Μεγάλες ποσότητες ελαστικών αυτοκινήτων, που διακινούνται από ευρωπαϊκά κράτη, δεν καταγράφονται κατά την εισαγωγή τους στην Κύπρο και όταν χρειαστεί να αντικατασταθούν, βρίσκονται εντός της αγοράς χωρίς να έχει προπληρωθεί για αυτά το ανάλογο περιβαλλοντικό τέλος διαχείρισής τους, με αποτέλεσμα να απορρίπτονται ανεξέλεγκτα. Πρόκειται για ένα μεγάλο αριθμό που αντιστοιχεί στο 35% των ελαστικών που εισάγονται και κανείς δεν ξέρει πού καταλήγουν. Αυτό σε συνάρτηση με το γεγονός ότι έχουν συσσωρευτεί 12.000 τόνοι παλαιών ελαστικών στην Τσιμεντοποιία Βασιλικού. Η Ελεγκτική Υπηρεσία εξέφρασε την ανησυχία της για τους κινδύνους που ελλοχεύουν από τη συσσώρευση τέτοιου μεγάλου αποθέματος αποβλήτων ελαστικών, που όπως επισημαίνει δεν είναι απλά θεωρητικοί αλλά υπαρκτοί, από τη στιγμή που έχει ήδη παρατηρηθεί πυρκαγιά σε απόθεμα ελαστικών στη Τσιμεντοποιία.

Προκύπτουν σημαντικά κενά με το σύστημα διαχείρισης αποβλήτων ελαστικών (ΣΔΑΕ) και αφορούν τη συλλογή, τη μεταφορά, την προσωρινή αποθήκευση και επαναχρησιμοποίηση και αξιοποίηση αποβλήτων. 

Εξετάζοντας ειδική έκθεση της Ελεγκτικής Υπηρεσίας για τη διαχείριση αποβλήτων ελαστικών οχημάτων, η κοινοβουλευτική Επιτροπή Ελέγχου ήρθε αντιμέτωπη με τέσσερα σοβαρά προβλήματα, όπως αυτά αναπτύχθηκαν από τον Διευθυντή Ελέγχου Άκη Κίκα. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι το Τμήμα Περιβάλλοντος προβαίνει σε ανεπαρκείς ελέγχους και δεν ασκεί επαρκή εποπτεία στα συλλογικά ΣΔΑΕ. Το δεύτερο θέμα αφορά τα προβλήματα που προέκυψαν με την ιδιωτικοποίηση του εμπορικού τμήματος του λιμανιού Λεμεσού, και την απουσία συμφωνίας της Κυβέρνησης με τους διαχειριστές στις συμβάσεις που υπογράφηκαν και επομένως δεν διενεργείται πλέον έλεγχος πριν την έξοδο των ελαστικών από τον λιμενικό χώρο και επομένως δεν καταβάλλεται περιβαλλοντικό τέλος.

ΔΕΙΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Έρχεται μεγάλη μονάδα διαχείρισης αποβλήτων ελαστικών στον Ύψωνα

Παράλληλα, έγινε αναφορά στο γεγονός ότι στις εγκαταστάσεις της Τσιμεντοποιίας Βασιλικού, βρίσκονταν τεράστιοι όγκοι γυαλιού και ελαστικών, τα οποία παραλήφθηκαν από την Τσιμεντοποιία για διαχείριση και για τα οποία καταβλήθηκε το σχετικό τέλος. Η Ελεγκτική Υπηρεσία ζητά να γίνει επαναξιολόγηση του τρόπου καταβολής του τέλους διαχείρισης των ελαστικών, ώστε να μην προκαταβάλλεται ολόκληρο το ποσό πριν την ολοκλήρωση της διαχείρισής τους. Για το θέμα αυτό ο Γενικός Ελεγκτής Οδυσσέας Μιχαηλίδης ανέφερε χαρακτηριστικά πως «το πρόβλημα είναι ότι ο αρμόδιος πληρώνεται για αυτό που πρέπει να κάνει, πριν το κάνει». Σύμφωνα με τον κ. Κίκα, για τα ελαστικά που υπάρχουν σε απόθεμα στην Τσιμεντοποιία, και φθάνουν τους 12.000 τόνους, η εταιρεία έλαβε τέλος διαχείρισης ύψους €500 χιλ. περίπου, χωρίς να έχει προχωρήσει στη διαχείρισή τους. «Μας ανησυχεί η τεράστια ποσότητα που είναι συσσωρευμένη δεδομένου ότι εκδηλώνονται φωτιές», και συμπλήρωσε ότι το τέλος για λάστιχα που ενδεχομένως καούν από λάθος, πρέπει να επιστραφεί.

