Καθώς το παγκόσμιο κεφάλαιο ανακαλύπτει πάλι την Ιαπωνία, οι “μπαρουτοκαπνισμένοι” επενδυτές χρειάζονται διαπιστευτήρια ότι όντως ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας έχει αλλάξει. 

To ζήτημα δεν είναι “προσωπικό”. Απλώς, δεν είναι η πρώτη φορά που οι επενδυτές έρχονται σε επαφή με “μεγαλοστομίες” για πράγματα που επί της ουσίας είναι αλλιώς. 

Βέβαια, οι προσπάθειες της τελευταίας δεκαετίας να αυξηθούν οι αποδόσεις των ιδίων κεφαλαίων και να αποκτήσουν οι μέτοχοι πιο δυνατή φωνή είχαν αποτέλεσμα, ωθώντας τον Nikkei 225 για πρώτη φορά στην ιστορία του πάνω από τις 40.000 μονάδες. Το 2024 φαίνεται πως θα είναι μια χρονιά εμπιστοσύνης, αλλά και επαλήθευσης.

Σε αυτό το πλαίσιο, η προσπάθεια του ακτιβιστικού fund Elliott Investment Management να πείσει τον μεγαλύτερο όμιλο ακινήτων της Ιαπωνίας Mitsui Fudosan να προχωρήσει στην επαναγορά μετοχών ύψους σχεδόν 7 δισ. δολαρίων είναι το hot θέμα που πρέπει να παρακολουθούμε.

Oι Financial Times ήταν οι πρώτοι που αποκάλυψαν ότι το fund έχει αποκτήσει μερίδιο άνω του 2% στη Mitsui Fudosan. Το Elliott Investment Management παροτρύνει την κατασκευάστρια εταιρεία να μειώσει τη συμμετοχή της στην Oriental Land, η οποία διαχειρίζεται το Tokyo Disney Resort.

Η “ενθάρρυνση” αυτή συγκεντρώνει το ενδιαφέρον μας για δύο λόγους. Πρώτον, επειδή η Mitsui Fudosan -με 82 χρόνια ιστορία- είναι εμβληματική για το ιαπωνικό επιχειρείν.

Όπως δήλωσε στο CNBC ο Jesper Koll της Monex Group: “Η πίεση στις ιαπωνικές εταιρείες είναι πλέον αμείλικτη – οι “νωθροί” ισολογισμοί δεν θα είναι πλέον ανεκτοί. Ακόμη και -πρώην “ανέγγιχτες”- ελίτ εταιρείες, όπως Mitsui Fudosan, μπαίνουν πλέον στο στόχαστρο”.

Δεύτερον, το fund έχει αποδείξει ότι διαθέτει την ικανότητα να πείθει τις εταιρείες να προχωρούν σε αλλαγές. Πριν από δώδεκα μήνες, η εταιρεία του Paul Singer κατάφερε να πείσει την Dai Nippon Printing Co. να πραγματοποιήσει τη μεγαλύτερη επαναγορά μετοχών στην 147χρονη ιστορία της.

Η Dai Nippon ήταν μια έξυπνη επιλογή από το αμερικανικό fund. Μπορεί να είχε μακρά ιστορία, όμως δεν ήταν γνωστή ανά τον κόσμο. Η Dai Nippon αποτελεί ένα εξαιρετικό παράδειγμα του γιατί το κεφάλαιο τρέχει προς την Ιαπωνία. Η εταιρεία είναι πλούσια σε μετρητά, κατέχει αθόρυβα δεσπόζουσα θέση στις παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες και η μετοχή της τείνει να διαπραγματεύεται πολύ κάτω από τη λογιστική της αξία.

Η Dai Nippon έχει σημαντικό μερίδιο στην παγκόσμια αγορά των εξαρτημάτων για την παραγωγή smartphones, ηλεκτρικών αυτοκινήτων, ημιαγωγών. Σε οποιαδήποτε λίστα με υποτιμημένες, αλλά πολλά υποσχόμενες ιαπωνικές μετοχές, η Dai Nippon δικαιούται μια θέση κοντά στην κορυφή.

Φυσικά, αντικείμενο συζήτησης για τους επενδυτές είναι αν η πώληση των μετοχών της Oriental Land που επιθυμεί το fund Elliott είναι η καλύτερη κίνηση. Εναλλακτικά, μήπως η Mitsui Fudosan να χρησιμοποιήσει τα έσοδα από το μερίδιο 5,4% που κατέχει στην κατασκευάστρια εταιρεία για να επενδύσει πιο επιθετικά σε μελλοντικά projects ανάπτυξης;

Ό,τι κι αν συμβεί, η πίεση που ασκεί το fund -και η προφανής μη αντίδραση από τη Mitsui Fudosan- είναι ένα σαφές σημάδι ότι η Ιαπωνία είναι ένα διαφορετικό μέρος από ό,τι το 2014.

