Την ανάγκη αύξησης και του Εθνικού Κατώτατου Μισθού που αναμένεται να αναπροσαρμοστεί την 1η Ιανουαρίου 2024 καταγράφουν ως ανακουφιστικό και αναγκαίο μέτρο οι συντεχνίες κι άλλες οργανώσεις στο υπόμνημα που απέστειλαν στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για αντιμετώπιση των πληθωριστικών πιέσεων.

Το υπόμνημα που παρουσιάζει σήμερα ο «Φ» καταρτίστηκε μετά τη διευρυμένη σύσκεψη που έγινε την περασμένη εβδομάδα στα γραφεία της ΣΕΚ και στην οποία συμμετείχαν 14 οργανώσεις μεταξύ των οποίων οι μεγαλύτερες συντεχνίες του τόπου αλλά και οι δύο Σύνδεσμοί Καταναλωτών. Μετά τη σύσκεψη της περασμένης Τετάρτης με κοινή τους ανακοίνωση οι οργανώσεις σκιαγράφησαν τα αιτήματα τους, αρκετά εκ των οποίων καταγράφονται και στο υπόμνημα στο οποίο  κατέληξαν και απέστειλαν μόλις προχθές, όπως πληροφορούμαστε, στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας.

Το νέο αίτημα που εντοπίζεται στο υπόμνημα αφορά στην ανάγκη αύξηση του Εθνικού Κατώτατου Μισθού, στην συμπερίληψη της ΑΤΑ σε αυτόν αλλά και στην ανάγκη ωριαίας απόδοσής του. Οι αναφορές για τον κατώτατο προφανώς αποτελούν και το μήνυμα του συνδικαλιστικού κινήματος για τις διεκδικήσεις του γύρω από το θέμα, καθώς σύντομα αναμένεται να συνεδριάσει η Επιτροπή που συστάθηκε για την πρώτη αναπροσαρμογή του ΕΚΜ που θεσμοθετήθηκε για πρώτη πέρσι και τέθηκε σε εφαρμογή την 1η Ιανουαρίου της φετινής χρονιάς.

Ήδη για το θέμα άρχισε να αναπτύσσεται δημόσιος διάλογος με παρεμβάσεις συντεχνιών και εργοδοτικών οργανώσεων σε τηλεοπτικά πάνελ με τις τελευταίες να εμφανίζονται, πάντως, συγκρατημένες έως αρνητικές στην περαιτέρω αύξηση του ΕΚΜ ενόψει και νέων αυξήσεων που θα προκύψουν στο μισθολογικό κόστος των επιχειρήσεων λόγω και της αύξησης των εισφορών στο ΤΚΑ από την 1η Ιανουαρίου. Υπενθυμίζουμε ότι με το διάταγμα που βρίσκεται σε ισχύ ορίστηκε ως ΕΚΜ πρόσληψης τα 885 ευρώ ακαθάριστα και τα 940 ακαθάριστα μετά από 6μηνη συνεχή περίοδο απασχόλησης στον ίδιο εργοδότη. 

Μέτρα για φοροαποφυγή

Στο ίδιο υπόμνημα που έστειλαν οι ΣΕΚ, ΠΕΟ, ΔΕΟΚ, ΠΑΣΥΔΥ, ΟΕΛΜΕΚ, ΠΟΕΔ, ΟΛΤΕΚ, ΠΟΑΣΟ, ΠΟΠ, ΠΟΠΟ, ΠΕΚΠΖ, ΚΣΚ, ΠΕΣΥΣ, ΕΚΥΣΥ οι οργανώσεις καλούν επίσης ην κυβέρνηση να ενισχύσει την φοροεισπρακτική ικανότητα του κράτους, λαμβάνοντας υπόψη πως, οι καθυστερημένοι ανείσπρακτοι φόροι ξεπέρασαν τα €3δισ.

Τέλος αναφέρουν πως βρίσκομαι στη διάθεση του ΠτΔ για οποιαδήποτε διευκρίνιση «εν αναμονή της μεταξύ μας συνάντησης». Στο μεταξύ στο πλαίσιο της φορολογικής μεταρρύθμισης οι οργανώσεις ζητούν όσον αφορά τη φορολόγηση του εισοδήματος να λαμβάνεται υπόψη η σύνθεση της οικογένειας και οι ηλικίες των μελών της.

Το υπόμνημα

Οι 14 οργανώσεις που υπογράφουν το υπόμνημα που στάλθηκε στο ΠτΔ εισηγούνται στην ουσία οκτώ συνολικά μέτρα προκειμένου να υπάρξει μια πλήρης αντιπληθωριστική πολιτική. Συγκεκριμένα προτείνουν μέτρα τα οποία θα στηρίζονται στους πιο κάτω άξονες:
⦁ 1. Στη μείωση του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας, μέσω της λογικής της επιδότησης.
⦁ 2. Στη μείωση των τιμών των καυσίμων είτε μέσα από επιδότηση της τιμής, είτε μέσα από τη μείωση της φορολογίας.
⦁ 3. Στη μείωση των τιμών βασικών καταναλωτικών αγαθών, (τρόφιμα και μη αλκοολούχα ποτά). Στα πλαίσια αυτά πρέπει υποστηρίζουν να διευρυνθεί ο κατάλογος με τα προϊόντα που έχουν μηδενικό συντελεστή ΦΠΑ, (π.χ. στα κρέατα και στα γαλακτοκομικά προϊόντα, κυπριακά φρούτα και λαχανικά).
⦁ 4. Στην άμεση λήψη ουσιαστικών μέτρων για τη μείωση των δανειστικών επιτοκίων.
⦁ 5. Στον  αποτελεσματικό έλεγχο για αντιμετώπιση της αισχροκέρδειας και την προώθηση της διαφάνειας. Στο πλαίσιο αυτό τάσσονται υπέρ της ψήφισης του νομοσχεδίου για το e-kalathi.
⦁ 6. Στην προστασία της αγοραστικής αξίας των εισοδημάτων από την έντονη πληθωριστική πίεση και τη σμίκρυνση των οικονομικών ανισοτήτων. Στα πλαίσια αυτά
πρέπει, υποστηρίζεται να παραχωρείται η ΑΤΑ στην πλήρη της μορφή, και να επεκταθεί ο θεσμός. «Επίσης, πρέπει να υπάρξει σύντομα ουσιαστική αύξηση και διασύνδεση του Εθνικού Κατώτατου Μισθούμε την ΑΤΑ, ο οποίος πρέπει να αποδίδεται στην ωριαία του μορφή.

  1. Στην αύξηση του ύψους του ΕΕΕ.
  2. Ζητούν επίσης να επισπευσθεί η φορολογική μεταρρύθμιση που θα έχει πράσινο χαρακτήρα, υπό την έννοια ότι, θα φορολογεί τη ρύπανση χωρίς όμως να προωθεί την επιβάρυνση των χαμηλών και μεσαίων εισοδηματικών στρωμάτων και ταυτόχρονα να μειώνει τη φορολόγηση της εργασίας.