Το 47% των ατόμων άνω των 60 ετών στην Κύπρο χαρακτηρίζουν την κατάσταση της υγείας τους ως «αρκετά καλή». Παράλληλα, όμως, ένας στους πέντε τοποθετείται λέγοντας «όχι και τόσο καλή».

Τα προβλήματα υγείας αποτελούν το τρίτο μεγαλύτερο πρόβλημα για τα άτομα 60 ετών και άνω με το ποσοστό ικανοποίησης από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που λαμβάνουν να χαρακτηρίζεται ως «αρκετά ικανοποιητικό» ή «πολύ ικανοποιητικό» από το 85%.

Τα αποτελέσματα αυτά προέκυψαν από τη μεγάλη έρευνα που διενεργήθηκε, κατόπιν απόφασης Υπουργικού Συμβουλίου, στην Κύπρο και αφορά τις κοινωνικές και ψυχολογικές ανάγκες και εμπειρίες ατόμων ηλικίας 60 ετών και άνω.

Επικεφαλής της έρευνας ήταν ο καθηγητής Κωνσταντίνος Φελλάς, ο οποίος, αναλύοντας τα αποτελέσματα, εξήγησε στον «Φ» ότι «από την έρευνα, σε ό,τι αφορά τον τομέα της υγείας, βλέπουμε δύο – τρία συγκεκριμένα σημεία τα οποία χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης. Για παράδειγμα, βλέπουμε ότι το 69% των ατόμων άνω των 60 ετών ανέφεραν ότι, όταν χρειάστηκαν νοσηλεία, νοσηλεύθηκαν σε δημόσιο νοσοκομείο. Αυτό είναι ένα φαινόμενο για το οποίο πολύ συχνά ακούμε το τελευταίο διάστημα, παρά την εφαρμογή του Γενικού Συστήματος Υγείας».

Σε ό,τι αφορά το γενικό ερώτημα της έρευνας, που αφορούσε τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα άτομα τρίτης ηλικίας στην Κύπρο, τα προβλήματα υγείας κατατάχθηκαν στην τρίτη θέση με ποσοστό 16% για τους άνδρες και 17% για τις γυναίκες (στην πρώτη και δεύτερη θέση βρίσκονταν η μοναξιά που βιώνουν τα άτομα άνω των 60 ετών και η οικονομική κατάσταση).

Τα προβλήματα υγείας φαίνεται να απασχολούν εντονότερα τους υπερήλικες. Σύμφωνα με την ανάλυση των δεδομένων, το 27% των ατόμων που έκαναν αναφορά στα προβλήματα υγείας ήταν άνθρωποι άνω των 80 ετών, 19% ανήκε στην ηλικιακή ομάδα των 70-79 ετών και το 5% ανήκε στην ηλικιακή ομάδα των 60-69 ετών.

Τα προβλήματα υγείας σε συνδυασμό με την οικονομική στενότητα προκαλούν φόβο και αίσθημα ανασφάλειας στο 10% των ατόμων 60-69 ετών, στο 19% των ατόμων 70-79 ετών και στο 13% των ατόμων 80 ετών και άνω.

Τα ζητήματα που αφορούν την υγεία γενικά, περιλαμβάνονται και στις εισηγήσεις των ατόμων άνω των 60 ετών που συμμετείχαν στην συγκεκριμένη παγκύπρια έρευνα.

Το 6% των συμμετεχόντων έκανε αναφορά στην ανάγκη για ψυχολογική στήριξη και ένα 3% εισηγήθηκε τη βελτίωση της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης με ταυτόχρονη ενίσχυση των υπηρεσιών κατ’ οίκον φροντίδας.

Οι συμμετέχοντες στην έρευνα κλήθηκαν να χαρακτηρίσουν την κατάσταση της υγείας τους κατά τον τελευταίο ένα χρόνο. Η πλειοψηφία των συμμετεχόντων (47%) έδωσαν τον χαρακτηρισμό «αρκετά καλή». 21% απάντησαν «πολύ καλή». Ο ένας στους πέντε όμως, (20%) έδωσε τον χαρακτηρισμό «όχι και τόσο καλή», ενώ ένα ποσοστό της τάξης του 2% απάντησε «καθόλου καλή». Το 10% δεν έδωσε απάντηση.

Από την ανάλυση των δεδομένων προκύπτει ότι:
• Τον χαρακτηρισμό «αρκετά καλή» έδωσε το 55% των γυναικών που απάντησαν στη συγκεκριμένη ερώτηση και το 42% των ανδρών.
• «Όχι και τόσο καλή», χαρακτήρισε την κατάσταση της υγείας του το 21% των ανδρών και το 21% των γυναικών.
• Τον χαρακτηρισμό «καθόλου καλή» έδωσε το 5% των ανδρών και το 2% των γυναικών.
• «Πολύ καλή», απάντησαν το 32% των ανδρών και το 17% των γυναικών.