Το τέταρτο πρόβλημα αφορά το κόστος εκ μέρους του κράτους για τη μετακίνηση και ολοκληρωμένη διαχείριση αποβλήτων ελαστικών, τα οποία βρίσκονταν αποθηκευμένα στη βιομηχανική ζώνη Ιδαλίου και στον Άγιο Σωζόμενο, χωρίς μέχρι σήμερα να ανακτήσει το κόστος ύψους €490 χιλ. από την εταιρεία που κατείχε τα ελαστικά.

Όπως τόνισε η Ελεγκτική Υπηρεσία, το περιβαλλοντικό τέλος μεταφέρεται στον καταναλωτή, μέσω του κόστους αγοράς των ελαστικών, και κυμαίνεται ανάλογα με το μέγεθος, από €0,80 τα σαλούν έως €48 για τα πολύ μεγάλα ελαστικά.

Σήμερα δραστηριοποιούνται δύο συλλογικά συστήματα στην αγορά, το RTM Tyres Recycling Ltd και το E4C Ltd. Οι εκπρόσωποι και των δύο συστημάτων, συμφώνησαν ότι το μεγάλο πρόβλημα εντοπίζεται στην έλλειψη ελέγχου του περιβαλλοντικού τέλους στο λιμάνι Λεμεσού.

Σημειώνεται ότι το 65% των ελαστικών εισάγονται από τρίτες χώρες, και επομένως τα φορτία τυγχάνουν τελωνειακού ελέγχου και καταβάλλεται και το σχετικό περιβαλλοντικό τέλος. Ωστόσο, για το υπόλοιπο 35% των ελαστικών, που προέρχονται από χώρες μέλη της ΕΕ, οι διαχειρίστριες εταιρείες του λιμανιού δεν έχουν καμία υποχρέωση να ελέγχουν την καταβολή περιβαλλοντικού τέλους και ούτε αναλαμβάνουν αμισθί να παρέχουν αυτή την υπηρεσία για λογαριασμό του κράτους. 

Η λειτουργός του Τμήματος Περιβάλλοντος, Χρυστάλλα Νησιώτου, αναφέρθηκε στην περίπτωση της εταιρείας που ανέλαβε να μεταφέρει ελαστικά για προσωρινή αποθήκευση στον Άγιο Σωζόμενο, σημειώνοντας ότι «αποδείχθηκε αναξιόπιστη». Πρόσθεσε ότι βρέθηκαν στο χώρο ελαστικά τα οποία δεν αντιστοιχούσαν σε αποδεικτικά του περιβαλλοντικού τέλους, πράγμα που εγείρει υποψίες ότι η εταιρεία μετέφερε εκεί ελαστικά που δεν περιλαμβάνονταν στη συμφωνία. Επισήμανε ότι το κράτος επιβαρύνθηκε το κόστος για μετακίνηση των ελαστικών στην Τσιμεντοποιία Βασιλικού και τώρα βρίσκεται στα δικαστήρια για ανάκτηση το κόστους. 

Η Έφορος Ελέγχου Κρατικών Εγγυήσεων, επισήμανε πως αν το ποσό αυτό δεν ανακτηθεί θα συνιστά παράνομη κρατική ενίσχυση.

Η λειτουργός Περιβάλλοντος στην Αρχή Λιμένων, Κατερίνα Δόκου, ανέφερε ότι πριν την ιδιωτικοποίηση των λιμανιών η Αρχή έδινε αναφορά για όλα τα φορτία που έβγαιναν από το λιμάνι και επομένως γνώριζε το Τμήμα Περιβάλλοντος για όλες τις εισαγωγές ελαστικών. Πρόσθεσε πως μετά, το υπουργείο Μεταφορών δεν σύναψε συμφωνία με τις ιδιωτικές εταιρείες και πλέον δεν δίνουν στοιχεία. Το υπουργείο Μεταφορών που υπέγραψε τις εν λόγω συμβάσεις πρέπει να κληθεί να εξεύρει λύση. 

Ο Γενικός Διευθυντής της Τσιμεντοποιίας Βασιλικού, Γιώργος Σάββα ανέφερε ότι τα ελαστικά χρησιμοποιούνται ως εναλλακτικά καύσιμα και προσφέρουν στη μείωση των εκπομπών. Υποστήριξε ότι το απόθεμα των ελαστικών που δεν έχουν τύχει ακόμα διαχείρισης, προέκυψαν και από τη συσσώρευση υλικού από το λατομείο και θα χρειαστούν πέντε χρόνια για να εξαλειφθεί.

