Ανάστατοι είναι οι δημόσιοι υπάλληλοι από τις αλλαγές που επήλθαν στους κανονισμούς για την παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης για τυχόν υπηρεσίες φροντίδας που δεν καλύπτονται από το Γενικό Σχέδιο Υγείας.

Οι επηρεαζόμενοι αποκαλούν τους εαυτούς τους δεύτερης κατηγορίας εργαζόμενους, σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατικούς υπαλλήλους και με επιστολή τους καλούν το Υπουργείο Οικονομικών να προχωρήσει σε διόρθωση της νομοθεσίας για την αποκατάσταση του συγκεκριμένου ωφελήματος.

Στις 28 Μαρτίου 2024, η Ολομέλεια της Βουλής ενέκρινε τροπολογία, σύμφωνα με την οποία οι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι της Δημόσιας Υπηρεσίας, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν δικαιούται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη για υπηρεσίες που δεν καλύπτονται από το ΓεΣΥ.

Ο Οργανωτικός Διευθυντής της ΠΑΣΥΔΥ Ανδρέας Λουκά, με επιστολή του προς την Πρόεδρο της Βουλής Αννίτα Δημητρίου, με κοινοποίηση στους αρχηγούς των κοινοβουλευτικών κομμάτων, στα μέλη της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Οικονομικών καθώς και στους υπουργούς Οικονομικών και Υγείας, εκφράζει την έντονη διαμαρτυρία και την απαρέσκεια των δημοσίων υπαλλήλων, καθώς η Βουλή, μετά από τροπολογία μέλους της, έχει επιφέρει μονομερώς τροποποίηση στους κανονισμούς.

Όπως υποστηρίζει «η τροποποίηση διαλαμβάνει ότι υπάλληλοι και συνταξιούχοι της Δημόσιας Υπηρεσίας, καθώς και τα μέλη των οικογενειών τους, δεν δικαιούνται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύμφωνα με τις πρόνοιες των περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών, σε αντικατάσταση πρόνοιας που υποβλήθηκε από το Υπουργείο Οικονομικών τον Απρίλιο του 2023 και διαλάμβανε ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι, συνταξιούχοι και μέλη των οικογενειών τους δικαιούνται ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, σύμφωνα με τους κανονισμούς περί Κυβερνητικών Ιδρυμάτων και Υπηρεσιών, όπως αυτοί τροποποιούνται ή αντικαθίστανται, για τυχόν υπηρεσίες φροντίδας που δεν καλύπτονται από το Γενικό Σχέδιο Υγείας δυνάμει του περί Γενικού Συστήματος Υγεία Νόμου και των δυνάμει αυτού εκδοθέντων κανονισμών».

Σύμφωνα με τον κ. Λουκά , για λόγους αρχής είναι πρωτάκουστο η Βουλή να αφαιρέσει μονομερώς κεκτημένο δικαίωμα μιας κατηγορίας εργαζομένων, καταστρατηγώντας μια πάγια διαχρονική πρακτική, που αφορά τις περί αντιθέτου απόψεις του Υπουργείου Οικονομικών, που είναι ο εργοδότης των δημοσίων υπαλλήλων. «Η πικρία και η απογοήτευση της οργάνωσης μας επιτείνεται και από το γεγονός ότι το υπό αναφορά εγχείρημα στερείται ορθολογικής βάσης, αφού θέτει σε δυσμενή μοίρα τους δημοσίους υπαλλήλους έναντι άλλων ομοειδών κατηγοριών εργαζομένων του κρατικού τομέα, όπως είναι για παράδειγμα οι εκπαιδευτικοί, οι αστυνομικοί, οι πυροσβέστες, οι ωρομίσθιοι και οι εργαζόμενοι στον κυπριακό στρατό, που συνεχίζουν να απολαμβάνουν του ωφελήματος, παραβιάζοντας την αρχή της ισότητας και της ίσης μεταχείρισης» προσθέτει ο κ. Λουκά. Παράλληλα, τονίζει πως το συγκεκριμένο δικαίωμα συνεχίζουν να το απολαμβάνουν οι χαμηλόμισθοι του ιδιωτικού τομέα, αλλά όχι οι χαμηλόμισθοι του δημόσιου τομέα.

«Κατάφωρη αδικία»


Όπως τονίζει ο Οργανωτικός Διευθυντής της ΠΑΣΥΔΥ, η ενέργεια στην οποία προχώρησε με δική της τροποποίηση επί των κανονισμών η Βουλή συνιστά κατάφωρη αδικία για τους δημόσιους υπαλλήλους, καθώς, πριν από εισαγωγή του ΓεΣΥ, είχαν δικαίωμα να λαμβάνουν πλήρη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη από τα κρατικά νοσηλευτήρια και για σκοπούς αλληλεγγύης αποδέχθηκαν να ενταχθούν στο ΓεΣΥ, καταβάλλοντας ισόποση εισφορά με όλους τους Κύπριους πολίτες.

«Οι κανονισμοί που έχουν ψηφιστεί δημιουργούν σύγχυση, αλλά και προβλήματα ερμηνείας, με τους περί Κυβερνητικών Ιατρικών Ιδρυμάτων Γενικούς Κανονισμούς που βρίσκονται σε ισχύ και προνοούν ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι δικαιούνται ταυτότητα νοσηλείας» συμπληρώνει. Επιπρόσθετα, η ΠΑΣΥΔΥ απευθύνει έκκληση στο Υπουργείο Οικονομικών να υποβάλει νέα πρόταση, η οποία θα τροποποιεί τους σχετικούς κανονισμούς, για να συνεχίσουν να λαμβάνουν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι το συγκεκριμένο ωφέλημα.

Ο κ. Λουκά τονίζει πως αδυνατεί να αποδεχθεί το γεγονός ότι οι δημόσιοι υπάλληλοι θεωρούνται δεύτερης κατηγορίας εργαζόμενοι, σε σχέση με τους υπόλοιπους κρατικούς υπαλλήλους. Τέλος, σημειώνει ότι το συγκεκριμένο ζήτημα δικαιολογημένα εγείρει αντιδράσεις στους δημόσιους υπαλλήλους.