Στο περίμενε για τον πληθωρισμό, μην τυχόν και αιφνιδιάσει με κάποιο πισωγύρισμα, βρίσκονται οι κεντρικές τράπεζες στις δυο πλευρές του Ατλαντικού. Από τις δηλώσεις ανώτατων αξιωματούχων, τόσο της Fed όσο και της ΕΚΤ, φαίνεται ότι προβληματίζονται εάν τα πρόσφατα στοιχεία, που δείχνουν αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων, αποτελούν το τελευταίο δύσκολο σκαλοπάτι για να μπορέσει να επιτευχθεί ο στόχος για βιώσιμο πληθωρισμό 2%.

Σχεδόν δύο χρόνια από τότε που η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία μετέτρεψε την άνοδο των τιμών καταναλωτή σε παγκόσμια κρίση πληθωρισμού, οι κεντρικές τράπεζες είναι επιφυλακτικές να κάνουν το μεγάλο βήμα για μείωση του κόστους του χρήματος, παρά την ταχύτητα που έδειξαν στον ανοδικό κύκλο, όταν επέβαλλαν δηλαδή τις αυξήσεις στα δανειστικά επιτόκια.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, την Πέμπτη, απαντώντας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων μετά την απόφαση του διοικητικού συμβουλίου να διατηρήσει αμετάβλητα τα επιτόκια, κατά πόσο υπήρξε κάποια φωνή εντός του συμβουλίου της ΕΚΤ υπέρ της μείωσης των επιτοκίων τώρα, ήταν κατηγορηματική: «Δεν μιλήσαμε καθόλου για μείωση των επιτοκίων».

Συνεχίζοντας στο ίδιο μήκος κύματος, τόνισε πως ούτε τον Απρίλιο δεν θα υπάρξουν αρκετά δεδομένα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν την ΕΚΤ να αλλάξει την επιτοκιακή της πολιτική, προσθέτοντας ότι τον Ιούνιο θα υπάρχουν περισσότερα στοιχεία, ώστε να ληφθεί μια πιο κατάλληλη απόφαση. «Θα διατηρήσουμε την περιοριστική πολιτική για όσο καιρό χρειαστεί» επανέλαβε χαρακτηριστικά.

Τα ίδια και από τη Fed

Η Federal Reserve (Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ) συνεχίζει να επιτρέπει αισιοδοξία ότι θα μειώσει τα επιτόκια της αργότερα αυτό το έτος, αν και η πρόοδος στο μέτωπο του πληθωρισμού «δεν είναι διασφαλισμένη», όπως δήλωσε την Τετάρτη ο πρόεδρός της, Τζερόμ Πάουελ.

«Αν η οικονομία εξελιχθεί, σε γενικές γραμμές, όπως περιμένουμε, είναι πιθανό πως θα είναι η κατάλληλη προσέγγιση να ξεκινήσουμε να μετριάζουμε την περιοριστική μας πολιτική κάποια στιγμή αυτό το έτος», ανέφερε. «Ωστόσο, διατηρείται η αβεβαιότητα στις προοπτικές της οικονομίας και η συνέχιση της προόδου προς τον στόχο του 2% στον πληθωρισμό δεν είναι διασφαλισμένη», είπε ακόμα ο Πάουελ.

Λίγες μέρες αργότερα, την Παρασκευή, εμφανίστηκε ενώπιον της Επιτροπής Τραπεζών της Γερουσίας και δέχθηκε πιέσεις από τον πρόεδρο της επιτροπής, τον Δημοκρατικό Σέροντ Μπράουν από το Οχάιο, ως προς το γιατί η Fed δεν μείωσε πιο γρήγορα τα επιτόκια, για να αποτρέψει την απώλεια εργασίας για πολλούς εργαζόμενους. «Γνωρίζουμε καλά αυτόν τον κίνδυνο, φυσικά, και έχουμε μεγάλη επίγνωση της ανάγκης αποφυγής του», δήλωσε ο Πάουελ, σύμφωνα με το πρακτορείο Reuters.

