Ξεκινούμε με την παραδοχή ότι χωρίς δημόσια διοίκηση δεν μπορεί να υπάρξει ένα σύγχρονο κράτος αστικής Δημοκρατίας με οικονομία της αγοράς. 

Συμφωνούμε επίσης ότι ο κρατικός μηχανισμός μιας χώρας μέλους της ΕΕ οφείλει να ανταποκριθεί στις ίδιες απαιτήσεις, να συμμορφωθεί με τις ίδιες υποχρεώσεις και να προσφέρει τις ίδιες υπηρεσίες σε φυσικά και νομικά πρόσωπα που προβλέπει το Κοινοτικό Δίκαιο ή συνεπάγεται η ιδιότητα χώρας μέλους, ασχέτως πληθυσμιακού μεγέθους. 

Συμφωνούμε δηλαδή ότι μικροί και μεγάλοι στην ΕΕ έχουν να κάνουν την ίδια δουλειά αλλά οι μικροί δεν μπορούν να έχουν τους ίδιους απόλυτους αριθμούς δημοσίων υπαλλήλων που έχουν οι μεγάλοι.

Συμφωνούμε ακόμα ότι μια υγιής και λειτουργική κρατική μηχανή συνιστά τον ισχυρότερο σύμμαχο του επιχειρείν και είναι μοχλός ανάπτυξης, ευημερίας και προόδου. Και ότι, αντίθετα, μια μη αποδοτική δημόσια διοίκηση είναι βαρίδι για την πραγματική οικονομία και πληγή για την κοινωνική συνοχή. Όταν, δε, είναι και πανάκριβη (όπως ήταν διαχρονικά η κυπριακή, τόσο σε σύγκριση με τις αντίστοιχες υπηρεσίες άλλων ανεπτυγμένων χωρών, όσο και συγκριτικά με την ντόπια αγορά εργασίας), η συντήρηση μιας μη αποδοτικής δημόσιας υπηρεσίας μετατρέπεται σε δημοσιονομικό εφιάλτη και λειτουργεί ως εθνικό ανταγωνιστικό μειονέκτημα.

Μετά από 32 χρόνια ενεργού συμμετοχής στα συνδικαλιστικά δρώμενα της χώρας, έχω απρόθυμα συμφωνήσει κι εγώ με τον φλεγματικό αφορισμό των παλαιότερων παροικούντων, ότι το κόστος της Δημόσιας Υπηρεσίας στην Κύπρο είναι στο απυρόβλητο, διαχρονικά ανεπηρέαστο από τις μεταβολές στον περιβάλλοντα χώρο, όσο τεκτονικές κι αν είναι οι σεισμικές δονήσεις. Προσωρινά μόνο προσαρμόζεται αλλά γρήγορα επανέρχεται και επαναποκτά ακέραια τα «κεκτημένα».

Για να παραδοθώ στο μοιραίο συμπέρασμα, χρειάστηκε να ζήσω βιωματικά την οδυνηρή κατάρρευση των δημόσιων οικονομικών την περίοδο 2011-2013, τότε που είχαμε ρευστά διαθέσιμα λίγων ημερών.

Ήταν τότε που η Κύπρος είχε το δεύτερο ψηλότερο στην ΕΕ κρατικό μισθολόγιο και το 2016, μόλις τελειώσαμε με το Μνημόνιο, σχεδόν όλα τα μέτρα που υιοθετήθηκαν για τη συγκράτησή του, σταδιακά (αυτο)ακυρώθηκαν, με αποτέλεσμα σήμερα να είμαστε στα ίδια περίπου επίπεδα λόγου κόστους μισθολογίου προς ΑΕΠ, με τα επίπεδα που ήμασταν την εποχή της χρεοκοπίας. 

Βεβαίως προηγήθηκε το 2004 και το Σχέδιο Ανάν, όπου στις χιλιάδες σελίδες του, καμιά ρήτρα δεν είχε πρόνοια για μια (υποτυπώδη έστω) μορφή σύνδεσης του κόστους του κρατικού μηχανισμού με τις οικονομικές αποδόσεις της χώρας. Αντίθετα, η μία Δημόσια Υπηρεσία, με τη λύση θα γίνονταν τρεις.

Αναγκαστικά λοιπόν συμφώνησα κι εγώ ότι, αφού μετά την “επανίδρυση” του κράτους (ο όρος εδώ χρησιμοποιείται χωρίς πολιτικό περιεχόμενο) και μετά τη χρεοκοπία είμαστε εκεί που είμασταν πάντα, η μάχη για το κρατικό μισθολόγιο δεν μπορεί να κερδηθεί με συμβατικά μέσα, πχ εναλλαξιμότητα, συστήματα αξιολόγησης, «κόφτες» αυξήσεων και σύνδεση με αύξηση του ΑΕΠ κλπ – όσο καλά κι αν είναι όλα αυτά, το κρατικό μισθολόγιο δεν συμμαζεύεται.

