποφύγαμε τον Τρίτο Παγκόσμιο Πόλεμο
οπινιον

Αλλά ίσως αυτή είναι η λάθος ερώτηση. Εξάλλου, ένα όπλο παραμένει ένα υλικό πράγμα – το πραγματικό ερώτημα είναι αν οι υπεύθυνοι το χειρίζονται με σοφία. (Στην προκειμένη περίπτωση, να μην το χρησιμοποιήσουν καθόλου.) Και με τον όρο “σοφία”, δεν εννοώ απλώς να πιστεύουμε ότι ένας πυρηνικός πόλεμος, ενώ δεν είναι αδιανόητος, είναι μη βιώσιμος. Αντίθετα, η πραγματική σοφία είναι να αναγνωρίσουμε ότι η αποφυγή ενός πυρηνικού χειμώνα απαιτούσε μια αξιοσημείωτα έξυπνη σειρά στρατηγικών αλλαγών από τους Αμερικανούς ηγέτες κατά τη διάρκεια των 45 ετών που ζήσαμε στο χείλος του γκρεμού.

οπινιον

Συχνά βλέπουμε τη στρατηγική του Ψυχρού Πολέμου μέσα από την εύηχη φρασεολογία των πρώτων θεωρητικών της ατομικής σύγκρουσης, πολλοί από τους οποίους εργάζονταν στην RAND Corporation. Μεταξύ αυτών ήταν ο οικονομολόγος Τόμας Σέλινγκ, ειδικός στη θεωρία των παιγνίων, και ο φυσικός Χέρμαν Καν, ο οποίος έκανε δημοφιλή την ιδέα της “αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής” (Mutual assured destruction) – την ιδέα ότι οι τρομακτικές συνέπειες ενός μαζικού πυρηνικού πολέμου σε κάθε πλευρά θα απέτρεπαν την πραγματοποίησή του.

Ίσως. Τα παίγνια μπορεί να είναι ένας καλός τρόπος εξέτασης των οικονομικών αποφάσεων, αλλά επικίνδυνος για τη γεωστρατηγική: Βασίζεται παραδοσιακά στην ιδέα ότι καμία πλευρά δεν έχει κίνητρο να αλλάξει στρατηγική μονομερώς και μπορεί να υποθέσει ότι τα κράτη “παίζουν” ένα πυρηνικό παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος. Η πολιτική και η διακυβερνηση μιας χώρας δεν παίζονται έτσι*.

Η αμοιβαία εξασφαλισμένη καταστροφή έχει μια ισχυρότερη πρόσφυση στην πραγματικότητα, αλλά, εκτός από το κακό branding της, αντιμετωπίστηκε ευρέως με στατικούς όρους: η αέναη παρουσία όπλων που καταστρέφουν τον πολιτισμό και είναι έτοιμα για χρήση. Αυτό το μοντέλο δεν αντέχει, για παράδειγμα, αν έστω και η μία πλευρά πιστεύει ότι η κλιμάκωση μπορεί να τερματιστεί με τη χρήση τακτικών, χαμηλότερης απόδοσης, όπλων “πεδίου μάχης”.

Οι αφηρημένες θεωρίες είναι ωραίες και καλές, αλλά ας παραδεχτούμε ότι η πολιτική, η διπλωματία, η στρατιωτική στρατηγική, η ήπια ισχύς, ακόμη και η τύχη, όλα αυτά, είναι το προϊόν των ενεργειών ανθρώπων που αλλάζουν γνώμη και προσαρμόζονται στις νέες πραγματικότητες, όπως και οι διάδοχοί τους με το status quo που κληρονομούν. Έτσι, αν θέλουμε να πούμε ότι μια μάζα πυρηνικών όπλων διατήρησε την ειρήνη επί δεκαετίες, πρέπει να επικεντρωθούμε στους άνδρες στην εξουσία (δυστυχώς, είναι όλοι άνδρες) και όχι στους πυραύλους.