«Αν αυτό που περιμένουμε και αυτό που βλέπουμε -συνεχιζόμενη ισχυρή ανάπτυξη, ισχυρή αγορά εργασίας, πρόοδος στη μείωση του πληθωρισμού- αν η οικονομία εξελιχθεί σε αυτή την πορεία, τότε πιστεύουμε ότι η διαδικασία προσεκτικής άρσης της περιοριστικής πολιτικής μπορεί και θα ξεκινήσει κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους».

Και στην Αγγλία

«Παράθυρο» για μείωση των επιτοκίων – που ανέρχονται στο 5,25% – μέσα στο 2024 άνοιξε την περασμένη Πέμπτη και η Τράπεζα της Αγγλίας (ΒοΕ).

Το πιθανότερο, όμως, είναι η μείωση να γίνει σε μεταγενέστερο στάδιο από τις κινήσεις της EKT και της Fed, επειδή οι αυξήσεις μισθών στη Βρετανία ήταν σημαντικά μεγαλύτερες απ’ ότι στην Ευρωζώνη και τις ΗΠΑ και δεν αναμένεται, έτσι, μία διατηρήσιμη γρήγορη μείωση του πληθωρισμού προς το 2%.
Ο διοικητής της ΒοΕ, Άντριου Μπέιλι, είπε ότι ο πληθωρισμός μπορεί να μειωθεί προσωρινά τον Απρίλιο κάτω και από το 2%, αλλά στη συνέχεια προβλέπεται να αυξηθεί ξανά.

Προς τα κάτω η ανάπτυξη

Μπορεί η ΕΚΤ να άφησε αμετάβλητα τα επιτόκια στη συνεδρίαση της Πέμπτης, αλλά οι οικονομολόγοι της έχουν αναθεωρήσει προς τα κάτω την ανάπτυξη, σε 0,6% για το 2024, καθώς η οικονομική δραστηριότητα αναμένεται να παραμείνει υποτονική σε βραχυπρόθεσμο ορίζοντα.

Στη συνέχεια, οι εμπειρογνώμονες αναμένουν ότι η οικονομία θα ανακάμψει και θα αναπτυχθεί με ρυθμό 1,5% το 2025 και 1,6% το 2026, υποβοηθούμενη αρχικά από την κατανάλωση και αργότερα και από τις επενδύσεις.

Όσον αφορά στο ύψος των επιτοκίων, το δ.σ. σημειώνει πως θεωρεί ότι «βρίσκονται σε επίπεδα που αν διατηρηθούν για επαρκές διάστημα, θα έχουν καθοριστική συμβολή στην επιστροφή του πληθωρισμού στο 2%».

Συγκρατημένοι οι καταναλωτές

Σ’ αυτό το επιτοκιακό περιβάλλον, σύμφωνα με την εκτίμηση της ΕΚΤ, οι καταναλωτές συνέχισαν να συγκρατούν τις δαπάνες τους, οι επενδύσεις μετριάστηκαν, αντανακλώντας την επιβράδυνση της εξωτερικής ζήτησης και ορισμένες απώλειες στην ανταγωνιστικότητα.

Από την άλλη, οι έρευνες δείχνουν σταδιακή ανάκαμψη κατά τη διάρκεια του τρέχοντος έτους. Καθώς ο πληθωρισμός πέφτει και οι μισθοί συνεχίζουν να αυξάνονται, τα πραγματικά εισοδήματα θα ανακάμψουν, υποστηρίζοντας την ανάπτυξη.

Επιπλέον, ο περιοριστικός αντίκτυπος των προηγούμενων αυξήσεων των επιτοκίων θα εξασθενίσει σταδιακά και η ζήτηση για εξαγωγές της ζώνης του ευρώ θα πρέπει να αυξηθεί.

