Κατά τον πρόεδρο της ΕΔΕΚ, η ψήφιση του προϋπολογισμού του 2024, του πρώτου της Κυβέρνησης Νίκου Χριστοδουλίδη, φιλοδοξεί να σηματοδοτήσει την αρχή μιας νέας πορείας οικονομικής διαχείρισης, η οποία να στηρίζεται σε δύο πυλώνες.

Ο πρώτος, να διαπνέεται από ανθρωποκεντρικό χαρακτήρα, με στόχο τη στήριξη των ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού, οι οποίες έχουν υποστεί τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από την οικονομική κρίση του 2012-13 και των όσων επακολούθησαν, και

Ο δεύτερος, να χαρακτηρίζεται από ορθολογική και ορθολογιστική διαχείριση των δημόσιων οικονομικών, με βασικό στόχο την επίτευξη μακροοικονομικής σταθερότητας και αποπληρωμής των 6.5 δις ευρώ του δανείου της τρόϊκα, που προέκυψε ως αδήριτη ανάγκη λόγω λανθασμένων πολιτικών αποφάσεων.

Όπως και ο πρόεδρος της ΔΗΠΑ λίγο νωρίτερα, ο Μαρίνος Σιζόπουλος έκανε μνεία σε αποφάσεις και εξαγγελίες της Κυβέρνησης Χριστοδουλίδη στον τομέα της κοινωνικής πολιτικής.

Αναφέρθηκε, συγκεκριμένα στα εξής:

–         Η παραχώρηση ΑΤΑ σε ποσοστό 66,7%
–         Η αύξηση κατά 5% της κατώτατης σύνταξης
–         Η επιδότηση ηλεκτρικού ρεύματος, καυσίμων και πετρελαίου θέρμανσης
–         Η εξαγγελία του προγράμματος εγκατάστασης φωτοβολταϊκών συστημάτων
–         Ο καθορισμός μηδενικού συντελεστή σε είδη πρώτης ανάγκης και το e-καλάθι
–         Η επέκταση του επιδόματος τέκνου στις πολύτεκνες οικογένειες, ώστε να καλύπτονται και τα χρόνια πανεπιστημιακής φοίτησης
–         Η ενίσχυση και περαιτέρω επέκτασης του σχεδίου στεγαστικής πολιτικής, στο πλαίσιο του οποίου περιλαμβάνεται η  ανέγερση νέων πολυκατοικιών σε προσφυγικούς συνοικισμούς και η τιτλοποίηση προσφυγικών οικιών στους κατόχους-τους.
Επιπρόσθετα:
–         Η επαναφορά στον διάλογο με τους κοινωνικούς εταίρους της πρότασης για συνταξιοδότηση, υπό προϋποθέσεις, στο 63ο έτος χωρίς την αποκοπή του 12%
–         Η πρόθεση για αύξηση του κατώτατου μισθού
Για το καυτό θέμα των εκποιήσεων, ο πρόεδρος της ΕΔΕΚ επισήμανε «την κατάθεση και έγκριση από τη Βουλή του νομοσχεδίου ενίσχυσης των αρμοδιοτήτων του Χρηματοοικονομικού Επιτρόπου για την αποτελεσματική εξωδικαστική επίλυση διαφορών μεταξύ ΑΠΙ και δανειολήπτη, καθώς και τη σύσταση Τμήματος Ειδικής Δικαιοδοσίας στα Επαρχιακά Δικαστήρια για την επίλυση χρηματοοικονομικών διαφορών».

Τόνισε όμως ότι ως ΕΔΕΚ εκτιμούμε ότι το τελικό νομοσχέδιο, όπως εγκρίθηκε, δεν ικανοποιεί τις προσδοκίες μας και δεν θα προστατεύσει τους ευάλωτους δανειολήπτες στον επιθυμητό βαθμό».
Θετικές ήταν οι αναφορές του κ. Σιζόπουλου και στις βασικές επιδόσεις της οικονομίας, «παρά τις δυσμενείς διεθνείς συγκυρίες».

Επισήμανε σε άλλο σημείο ότι «η ΕΔΕΚ στο πλαίσιο της σοσιαλιστικής της ιδεολογίας αλλά και της κοινωνικής της ευαισθησίας, θα συνεχίσει να καταθέτει εποικοδομητικές προτάσεις, με στόχο τη δημιουργία συνθηκών κοινωνικής συνοχής, η απουσία της οποίας θέτει σε κίνδυνο την οικονομική σταθερότητα».

Για αποκατάσταση της κοινωνικής συνοχής, η οποία, όπως είπε, μετά την κρίση του 2012-13 διαταράχθηκε σε μεγάλο βαθμό, επιβάλλεται κατά την ΕΔΕΚ η λήψη περαιτέρω στοχευμένων μέτρων, ώστε:
–         να ενισχυθεί η μεσαία τάξη και να σμικρυνθεί η οικονομική  ανισότητα μεταξύ των χαμηλών και των υψηλών εισοδημάτων
–         η κατανομή των εσόδων από την οικονομική ανάπτυξη να είναι κατά το δυνατόν ομοιόμορφη και όχι προς όφελος των ολίγων και σε βάρος των πολλών
–         να ενισχυθεί ο πρωτογενής και ο δευτερογενής τομέας της οικονομίας, ώστε η πατρίδα-μας να αποκτήσει σχετική επάρκεια σε προϊόντα πρώτης ανάγκης και να μειωθεί η εξάρτηση από τρίτες χώρες. Η Ουκρανική κρίση επιβεβαίωσε αυτή την αναγκαιότητα για ακόμα μια φορά
–         να χρηματοδοτηθεί η ανάπτυξη νέων καινοτόμων μικρομεσαίων επιχειρήσεων υψηλής τεχνολογίας για να αποτελέσουν κίνητρο επιστροφής στην πατρίδα-μας νέων επιστημόνων που παρέμειναν ή κατέφυγαν στο εξωτερικό λόγω της οικονομικής κρίσης που προηγήθηκε, αλλά και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.

Σημαντικό μέρος της ομιλίας Σιζόπουλου αναλώθηκε σε θέματα υγείας και στο ΓεΣΥ. «Τα τελευταία 4 χρόνια», ανέφερε, «οι δαπάνες στον τομέα της υγείας αυξήθηκαν κατά 1 δισ. ευρώ ετησίως, χωρίς να υπάρξει και η ανάλογη ποιοτική αναβάθμιση των παρεχομένων υπηρεσιών. Αντίθετα σε πολλές περιπτώσεις οι παρεχόμενες υπηρεσίες υποβαθμίστηκαν επικίνδυνα».

Έκανε λόγο για «λανθασμένο τρόπο υλοποίησης της νομοθεσίας για το ΓεΣΥ, που αποκάλυψε σε μεγάλο βαθμό τις αδυναμίες του συστήματος και τους κινδύνους που ελλοχεύουν για τη βιωσιμότητά του. Η ευθύνη ανήκει τόσο στο Υπουργείο Υγείας όσο και στον ΟΑΥ». Υποστήριξε επίσης ότι «οι καταχρήσεις σε θεραπείες, εργαστηριακές και παρακλινικές εξετάσεις, αναλώσιμα, φάρμακα, λόγω κυρίως της πολιτικής που ακολουθεί ο ΟΑΥ, επέφεραν  μια επικίνδυνη αύξηση του σφαιρικού προϋπολογισμού, με κίνδυνο είτε περαιτέρω μείωση της ποιότητας στις προσφερόμενες υπηρεσίες, είτε να αυξηθούν οι εισφορές τόσο των πολιτών όσο και των εργοδοτών».