Εξεύρεση εναλλακτικών τρόπων διαχείρισης ελαστικών ζητά η Βουλή

Ο πρόεδρος της Επιτροπής Ελέγχου και βουλευτής του ΔΗΚΟ, Ζαχαρίας Κουλίας, υπογράμμισε ότι σε περίοδο ενός μηνός θα πρέπει να εξεταστεί η δυνατότητα για έλεγχο των εισαγωγών από κοινοτικές χώρες, μέσω του δηλωτικού εισαγωγής (μανιφέστου), στο οποίο αναφέρεται το είδος του φορτίου, αφού είναι στη διάθεση όλων των οργανισμών και υπηρεσιών, μέσω του συστήματος της Αρχής Λιμένων. Ζήτησε να διαβουλευθούν προς τον σκοπό αυτό από κοινού Υπουργείο Μεταφορών, Αρχή Λιμένων, Τμήμα Τελωνείων και Τμήμα Περιβάλλοντος. «Χρειάζεται», όπως είπε, «δημιουργία εξειδικευμένου μηχανισμού ελέγχου από το Τμήμα Περιβάλλοντος» για τον σκοπό αυτό. Σημείωσε ακόμα ότι καλό είναι να βρεθούν και εναλλακτικοί τρόποι διαχείρισης των ελαστικών, πέρα από την αξιοποίησή τους στην Τσιμεντοποιία Βασιλικού για παραγωγή ενέργειας.

Η βουλευτής του ΔΗΣΥ, Ρίτα Σούπερμαν, είπε ότι το Τμήμα Περιβάλλοντος διαθέτει επιστημονικά καταρτισμένο προσωπικό, που «υπερβάλλει εαυτόν, όμως χρειάζεται στήριξη γιατί η υπηρεσία είναι υποστελεχωμένη». Κατέληξε ότι από τη στιγμή που εντοπίστηκε ένα πρόβλημα, θα πρέπει να βρεθεί τρόπος να επιλυθεί.

Ο βουλευτής του ΑΚΕΛ, Κώστας Κώστα, υπογράμμισε ότι για το θέμα θα πρέπει να τοποθετηθεί το Υπουργείο Μεταφορών, το οποίο υπέγραψε τη σύμβαση με τις διαχειρίστριες εταιρείες στο λιμάνι Λεμεσού, αφήνοντας κενά στο κομμάτι του ελέγχου των φορτίων ελαστικών. «Ακούσαμε ότι χάνονται τουλάχιστον €100.000 τον χρόνο, δηλαδή μισό εκατομμύριο στα πέντε χρόνια από την ισχύ της σύμβασης, αλλά δεν ιδρώνει το αυτί κανενός», τόνισε. Συμπλήρωσε, δε, ότι είναι μεγάλη και η οικολογική καταστροφή, καθώς όσοι διαφεύγουν του περιβαλλοντικού τέλους, απορρίπτουν στην ύπαιθρο τα παλιά ελαστικά, δημιουργώντας παράνομους σκουπιδότοπους. 

Η βουλευτής του ΑΚΕΛ, Ειρήνη Χαραλαμπίδου, υπενθύμισε ότι η Νομική Υπηρεσία είχε ξεκαθαρίσει εξ αρχής ότι οι συμβάσεις που υπογράφτηκαν για τη διαχείριση του λιμανιού Λεμεσού από ιδιωτικές εταιρείες, δεν είχαν ελεγχθεί και είχαν στοιχεία που ήταν σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος. «Ένα τέτοιο στοιχείο», είπε «είναι και το γεγονός ότι οι συμβάσεις δεν περιλαμβάνουν όρο διασφάλισης για έλεγχο της καταβολής περιβαλλοντικού τέλους, πριν τη διοχέτευση ελαστικών στην αγορά». 

Ο βουλευτής των Οικολόγων, Χαράλαμπος Θεοπέμπτου, χαρακτήρισε τραγική τη σύμβαση με τις εταιρείες στο λιμάνι Λεμεσού. Σημείωσε ότι χρειάζεται να βρεθεί και δεύτερη εταιρεία διαχείρισης των ελαστικών, πέρα από το Βασιλικό, και έφερε ως παράδειγμα εταιρείες που ενδιαφέρονται για παραγωγή καυσίμων μέσω πυρόλυσης. Έθεσε επίσης και ζήτημα για λειτουργία και κρατικού καυστήρα για τέτοιους σκοπούς.