Περιορισμός μέτρων στήριξης

Το μήνυμα που έστειλαν την Πέμπτη η πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ και ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Λουίς Ντε Γκίντος είναι ότι οι κυβερνήσεις θα πρέπει να συνεχίσουν να αναιρούν τα μέτρα στήριξης που σχετίζονται με την ενέργεια, για να επιτρέψουν στη διαδικασία αποπληθωρισμού να προχωρήσει βιώσιμα.

«Οι δημοσιονομικές και διαρθρωτικές πολιτικές πρέπει να ενισχυθούν για να γίνει η οικονομία μας πιο παραγωγική και ανταγωνιστική, να διευρυνθεί η ικανότητα προσφοράς και να μειωθούν σταδιακά οι υψηλοί δείκτες δημόσιου χρέους. Η ταχύτερη εφαρμογή του προγράμματος της ΕΕ Next Generation και οι πιο αποφασιστικές προσπάθειες για την άρση των εθνικών φραγμών σε βαθύτερες και πιο ολοκληρωμένες τραπεζικές και κεφαλαιαγορές μπορούν να συμβάλουν στην αύξηση των επενδύσεων στην πράσινη και ψηφιακή μετάβαση και στη μείωση των πιέσεων στις τιμές μεσοπρόθεσμα. Το αναθεωρημένο πλαίσιο οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ θα πρέπει να εφαρμοστεί χωρίς καθυστέρηση», επιήμαναν.

Επικρίσεις από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο

Η σφιχτή νομισματική πολιτική που ακολουθεί η ΕΚΤ δεν έμεινε στο απυρόβλητο από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, το οποίο άσκησε δριμεία κριτική στην Κριστίν Λαγκάρντ στο τέλος Φεβρουαρίου, κατά την παρουσίαση της ετήσιας έκθεσης.

Το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, αν και αναγνωρίζει ότι η ΕΚΤ «απολαμβάνει νομικά, πολιτική ανεξαρτησία», διατυπώνει με την έκθεση 11 σημεία και μια σειρά από επικρίσεις, αλλά και αιτήματα.
«Εάν η ΕΚΤ αποτύχει να φέρει τον πληθωρισμό στο επίπεδο-στόχο εγκαίρως, ενώ έχει αυξήσει το κόστος χρηματοδότησης στη ζώνη του ευρώ, ιδιαίτερα για πολίτες και εταιρείες, κινδυνεύει να χάσει την αξιοπιστία της», αναφέρεται συγκεκριμένα.

Το Κοινοβούλιο «ανησυχεί βαθύτατα για τα επίμονα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού, ειδικά για τους δείκτες του πυρήνα, και τις επιζήμιες επιπτώσεις τους στην ανταγωνιστικότητα, τις επενδύσεις, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών, επηρεάζοντας ιδιαίτερα όσους έχουν σταθερά ή περιορισμένα εισοδήματα» προστίθεται, καλώντας την ΕΚΤ να λάβει όλα τα απαραίτητα μέτρα για τη μείωση του ποσοστού πληθωρισμού, σύμφωνα με την εντολή της».

Το ξέκοψε ο Κεραυνός

Στην ίδια γραμμή πλεύρης με την ΕΚΤ και την ΕΕ, ο υπουργός Οικονομικών Μάκης Κεραυνός με δηλώσεις του την περασμένη εβδομάδα άφησε να νοηθεί ότι η μείωση του φόρου κατανάλωσης στα καύσιμα θα σταματήσει τέλος Μαρτίου, στη βάση και των οδηγιών των Βρυξελλών.

Όπως είπε, η Κύπρος είναι μεταξύ των τριών χωρών της ΕΕ με τις πιο χαμηλές τιμές, τόσο στη βενζίνη, όσο και στο πετρέλαιο κίνησης και, με βάση τα δεδομένα, τα οριζόντια μέτρα θα πρέπει να καταργηθούν και να παραμείνουμε σε μέτρα στοχευμένα.