Ήταν η χρονιά που το Φιλελεύθερο Δημοκρατικό Κόμμα του πρωθυπουργού Fumio Kishida άρχισε επιτέλους να ασχολείται σοβαρά με την αναβάθμιση του ιαπωνικής οικονομίας. Άρχισε να εφαρμόζει έναν κώδικα διαχείρισης, εμπνευσμένο από το Ηνωμένο Βασίλειο, για να ωθήσει τις εταιρείες να αυξήσουν την απόδοση του κεφαλαίου, να βάλουν τέλος στις συμφωνίες “της παλιάς οικονομίας” με “φίλιους” επιχειρηματικούς ομίλους και να δώσουν στους μετόχους πιο δυνατή φωνή.

Μια δεκαετία μετά, οι αναβαθμίσεις αυτές κερδίζουν έδαφος. Ξεκάθαρη απόδειξη είναι ότι ο Nikkei ξεπέρασε τα υψηλά επίπεδα της “φούσκας του 1989”. 

Μπορεί να συνεχιστεί το ράλι του Nikkei, που τρέχει άνω του 46% τους τελευταίους 12 μήνες; Μόνο ο χρόνος θα το δείξει. Αλλά το πώς θα συνεχιστεί αυτή η ανοδική πορεία έχει να κάνει σε μεγάλο βαθμό με το πόσο καλά “θα παίξει το φύλλο του” το κόμμα του Kishida.

Το “φύλλο” δεν είναι τόσο καλό όσο νομίζουν οι επενδυτές που σπεύδουν προς την Ιαπωνία. Το πρόβλημα είναι ότι η επιτυχία του LDP να βγάλει τις ιαπωνικές από τη δεκαετία του 1980 δεν έχει αντιστοιχία σε άλλους τομείς της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας της Ασίας.

Τον Δεκέμβριο του 2012, το LDP επέστρεψε στην εξουσία ανοίγοντας μια τολμηρή συζήτηση για μια επερχόμενη θεραπεία-σοκ της οικονομίας από με διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Αυτό σήμαινε ότι η Τράπεζα της Ιαπωνίας θα εφάρμοζε ένα πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και θα αποδυνάμωνε το γιεν κατά 30%.

Οι εξαγωγές άνθισαν και τα εταιρικά κέρδη διογκώθηκαν. Αλλά ο τότε πρωθυπουργός Σίνζο Άμπε γρήγορα έβαλε στο ράφι τα σχέδια για τη μείωση της γραφειοκρατίας, τη διεθνοποίηση των εργασιακών πρακτικών, την αναθέρμανση της καινοτομίας, την αύξηση της παραγωγικότητας και την ενίσχυση των γυναικών.

Δίνοντας προτεραιότητα στην υποτίμηση του γιεν και στον εταιρικό αναπροσανατολισμό, η εποχή Άμπε (2012-2020) επιχείρησε κυρίως να επαναφέρει τα “trickle-down economics” του 1980. Αυτό δεν λειτούργησε για τη συντριπτική πλειονότητα των 125 εκατ. κατοίκων της Ιαπωνίας, καθώς ο πληθωρισμός ξεπέρασε τη μέση αύξηση των μισθολογίων.

Γι’ αυτό είναι ζωτικής σημασίας να αποδείξει ο Kishida στους ξένους επενδυτές -που δίνουν άλλη μια ευκαιρία στην Ιαπωνία- ότι έρχονται νέες μεταρρυθμίσεις. Τον Οκτώβριο του 2021, ο Kishida ανέλαβε την εξουσία υποσχόμενος έναν “νέο καπιταλισμό” για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της μεσαίας τάξης που είδε τα εισοδήματά της να παραμένουν στάσιμα για δεκαετίες. Έχει σημειώσει ελάχιστη, για να μην πούμε μηδενική, πρόοδο.

Το ίδιο ισχύει και για το έξυπνο σχέδιο του Kishida να αξιοποιήσει το κρατικό συνταξιοδοτικό επενδυτικό ταμείο της Ιαπωνίας ύψους 1,5 τρισ. δολαρίων, το μεγαλύτερο στον κόσμο, για να χρηματοδοτήσει start-ups. Σε μεγάλο βαθμό, το πλάνο αυτό έχει παραμείνει πλάνο. 

Με τα ποσοστά αποδοχής του να κυμαίνονται στο 20-25%, έχει ο Kishida το πολιτικό κεφάλαιο για να ωθήσει το κοινοβούλιο -που αποφεύγει τις μεταρρυθμίσεις- να πάρει ρίσκα και να ταρακουνήσει μια γερασμένη οικονομία; Ορισμένοι υποστηρίζουν ότι αυτή είναι η μόνη ευκαιρία της κυβέρνησής του να επιβιώσει.

Απόδοση – επιμέλεια: Μιχάλης Παπαντωνόπουλος

Forbes