Η αμερικανική προσέγγιση της αποτροπής είχε σχεδόν τόσα προσωνύμια όσα και οι πρόεδροι σε αυτά τα 45 χρόνια: μαζικά αντίποινα, New Look, ευελικτη αντιδραση (Flexible Response), στρατηγική σταθερότητα, θεωρία του τρελού (Madman Theory), “περιορισμένος” πυρηνικός πόλεμος και ούτω καθεξής. Κάποια υπερκαλύπτονταν και όλα συνέβαλαν στην πυρηνική ισορροπία, αλλά κανένα δεν την καθόριζε. Αντίθετα, όλα μαζί δείχνουν ότι αν τα πυρηνικά διατήρησαν την ειρήνη, αυτό έγινε μόνο μέσω συνεχούς προσαρμογής με βάση τη μεταβαλλόμενη γεωπολιτική, την πρόοδο της συμβατικής στρατιωτικής τεχνολογίας, την αλλαγή γενεών, την εσωτερική πολιτική και τις πολιτικές συγκρούσεις (δηλαδή τις γραφειοκρατικές πισώπλατες μαχαιριές).

Τα ράφια των βιβλιβθηκαων και οι σκληροί δίσκοι στενάζουν από το πλήθος των συζητήσεων σχετικά με αυτή την ιστορία, η οποία αψηφά την εύκολη συμπύκνωση**. Αλλά για τους σκοπούς του άρθρου, αξίζει να εξετάσουμε δύο προεδρίες που ήρθαν στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου: εκείνες του Τζίμι Κάρτερ και του Ρόναλντ Ρήγκαν.

Ο Κάρτερ, πρώην πυρηνικός μηχανικός του Πολεμικού Ναυτικού, ανέλαβε την εξουσία το 1977 ως πυρηνικός ειρηνοποιος: Σε μια ομιλία του στη Γενική Συνέλευση των Ηνωμένων Εθνών ζήτησε “έναν κόσμο πραγματικά απαλλαγμένο από πυρηνικά όπλα” και προειδοποίησε ότι αν η διάδοση των πυρηνικών όπλων επιταχυνθεί, “ο κόσμος που θα αφήσουμε στα παιδιά μας θα γελοιοποιήσει τις δικές μας ελπίδες για ειρήνη”. Και προσπάθησε, αλλά απέτυχε, να επιτύχει μια μέτρια συμφωνία περιορισμού των όπλων με τους Σοβιετικούς, γνωστή ως SALT II.

Ωστόσο, πώς να συμβαδίσουν αυτά με έναν πρόεδρο που πίεσε το Κογκρέσο να εγκρίνει την ανάπτυξη μιας “βόμβας νετρονίου”, η οποία αντί να δημιουργήσει μια τεράστια έκρηξη, θα απελευθέρωνε τεράστιες ποσότητες θανατηφόρας ακτινοβολίας; (Εξίσου σημαντικό: Απέσυρε το πρόγραμμα λόγω πολιτικής αμφιθυμίας μεταξύ των Ευρωπαίων συμμάχων).

Επιπλέον, ο Κάρτερ (καθοδηγούμενος από τον υπουργό Άμυνας του, τον πυρηνικό φυσικό Χάρολντ Μπράουν) εξέδωσε μια σειρά προεδρικών οδηγιών για τον εκσυγχρονισμό του πυρηνικού οπλοστασίου. Μία από αυτές ήταν η αμφιλεγόμενη PD-59, η οποία περιέγραφε την “αντισταθμιστική στρατηγική” (countervailing strategy) – ουσιαστικά ένα πολεμικό σχέδιο – για μια πυρηνική σύγκρουση με τη Σοβιετική Ένωση. Στοχεύοντας την ηγεσία και τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις της ΕΣΣΔ και όχι τα πληθυσμιακά κέντρα, ξεφυγε από την MAD (Mutual assured destruction). Έδειξε επίσης πώς ο Κάρτερ έμαθε γρήγορα ότι οι φιλοδοξίες του να καταργήσει τα πυρηνικά ήταν μάταιες και ότι η απειλή ενός περιορισμένου πυρηνικού πολέμου μπορεί να είναι καλύτερο αποτρεπτικό μέσο από το να συσσωρεύει ICBM ικανους να καταστρέψουν πολιτισμούς  και είναι απίθανο να εκτοξευθούν (τουλάχιστον σκόπιμα).