Σε ό,τι αφορά την ηλικιακή κατανομή των συμμετεχόντων που απάντησαν στη συγκεκριμένη ερώτηση, όπως προκύπτει από τα δεδομένα της έρευνας, τον χαρακτηρισμό «αρκετά καλή» έδωσαν κατά 52% τα άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 60-69 ετών, κατά 53% τα άτομα που ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα των 70-79 ετών και κατά 47% άτομα τα οποία είναι 80 ετών και άνω.
«Καθόλου καλή», απάντησαν κατά 1% άτομα 60-69 ετών, 3% άτομα 70-79 ετών και 7% άτομα 80 ετών και άνω. Ένα άλλο 7% των ατόμων που ανήκουν στις μεγαλύτερες ηλικίες (80+) έδωσαν τον χαρακτηρισμό «πολύ καλή».

Το 91% των συμμετεχόντων απάντησαν ότι έχουν εγγραφεί στο Γενικό Σύστημα Υγείας και εξυπηρετούνται από τους παρόχους υπηρεσιών υγείας του συστήματος. 9% απάντησε ότι επισκέπτεται εκτός ΓεΣΥ παρόχους υπηρεσιών υγείας και πληρώνει από την τσέπη του.
Ικανοποιημένοι από την ιατροφαρμακευτική περίθαλψη που λαμβάνουν, δηλώνει η συντριπτική πλειονότητα των συμμετεχόντων. Συγκεκριμένα, το 38% έδωσε τον χαρακτηρισμό «πολύ ικανοποιημένος/η» και 47% «αρκετά ικανοποιημένος/η». «Λίγο ικανοποιημένος/η» δήλωσε το 9% ενώ 6% δεν έδωσαν καμία απάντηση.

Σε ό,τι αφορά τις υπηρεσίες ενδονοσοκομειακής φροντίδας, το 77% δήλωσε ότι δεν χρειάστηκε να εισαχθεί σε νοσηλευτήριο κατά τους τελευταίους έξι μήνες, 14% απάντησε ότι νοσηλεύθηκε, ενώ 9% δεν έδωσε καμία απάντηση.

Από αυτούς που ανέφεραν ότι νοσηλεύθηκαν κατά τους τελευταίους έξι μήνες, το 69% ανέφερε ότι εξυπηρετήθηκε από δημόσιο νοσοκομείο και 31% από ιδιωτικό.
Από τις υπηρεσίες που έλαβε κατά τη νοσηλεία του, δηλώνει αρκετά ικανοποιημένο το 69%, ενώ το 23% δηλώνει πολύ ικανοποιημένο. Ένα 8% δεν έδωσε καμία απάντηση.
Η έρευνα επεκτάθηκε και σε ζητήματα κοινωνικής ευημερίας, αφού στόχος της ήταν να καταγραφούν οι συνθήκες διαβίωσης των ατόμων άνω των 60 ετών στην Κύπρο.

Η κατάσταση της υγείας επηρεάζει την ευημερία των ανθρώπων

«Είναι πολύ θετικό το γεγονός ότι οι περισσότεροι από τους συμμετέχοντες στην έρευνα χαρακτήρισαν την κατάσταση της υγείας τους ως “αρκετά ή πολύ καλή”, ωστόσο, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός ότι ένα ποσοστό, που δεν είναι καθόλου μικρό, 20% των συμμετεχόντων, έδωσαν στην κατάσταση της υγείας τους τον χαρακτηρισμό “όχι και τόσο καλή”», ανέφερε ο κ. Φελλάς και εξήγησε «η άσχημη υγεία, όπως οι ίδιοι οι ηλικιωμένοι την αντιλαμβάνονται, αποτελεί τον καθοριστικό παράγοντα της καθημερινής τους ζωής. Η κατάσταση της υγείας επηρεάζει την ευημερία των ατόμων, αφού καθορίζει την ικανότητα τους να συνεχίσουν τη δραστήρια ζωή και μετά την αφυπηρέτηση». Πρέπει, επίσης, «να λαμβάνουμε υπόψη και το γεγονός ότι oi χρόνιες ασθένειες και αναπηρίες εμποδίζουν τις εξόδους, την κινητικότητα και τη διακίνηση αυτών των ατόμων και η κακή υγεία είναι συνδεδεμένη με το άγχος, τη μοναξιά και την κατάθλιψη». Άρα, συνέχισε, «πρέπει να προχωρήσουμε σε περαιτέρω ανάλυση για να δούμε πόσο επηρεάζεται αυτό το ποσοστό των ατόμων από την “όχι και τόσο καλή” υγεία και πόσο επηρεάζονται και οι συνθήκες διαβίωσης τους».

Σε ό,τι αφορά ζητήματα κοινωνικής πρόνοιας, το 83% των συμμετεχόντων απάντησε ότι δεν λαμβάνει καμία κρατική βοήθεια ή επίδομα. Δημόσιο βοήθημα ή επίδομα ανέφερε ότι λαμβάνει το 11%. Από αυτούς που λαμβάνουν δημόσιο βοήθημα, το 90% ανέφερε ότι είναι λήπτης Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, 21% ότι λαμβάνει επίδομα ενοικίου, 10% ανέφερε ότι είναι λήπτης αναπηρικών επιδομάτων και 9% ότι λαμβάνει επίδομα οικοκυράς.