Η κατάσταση με την ακρίβεια καθίσταται όλο και δυσκολότερη-παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός κινείται σε χαμηλότερα επίπεδα σε σύγκριση μ’ ένα χρόνο πριν-  με αποτέλεσμα ευάλωτα νοικοκυριά να έχουν ξεπεράσει τα όρια αντοχών, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εισοδημάτων. Μπορεί η κατανάλωση να κινείται ικανοποιητικά, ωστόσο υπάρχουν σημάδια, τα οποία δείχνουν ότι τα ευάλωτα νοικοκυριά συντηρούνται από τα έτοιμα, δηλαδή τις τραπεζικές καταθέσεις.

Η Κεντρική Τράπεζα, μέχρι τέλος Νοεμβρίου, κατέγραψε μείωση των καταθέσεων για νοικοκυριά στα €392,4 εκατ. για πέντε συνεχόμενους μήνες (Νοέμβριος: €101,2 εκατ., Οκτώβριος: €66,3 εκατ., Σεπτέμβριος: €82,7 εκατ., Αύγουστος: €67,5 εκατ., Ιούλιος: €74,7 εκατ.) γεγονός που δείχνει ότι κάποιοι τραβούν από τα έτοιμα για να τα βγάλουν πέρα και δεν μπορούν να βάλουν κάτι στην άκρη όπως γινότανε τους προηγούμενους μήνες. Τέλος Νοεμβρίου το υπόλοιπο των καταθέσεων από νοικοκυριά ήταν €31,01 δισ. και των επιχειρήσεων στα €12,37 δισ. Η Κεντρική Τράπεζα αναφέρει ότι «ο παρατεταμένος υψηλός πληθωρισμός επιφέρει νέες προκλήσεις για τα νοικοκυριά.

Η συνεχής, αν και επιβραδυνόμενη, αύξηση των τιμών διαβρώνει την αγοραστική τους δύναμη, ενώ η βραδύτητα στη διόρθωση των πληθωριστικών πιέσεων επηρεάζει τις αποφάσεις τους για κατανάλωση και επενδύσεις, με συνεπακόλουθες αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη. Παρόλο που τα δημοσιονομικά μέτρα που λήφθηκαν αμβλύνουν, σε κάποιο βαθμό, τις επιπτώσεις από τις πληθωριστικές πιέσεις, οι αυξήσεις στις τιμές είναι αρκετά μεγάλες και επίμονες και αναμένεται να έχουν αρνητική επίδραση στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών, και κατ’ επέκταση, στην κατανάλωσή τους».

Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός οι καταθέσεις των επιχειρήσεων παρουσιάζουν άνοδο εν μέσω ενός δύσκολου επιχειρηματικού κλίματος και δείχνουν ότι  προσαρμόζουν τη χρηματοοικονομική τους στρατηγική με βάση τις νέες συνθήκες που έχουν διαμορφωθεί μετά τις 10 διαδοχικές αυξήσεις επιτοκίων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Την ώρα που τα νοικοκυριά για πέντε μήνες σήκωναν από τις καταθέσεις, οι επιχειρήσεις έβαλαν στην άκρη το ποσό των €304,5 εκατ. και όπως εξηγεί η Κεντρική Τράπεζα «, οι μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις καλούνται να διαχειριστούν τις νέες προκλήσεις, με αρνητική καθαρή χρηματοοικονομική θέση και ήδη επιβαρυμένη οικονομική κατάσταση λόγω της πανδημίας, των διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού του διεθνούς εμπορίου, καθώς και της ενεργειακής και γεωπολιτικής κρίσης. Εντούτοις, η αύξηση στην αποταμίευση και η μείωση στην αρνητική καθαρή χρηματοοικονομική θέση βελτίωσε την ανθεκτικότητά του τομέα σε σχέση με τα προηγούμενα έτη, καθώς οι καταθέσεις μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη γενικότερη κάλυψη του αυξημένου κόστους παραγωγής και να υποστηρίξουν, σε περίοδο κρίσης, την αποπληρωμή των προγραμματισμένων ετήσιων δόσεων τους».

Πολύ δρόμο για ευρωπαϊκά επιτόκια

Σημαντικό είναι το γεγονός και πόσο είναι το επιτόκιο με το οποίο τοκίζουν τα χρήματά τους επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Το επιτόκιο για καταθέσεις προθεσμίας έως ενός έτους από νοικοκυριά σημείωσε αύξηση τον Νοέμβριο στο 2,01%, σε σύγκριση με 1,58% τον προηγούμενο μήνα και είναι το τρίτο χαμηλότερο της Ευρωζώνης.

Το αντίστοιχο επιτόκιο για καταθέσεις από μη χρηματοδοτικές εταιρείες παρουσίασε αύξηση τον Νοέμβριο στο 2,29%, σε σύγκριση με 2,26% τον προηγούμενο μήνα και είναι το χαμηλότερο στην Ευρωζώνη. Το μέσο επιτόκιο καταθέσεων στην για νοικοκυριά στην Ευρωζώνη είναι στο 3,34% και για επιχειρηματικές καταθέσεις στο 3,71%.

Το πιο ψηλό επιτόκιο για νοικοκυριά έχουν οι καταθέτες στην Εσθονία (4%), Γαλλία (3,90%), Ιταλία (3,78%), Μάλτα (3,61%), Λιθουανία (3,60%), Αυστρία (3,58%), Λετονία (3,53%), Βέλγιο (3,51%), Σλοβακία (3,50%), Γερμανία (3,46%), Φιλανδία (3,45%). Κάτω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης για καταθέσεις σε νοικοκυριά έχει το Λουξεμβούργο (3,31%), Ολλανδία (3,02%), Πορτογαλία (3%), Ισπανία (2,62%), Κροατία (2,44%), Ιρλανδία (2,40%), Κύπρος (2,01%), Ελλάδα (1,79%), Σλοβενία (1,31%).

Το πιο ψηλό επιτόκιο καταθέσεων για επιχειρήσεις καταγράφεται στην Γαλλία (4,04%), Εσθονία (3,85%), Ιταλία (3,79%), Αυστρία (3,78%), Φιλανδία (3,75%), Σλοβακία (3,75%), Γερμανία (3,73%). Κάτω από το μέσο όρο της Ευρωζώνης καταγράφεται στο Λουξεμβούργο (3,64%), Ισπανία 3,57%, Λιθουανία (3,55%), Ιρλανδία (3,51%), Βέλγιο (3,49%), Λετονία (3,42%), Πορτογαλία (3,40%), Κροατία (3,38%), Ολλανδία (3,28%), Ελλάδα (3,14%), Σλοβενία (2,53%), Μάλτα (2,46%), Κύπρος (2,29%).