Σταθερά και αισθητά πιο κάτω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης η Κύπρος σε ό,τι αφορά τις δαπάνες Υγείας και σταθερά ακόμα χαμηλότερα σε ο,τι αφορά την επένδυση στην πρόληψη.

Την ίδια ώρα, βεβαίως, η νέα αναφορά για τα συστήματα Υγείας στην Ευρωπαϊκή Ένωση που δόθηκε την Παρασκευή στη δημοσιότητα, επιβεβαιώνει τα οφέλη που αποκόμισε η κυπριακή κοινωνία από την εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας, αφού το ποσοστό των ανικανοποίητων αναγκών υγείας των πολιτών είναι το χαμηλότερο στην ΕΕ και μόλις που φθάνει το 0,1%, ενώ, όπως διαπιστώνεται στην Κύπρο, η πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας δεν εξαρτάται από την οικονομική δυνατότητα του κάθε νοικοκυριού.

Αναλυτικά και σύμφωνα πάντα με την συγκεκριμένη έκθεση:

  • Το ποσοστό δαπανών υγείας στην Κύπρο σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν βρίσκεται στο 9,4%.
  • Ο μέσος όρος δαπανών υγείας στην ΕΕ σε σχέση με το ΑΕΠ βρίσκεται στο 11%.
  • Σε χρήματα: Στην Κύπρο η κατά κεφαλή δαπάνη για την υγεία βρίσκεται στα €2.686 με τον μέσο όρο στην ΕΕ να βρίσκεται στις €4.028.
  • Το ποσοστό δαπανών στην Κύπρο που σχετίζεται με τα προγράμματα πρόληψης στον τομέα της Υγείας βρίσκεται στο 2,2% που αντιστοιχεί σε μόλις €59 ανά κάτοικο.

Στην αναφορά επισημαίνεται το γεγονός ότι οι δημόσιες δαπάνες για την υγεία από το 2019 και μετά παρουσιάζουν αύξηση με ταυτόχρονη μείωση των ιδιωτικών δαπανών, (των χρημάτων που ξοδεύουν από την τσέπη τους οι πολίτες), με το φαινόμενο αυτό να αποδίδεται στην εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας.

Χαμηλότερες δαπάνες υγείας από την Κύπρο καταγράφουν οι Σλοβενία, Πορτογαλία, Λιθουανία, Εσθονία, Λετονία, Ελλάδα, Ουγγαρία με τελευταία τη Ρουμανία.

«Παρά τη σταθερή αύξηση κατά τα τελευταία χρόνια, η Κύπρος εξακολουθεί να δαπανά συνολικά λιγότερα για την υγεία από ότι οι άλλες χώρες της ΕΕ, τόσο ως τρέχουσες κατά κεφαλή δαπάνες όσο και ως ποσοστό του ΑΕΠ», αναφέρεται στην αναφορά και προστίθεται: «Το μερίδιο του δημόσιου τομέα στις δαπάνες υγείας αυξήθηκε σημαντικά με την εισαγωγή του ΓεΣΥ το 2019: Από 42% το 2018, σε 85,3% το 2021. Αυτό οφείλεται εν μέρει στη μείωση των άμεσων ιδιωτικών πληρωμών, καθώς με το νέο σύστημα η κάλυψη επεκτάθηκε σε ολόκληρο τον πληθυσμό, αλλά και γιατί οι δαπάνες για συμπληρωματική ιδιωτική ασφάλιση υγείας μειώθηκαν καθώς αυξήθηκε η εμπιστοσύνη στο νέο σύστημα υγείας».

«Δεδομένου ότι οι συνολικές κατά κεφαλή δαπάνες στην Κύπρο είναι συγκριτικά χαμηλές, η σχετική δαπάνη ανά δραστηριότητα είναι επίσης χαμηλότερη από τον μέσο όρο της ΕΕ σε όλους σχεδόν τους τομείς. Οι υψηλότερες δαπάνες για την ενδονοσοκομειακή φροντίδα αντικατοπτρίζουν τις αυξημένες δαπάνες για την περίθαλψη λόγω COVID-19 (2021). Οι δαπάνες για την πρόληψη είναι από τις χαμηλότερες στην ΕΕ. Ομοίως, οι δαπάνες για τη μακροχρόνια φροντίδα είναι πολύ χαμηλές».

Σε ό,τι αφορά τις ανικανοποίητες ανάγκες υγείας, δηλαδή τις ανάγκες που οι πολίτες έχουν αλλά δεν μπορούν να καλύψουν εξαιτίας της δυσκολίας στην πρόσβαση ή οικονομικών λόγων, από την αναφορά προκύπτει ότι οι Κύπριοι έχουν τις λιγότερες ανικανοποίητες ανάγκες υγείας στην ΕΕ. Το ποσοστό των ανικανοποίητων αναγκών, σύμφωνα με την συγκεκριμένη ευρωπαϊκή αναφορά για το 2022, μόλις που φθάνει το 0,1%. Όπως επισημαίνεται, μάλιστα, προ της εφαρμογής του ΓεΣΥ το ποσοστό αυτό βρισκόταν στο 1%.

Το ποσοστό αυτό παρέμενε σε χαμηλά επίπεδα ακόμα και κατά τα έτη εφαρμογής των σκληρών μέτρων εξαιτίας της πανδημίας, ενώ τόσο κατά το 2021 όσο και κατά το 2022 εκτιμάται ότι οι Κύπριοι καθυστέρησαν στη λήψη των υπηρεσιών που χρειάζονταν εξαιτίας των περιορισμών που βρίσκονταν σε ισχύ. Ανικανοποίητες ανάγκες σε ποσοστό 4% καταγράφεται στην Κύπρο σε ό,τι αφορά τις οδοντιατρικές υπηρεσίες.

