Δικαστήριο ακύρωσε ως παράνομη την απαλλωτρίωση γης που θα χρησιμοποιείτο για να περάσει ο δρόμος Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, εξαπολύοντας μύδρους κατά της διοίκησης για νομιμοφανή τεχνάσματα και επιπόλαιες πρακτικές.

Το Διοικητικό Δικαστήριο εξέταζε προσφυγή γυναίκας το ακίνητο της οποίας είχε απαλλοτριωθεί στο χωριό Στρουμπί για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, τμήμα Αγία Μαρινούδα – Στρουμπί. Το διάταγμα απαλλοτρίωσης είχε εκδοθεί στις 10.4.2020 για σκοπό δημόσιας ωφέλειας.

Όπως αναφέρεται στην απόφαση του Δικαστηρίου, το ιστορικό της υπόθεσης ανάγεται στο 2006 όταν δημοσιεύτηκαν διάταγμα απαλλοτρίωσης και διάταγμα επίταξης στα οποία περιλήφθηκε το ακίνητο της αιτήτριας. Η αιτήτρια διεκδίκησε αποζημίωση μέσω δικαστηρίου που καθορίστηκε στις €61.700 πλέον τόκο 9% από 1.9.2006.

Το κράτος κατέβαλε μόνο τα έξοδα αλλά όχι το ποσό αποζημίωσης. Στις 10.8.2012 δημοσιεύτηκε διάταγμα ανάκλησης της απαλλοτρίωσης και με διάταγμα του Υπουργικού Συμβουλίου δυο μήνες αργότερα, το ακίνητο της αιτήτριας εντάχθηκε σε λευκή ζώνη.

Το Δικαστήριο διαπίστωσε στην απόφασή του ότι το Υπουργικό Συμβούλιο ενώ δεν κατέβαλε καμία αποζημίωση, ανακάλεσε την απαλλοτρίωση και 13χρόνια μετά απαλλοτρίωσε εκ νέου το ακίνητο αλλά με άλλα πλέον οικονομικά δεδομένα. Όπως αναφέρεται στην απόφαση «ενδεχομένως, κατάχρηση διοικητικής διαδικασίας να συντελέστηκε στο στάδιο κατά το οποίο το ακίνητο της αιτήτριας εντάχθηκε σε λευκή ζώνη με αποτέλεσμα να απωλέσει την αξία που είχε και εκείνη η πράξη να έγινε με ορίζοντα την εκ νέου απαλλοτρίωση του αλλά σε κατά πολύ χαμηλότερη αξία αποζημίωσης.

Συμφωνώ, όμως, με την εισήγηση της αιτήτριας ότι με τις πράξεις της διοίκησης παραβιάζονται αρχές της χρηστής διοίκησης και συγκεκριμένα, της αρχής της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης.

Δηλαδή, η διοίκηση ενώ ανακάλεσε την απαλλοτρίωση – μεταξύ πολλών άλλων ακινήτων και του ακινήτου της αιτήτριας σε σχέση με το οποίο καθορίστηκε και η αποζημίωση – επειδή δεν ήταν πλέον αναγκαία για την κατασκευή του αυτοκινητόδρομου Πάφου – Πόλης Χρυσοχούς, προχώρησε σχεδόν αμέσως στη δέσμευσή τους «μέχρι να ολοκληρωθούν οι μελέτες που είναι αναγκαίες για την απόκτηση/δέσμευση της απαιτούμενης γης».

Δεν εγκαταλείφθηκε ποτέ, δηλαδή, η πρόθεση για δημιουργία του συγκεκριμένου έργου αλλά παρά το ότι δεν εγκαταλείφθηκε, ανακλήθηκε με αιτιολογία ότι δήθεν δεν είναι αναγκαία πλέον η εν λόγω ακίνητη περιουσία για να δεσμευτεί αμέσως μετά μέσω του διατάγματος ως αναγκαία και όταν πλέον η διοίκηση ήταν έτοιμη για τη νέα απαλλοτρίωση, η αξία των ακινήτων είχε σχεδόν εκμηδενιστεί από πράξεις της ίδιας της διοίκησης εις βάρος, βεβαίως, των διοικουμένων».

Τέλος το Δικαστήριο παραστατικά διαπιστώνει ότι η αρχή της χρηστής διοίκησης ως αρχή που αναπτύχθηκε στα πλαίσια του κράτους δικαίου εμπεριέχει το στοιχείο της διοικητικής ηθικής ,σύμφωνα με την οποία η διοίκηση οφείλει να λειτουργεί με διαφάνεια και ευθύτητα αποφεύγοντας ενέργειες ή παραλείψεις που βασίζονται σε νομιμοφανή τεχνάσματα και επιπόλαιες ή αντιφατικές πρακτικές που προκαλούν ανασφάλεια και αβεβαιότητα στον διοικούμενο.

Πρόσθετα, η αρχή της καλής πίστης απαγορεύει στη διοίκηση να εκμεταλλευθεί ή να δημιουργήσει η ίδια κατάσταση πλάνης, απάτης ή απειλής του διοικουμένου. «Η υπό κρίση περίπτωση κρίνω ότι παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης, της καλής πίστης και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης και είναι, συνεπώς, παράνομη.