Αυτό το νέο δόγμα ήταν σύμφωνο με την υποστήριξη του Κάρτερ προς το ευρύτερο δόγμα του Πενταγώνου για τις συμβατικές δυνάμεις, ένα σχέδιο για να επικεντρωθεί λιγότερο στην ποσότητα του υλικού και του ανθρώπινου δυναμικού των ΗΠΑ και περισσότερο στην ποιότητα που κατέστη δυνατή χάρη στο τεράστιο πλεονέκτημα των ΗΠΑ σε τεχνολογία, πληροφορική και κατασκευή. Οι ΗΠΑ χρειάζονταν τη βόμβα όλο και λιγότερο – ο κίνδυνος ήταν ότι η ΕΣΣΔ εξαρτιόταν όλο και περισσότερο από αυτήν.

Στη συνέχεια, υπάρχει η περίεργη περίπτωση του Ρόναλντ Ρήγκαν. Όσο κι αν οι αντίπαλοί του ήθελαν να τον χαρακτηρίζουν πολεμοκάπηλο, είχε ταχθεί υπέρ της απαγόρευσης των πυρηνικών όπλων ήδη από το 1945, όταν το στούντιο Warner Bros. τον εμπόδισε να βοηθήσει να ηγηθεί μιας αντιπυρηνικής συγκέντρωσης στο Χόλιγουντ. Ανέλαβε το αξίωμά του με το σκεπτικό ότι η έννοια της αμοιβαία εξασφαλισμένης καταστροφής ήταν αποτρόπαια.

Η στρατηγική του Ρήγκαν ήταν το “μαστίγιο και το καρότο”. Με το μαστίγιο σημιούργησε αυτό που η Washington Post (άδικα) περιέγραψε ως “μια οικονομία πολεμικής μηχανής σε μια εποχή ανήσυχης ειρήνης”. Προώθησε την ανάπτυξη και την εγκατάσταση των πυραύλων ICBM Peacekeeper, που εξακολουθούν να αποτελούν τη ραχοκοκαλιά της επίγειας αποτρεπτικής δύναμης της Αμερικής.

οπινιον

Ίσως η πιο σημαντική, αν και αμφιλεγόμενη, επιτυχία του ήταν η υλοποίηση ενός σχεδίου που ξεκίνησε επί κυβέρνησης Κάρτερ για την τοποθέτηση σε συμμαχικά εδάφη – συμπεριλαμβανομένης της Δυτικής Γερμανίας – αμερικανικών πυραύλων κρουζ Pershing II και πυραύλων εδάφους με τακτικές πυρηνικές κεφαλές, δήθεν για την αντιμετώπιση του νέου βαλλιστικού συστήματος SS-20 των Σοβιετικών. Περισσότεροι από ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαμαρτυρήθηκαν για το σχέδιο αυτό σε όλη την Ευρώπη τον Οκτώβριο του 1983, αλλά ο Ρήγκαν διάβασε το κλιμα και κράτησε τον εύθραυστο συνασπισμό της Βρετανίδας πρωθυπουργού Μάργκαρετ Θάτσερ, του Γερμανού καγκελάριου Χέλμουτ Κολ και του Γάλλου προέδρου Φρανσουά Μιτεράν. Ο μεγάλος ιστορικός Τίμοθι Γκάρτον Ας μου είπε κάποτε ότι ο συνδυασμός σκληρής και ήπιας ισχύος, που προσωποποιήθηκε από αυτές τις αναπτύξεις πυραύλων και την πρωτοβουλία για τα ανθρώπινα δικαιώματα της Συμφωνίας του Ελσίνκι, επληξε σημαντικά τη Σοβιετική Ένωση.