Ωστόσο, μόλις την περασμένη εβδομάδα, στη διάρκεια της συνόδου της Οικονομικής Συμβουλευτικής Επιτροπής, ενώπιον τριών Υπουργών, μισής ντουζίνας Γενικών Γραμματέων συντεχνιών και υπουργείων και πολλών ανώτερων κρατικών παραγόντων, γεννήθηκε ελπίδα. Ενώπιον της ελίτ αυτής, κατέθεσα επίσημα την πρόταση της Ομοσπονδίας Εργοδοτών και Βιομηχάνων Κύπρου για δημιουργία ενός νέου οργανογράμματος, μιας νέας οργανωτικής δομής για τη Δημόσια Υπηρεσία, μετά από διεξοδική μελέτη με την αξιοποίηση ντόπιων τεχνοκρατών του ιδιωτικού και δημόσιου τομέα αλλά και ξένων εμπειρογνωμόνων.

Μετέφερα το όραμα της ΟΕΒ για μια δημόσια υπηρεσία στήριγμα του επιχειρείν, με δομή και διάρθρωση στη βάση των αναγκών του αύριο, με επαγγελματικές ειδικότητες που προσθέτουν αξία και ανταποκρίνονται στις ταχύτητες των ανταγωνιστών μας, με τη χρήση της σύγχρονης ψηφιακής τεχνολογίας και της τεχνητής νοημοσύνης, με το ακαδημαϊκό υπόβαθρο και την επαγγελματική εμπειρία που απαιτούνται για θέσεις εργασίας ενός επιτελικού κράτους που θα υπηρετεί την οικονομία και την κοινωνία, με πολύ μικρότερους αριθμούς, πολύ καλά αμειβομένων υπαλλήλων.

Μόνο έτσι, μόνο μέσα από μια νέα Οργανωτική Δομή μπορούμε να καταστήσουμε τη Δημόσια Υπηρεσία βραχίονα ανάπτυξης και προόδου και μόνο έτσι  θα πάψει το κρατικό μισθολόγιο να απορροφά κάθε χρόνο το ένα τρίτο του κρατικού προϋπολογισμού. 

Διευκρίνισα δε, το εν πολλοίς αυτονόητο, ότι η πρόταση της ΟΕΒ γίνεται με διασφάλιση των δικαιωμάτων των υφιστάμενων δημοσίων υπαλλήλων. Χωρίς να χάσει κανένας τη δουλειά του και χωρίς κανενός να μειωθεί ο μισθός, να συμφωνήσουμε τη νέα δομή κι ας εφαρμοστεί μετά από 10 ή και 15 χρόνια. 

Ως τεράστια θετική έκπληξη ήρθε η κατηγορηματική επίσημη δήλωση του εκπροσώπου της ΠΑΣΥΔΥ, εκ μέρους του ΓΓ της οργάνωσης των δημοσίων υπαλλήλων κ. Στράτη Ματθαίου, ότι η συντεχνία συμφωνεί με την πρόταση της ΟΕΒ και ότι είναι έτοιμη να μπει σε διάλογο με το Υπουργείο Οικονομικών για υλοποίηση της. 

Ως επιστέγασμα της άτυπης κατ’ αρχήν Συμφωνίας ΟΕΒ – ΠΑΣΥΔΥ, ήρθε η ξεκάθαρη δήλωση του υπουργού Οικονομικών κ. Μάκη Κεραυνού ενώπιον όλων των εταίρων ότι συμφωνεί ανεπιφύλακτα.

Κάτι αλλάζει στην ηγεσία της συντεχνίας των Δημοσίων Υπαλλήλων και στις σχέσεις της με τις παραγωγικές δυνάμεις του τόπου και πρέπει να αξιοποιήσουμε το μομέντουμ πριν επιστρέψει η εποχή των παγετώνων και η χειμέρια νάρκη προηγούμενων δεκαετιών. 

Εξαίρετη που χρειάζεται αναδιάταξη

Η Κύπρος είναι μια από τις ελάχιστες χώρες παγκοσμίως που μέσα σε ελάχιστα χρόνια κατάφερε να μεταπηδήσει από την ομάδα των υπανάπτυκτων χωρών στην ομάδα των ανεπτυγμένων και μάλιστα να βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα της τρίτης μεγαλύτερης οικονομίας του κόσμου. Αυτό δεν το πέτυχε μόνο του το επιχειρείν.

Σε αυτό συνέβαλε καταλυτικά και ο κρατικός μηχανισμός, μια δημόσια υπηρεσία με εξαίρετα στελέχη, η οποία τώρα χρειάζεται αναδιάταξη με ένα καινούργιο οργανόγραμμα.

Γενικός Διευθυντής ΟΕΒ