Οι δημόσιες δαπάνες είναι υψηλότερες σε σχέση με την προ ΓεΣΥ εποχή σε ό,τι αφορά την εξωνοσοκομειακή και ενδονοσοκομειακή φροντίδα και τα φάρμακα. Είναι, ωστόσο, χαμηλότερες σε ό,τι αφορά τις οδοντιατρικές υπηρεσίες και την παροχή ιατρικών και άλλων βοηθημάτων όπως για παράδειγμα, τροχοκαθίσματα, ακουστικά βαρηκοΐας κ.λπ.

Το ποσοστό των ιδιωτικών δαπανών για υπηρεσίες υγείας βρισκόταν πριν από τον Ιούνιο του 2019 στο 34% (ενώ τότε ο μέσος όρος στην ΕΕ βρισκόταν στο 15%). Με την εφαρμογή του ΓεΣΥ, έπεσαν το 2020 στο 18% και το 2021 έπεσαν κάτω από το 10% (επί του συνόλου των δαπανών υγείας).

«Η οικονομική προσιτότητα δεν αποτελεί σημαντικό εμπόδιο όσον αφορά την πρόσβαση στην υγειονομική περίθαλψη στην Κύπρο», επισημαίνεται στην αναφορά και προστίθεται ότι «οι άμεσες ιδιωτικές πληρωμές έχουν μειωθεί σημαντικά με την επέκταση της κάλυψης και την αυξημένη διαθεσιμότητα παρόχων υγείας στο πλαίσιο του ΓεΣΥ».

Σύμφωνα με την αναφορά, «το ΓεΣΥ μείωσε τον κατακερματισμό και συγκέντρωσε τον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα σε ένα ενιαίο φορέα, δημιουργώντας ένα καινούριο και ανταγωνιστικό περιβάλλον υγείας» και ταυτόχρονα «παρατηρήθηκε ριζική μεταστροφή από τις ιδιωτικές στις δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό των συνολικών τρεχουσών δαπανών στην υγεία».

Έλλειψη εργατικού δυναμικού στον τομέα της Υγείας

Στην Κύπρο η πυκνότητα των γιατρών είναι 5 ανά 1.000 κατοίκους, ελαφρώς μεγαλύτερη από τον μέσο όρο της ΕΕ, ενώ η πυκνότητα των νοσηλευτών είναι, επίσης, περίπου 5/1.000 κατοίκους, πολύ κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Ο αριθμός των ενεργών γιατρών στην Κύπρο έχει υπερδιπλασιαστεί από το 2000. Ενώ ο αριθμός των νοσηλευτών που εργάζονται στο σύστημα υγείας, δεν αυξήθηκε με τον ίδιο ρυθμό.

Οι ευρύτερες ελλείψεις εργατικού δυναμικού στον τομέα της Υγείας στην ενδονοσοκομειακή περίθαλψη αποτελούν πλέον τον βασικό περιορισμό ως προς τη δυνατότητα του συστήματος.

Επιπλέον, παρατηρούνται σοβαρές ανισορροπίες μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα όσον αφορά το εργατικό δυναμικό, δεδομένου ότι οι περισσότεροι γιατροί εργάζονται ως επί το πλείστον στον ιδιωτικό τομέα και οι περισσότεροι νοσηλευτές στον δημόσιο τομέα. Πριν την εφαρμογή του ΓεΣΥ πολλοί γιατροί του δημόσιου τομέα είχαν μεταπηδήσει στον ιδιωτικό τομέα. Ως λύση για την αντιμετώπιση της πανδημίας χρειάστηκε να προσληφθούν νέοι γιατροί και άλλοι επαγγελματίες  υγείας». 

Ο συνολικός αριθμός κλινών σε μονάδες εντατικής και μη εντατικής θεραπείας στα δημόσια και στα ιδιωτικά νοσοκομεία το 2021 ήταν 3,1 ανά 1.000 κατοίκους. Παρ’ ότι ο δείκτης αυτός είναι μικρότερος από τον μέσο όρο της ΕΕ (4,8 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους) θεωρείται επαρκής για την κάλυψη των αναγκών νοσηλείας του πληθυσμού της Κύπρου.

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Ας μελετήσει σωστά τα δεδομένα η Κυβέρνηση

Η πρακτική που ακολουθεί το υπουργείο Οικονομικών και η κυβέρνηση γενικότερα στον τομέα της Υγείας μάλλον δεν αφήνει ελπίδες για να φθάσουμε ως κράτος, σε κάποια στιγμή, τον μέσο όρο της ΕΕ. Από το υπουργείο Οικονομικών σίγουρα θα μας πουν ότι έχουν δίκαιο όταν λένε ότι αυξήθηκαν οι δημόσιες δαπάνες υγείας. Το ότι προ ΓεΣΥ οι δαπάνες ήταν πολύ χαμηλές και πλήρωναν από την τσέπη τους οι πολίτες δεν αποτελεί επιχείρημα για το γεγονός ότι ακόμα και με την αύξηση των δαπανών βρισκόμαστε πολύ πίσω από τον μέσο όρο της ΕΕ. Πρέπει, επίσης, να κατανοήσουν ότι υγεία δεν σημαίνει μόνο γιατρός, νοσοκομείο, χειρουργική επέμβαση, φάρμακα. Υγεία σημαίνει, πρόληψη, σημαίνει αποκατάσταση, ανακουφιστική φροντίδα, κατ’ οίκον νοσηλεία, προνοσοκομειακή φροντίδα, παρακολούθηση της ιατρικής πράξης, εκπαίδευση των επαγγελματιών κ.ά.