Τα καρότα που προσφέρθηκαν στη Μόσχα ήταν εξαιρετικά μικρά, αντανακλώντας τη σκλήρυνση της σοβιετικής απειλής και τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτιστική κυριαρχία της Δύσης. Οι έξυπνες συναλλαγές του Ρηγκαν με τον σοβιετικό ηγέτη Μιχαήλ Γκορμπατσόφ, ο οποίος αναγνώρισε ότι είχε ελάχιστα χαρτιά να παίξει, πέτυχαν πρώτα τη συνθήκη για τα πυρηνικά όπλα μέσου βεληνεκούς (INF) το 1987 και έθεσαν τις βάσεις για την πρώτη συνθήκη για τη μείωση των στρατηγικών όπλων (START), η οποία ολοκληρώθηκε το 1991 υπό τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους.

Αυτό μας φέρνει στην πιο πολυσυζητημένη και ίσως παρεξηγημένη πρωτοβουλία της εποχής Ρηγκαν: τη Στρατηγική Αμυντική Πρωτοβουλία (SDI), ή “Πόλεμο των Άστρων”, όπως την αποκαλούσαν οι επικριτές της. Το διαστημικό σύστημα προοριζόταν ως ασπίδα για την υπεράσπιση των ΗΠΑ από τους σοβιετικούς ICBM, απομονώνοντας τη χώρα από τη μεγαλύτερη πυρηνική απειλή. Στο μυαλό του Ρηγκαν και των συμβούλων του, ήταν ο απόλυτος ειρηνοποιός: Εάν οι Σοβιετικοί δεν ήταν σε θέση να χτυπήσουν τις ΗΠΑ με μαζικα πυρηνικα πλήγματα, δεν θα υπήρχε λόγος να ανταποδώσουν το χτύπημα. Οι αντίπαλοι χλεύαζαν την τεχνολογική αδυναμία της (ένα καλό επιχείρημα) και έλεγαν ότι θα ανέτρεπε την ισορροπία δυνάμεων στην πυρηνική εποχή – ένα λιγότερο προφανές συμπέρασμα και μάλλον περίεργο, από αυτούς που κατακεραύνωναν το status quo της ισορροπίας μέσω της MAD.

Όπως γνωρίζουμε, η SDI δεν έγινε ποτέ. Και με την πτώση της Σοβιετικής Ένωσης το 1991, εισήλθαμε σε αυτό που ελπίζαμε ότι θα ήταν ένα είδος μεταπυρηνικής παγκόσμιας τάξης. Μέχρι τώρα.

οπινιον

Με τον Ρώσο πρόεδρο Βλαντιμίρ Πούτιν να απειλεί να χρησιμοποιήσει όπλα πεδίου μάχης  στη σύγκρουση στην Ουκρανία και ενδεχομένως να αποχωρήσει από τη συμφωνία INF, τη Βόρεια Κορέα να τελειοποιεί τους βαλλιστικούς της πυραύλους και την Κίνα να χτίζει ένα οπλοστάσιο παγκόσμιας κλάσης σε χρόνο ρεκόρ, έχουμε φτάσει σε αυτό που ο συνάδελφός μου Hal Brands αποκαλεί Νέα Πυρηνική Εποχή.

οπινιον

Έτσι, σε αυτόν τον νέο ψυχρό πόλεμο, πώς μπορούν οι ΗΠΑ να αξιοποιήσουν εκ νέου τα διδάγματα του παλιού [σς. Ψυχρού Πολέμου] και να προσαρμοστούν στις μεταβαλλόμενες συνθήκες με τρόπο που να αποθαρρύνει τους αντιπάλους χωρίς να πυροδοτεί τις εντάσεις;

Ακολουθεί μια σειρά προτάσεων, για αρχή:

  • Ενθαρρύνετε τους συμμάχους, συμπεριλαμβανομένης της Νότιας Κορέας, της Πολωνίας και, δυστυχώς σε αυτή τη μαύρη επέτειο, της Ιαπωνίας, να ξεκινήσουν την έρευνα και την ανάπτυξη των δικών τους προγραμμάτων πυρηνικών όπλων – αλλά όχι απαραίτητα να κατασκευάσουν μια βόμβα, μέχρι να ξεκαθαρίσουμε την αντίδραση Κίνας-Ρωσίας.
  • Κάντε τα τακτικά όπλα σε πυρηνικά υποβρύχια το κεντρικό στοιχείο της αποτροπής. Δυστυχώς, η άνοδος της Κίνας καθιστά αναγκαία την αναβάθμιση των διηπειρωτικών πυραύλων της Αμερικής (μέρος ενός προγράμματος ύψους 1,2 τρισεκατομμυρίων δολαρίων που ξεκίνησε επί κυβέρνησης Μπαράκ Ομπάμα), αλλά με τις αεροπορικές δυνάμεις να γίνονται όλο και πιο ευάλωτες στα μη επανδρωμένα αεροσκάφη και σε άλλες τεχνολογίες, το νέο πρόγραμμα βομβαρδιστικών μεγάλου βεληνεκούς Β-21 θα πρέπει να περιοριστεί στα 100 υπό σύμβαση.
  • Προσπαθήστε να φέρετε την Κίνα σε ένα παγκόσμιο καθεστώς μη διάδοσης ή ελέγχου των όπλων – μια προσπάθεια που είναι σχεδόν σίγουρα καταδικασμένη σε αποτυχία, αλλά η οποία αναβαθμίζει τον τίτλο του “καλού παιδιού” για την Αμερική. Επίσης, προσπαθήστε να σώσετε τη συνθήκη START με τη Ρωσία πριν λήξει το επόμενο έτος – επίσης απίθανο να συμβεί, αλλά αξίζει να προσπαθήσετε. 
  • Συνάψτε μια επίσημη αμυντική συνθήκη με τη Σαουδική Αραβία (και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) με αντάλλαγμα την αναγνώριση του Ισραήλ. Αυτό θα εμπόδιζε τα αραβικά κράτη να επιδιώξουν τα δικά τους πυρηνικά προγράμματα, ενώ θα κρατούσε υπό έλεγχο το πρόγραμμα του Ιράν. Αλλά αυτό είναι σε αναμονή μέχρι να επιλυθεί ο πόλεμος στη Γάζα.
  • Ξεχάστε την περιβόητη εθνικής εμβέλειας αντιπυραυλική άμυνα “Χρυσός Θόλος” του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ, η οποία δεν είναι περισσότερο τεχνολογικά βιώσιμη από τον προκάτοχό της, την SDI. Αντ’ αυτού, επενδύστε πολύ περισσότερο στο σύστημα West Coast Ground-Based Midcourse Defense που έχει σχεδιαστεί για να καταρρίψει μια βορειοκορεατική επίθεση, προωθώντας έτσι την τεχνολογία για μια πανεθνική ασπίδα.

Το πιο σημαντικό είναι ότι η χώρα πρέπει να επιβιώσει από τις προσπάθειες του Τραμπ να υπονομεύσει την υπό αμερικανική ηγεσία παγκόσμια τάξη – και τη στρατηγική αποτροπής δεκαετιών – και να συνεχίσει να προσαρμόζει την πυρηνική του πολιτική στις αλλαγές στην παγκόσμια σκακιέρα. Η ανθρώπινη δράση παραμένει το αντίδοτο στον τεχνολογικό ντετερμινισμό. Εάν μια μελλοντική κατάσταση που θα σχεδιαστεί από την έξυπνη χάραξη πολιτικής συνεπάγεται την εξόντωση οποιασδήποτε από αυτές τις πέντε “συνταγές”, κανείς δεν θα είναι πιο ευτυχής από εμένα.

*Για μια πολύ πιο εξειδικευμένη άποψη σχετικά με αυτό, δείτε τα δύο μέρη της συνέντευξης με τον Vipin Narang του MIT εδώ και εδώ.

**Η βιβλιογραφία εδώ είναι ατελείωτη. Θα πρότεινα το βιβλίο των Lawrence Freedman και Jeffrey Michaels The Evolution of Nuclear Strategy.

Απόδοση – Επιμέλεια: Λυδία Ρουμποπούλου

BloombergOpinion