Η έναρξη έργων του Δημοσίου καθυστερεί από μερικές βδομάδες μέχρι και μερικούς μήνες, επειδή εταιρείες που λαμβάνουν μέρος στις προσφορές, πολλές φορές φρενάρουν αδικαιολόγητα τη διαδικασία με τη συνδρομή και της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών και μάλιστα εις βάρος του δημοσίου συμφέροντος και των φορολογουμένων.

Αυτό προκύπτει από τις στατιστικές που τηρεί η ίδια η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών και αφορούν στην περίοδο 2004-2020. Αξίζει να σημειωθεί, πως σε ορισμένες περιπτώσεις στις επίμαχες προσφορές κρίνεται η ενεργειακή επάρκεια του τόπου ή και άλλα σημαντικά ζητήματα που επηρεάζουν τη ζωή των πολιτών.

Για παράδειγμα, ενώ το 2019 η Αναθεωρητική Αρχή ενέκρινε το 94,7% των αιτημάτων για έκδοση «προσωρινών μέτρων», τα οποία στέρησαν στις υπηρεσίες του Δημοσίου του δικαιώματος να κατακυρώσουν τις προσφορές μέχρι να εκδικαστούν οι προσφυγές, στο τέλος πέτυχε ποσοστό 31,6% ενώ άλλο ποσοστό 8,8% αποσύρθηκαν, που σημαίνει πως ποσοστό 68,4% καταχωρήθηκαν εντελώς αδικαιολόγητα. Για την καθυστέρηση που παρατηρείται και για την πιθανή αύξηση του κόστους (λόγω αύξησης των υλικών και των εργατικών) δεν πληρώνει κανείς εκτός από τον φορολογούμενο πολίτη. 

Αντίστοιχα το έτος 2020 ποσοστό σχεδόν 74,4% των προσωρινών μέτρων εγκρίθηκαν, ποσοστό 23,3% απορρίφθηκαν και ποσοστό 2,3% αποσύρθηκαν. 

Όταν το 2019 εξετάστηκαν οι προσφυγές πέτυχαν σε ποσοστό 31,6%, απορρίφθηκαν σε ποσοστό 59,6%, ενώ ποσοστό 8,8% αποσύρθηκαν. 

Εξάλλου, το έτος 2020 απερρίφθη ποσοστό 58,1% των προσφυγών, ποσοστό 4,7% απεσύρθησαν και ποσοστό 37,2% εγκρίθηκαν.

Με βάση τα ποσοστά όλων των ετών λειτουργίας της Αρχής (2004-2020) κατά μέσο όρο το 34% των Προσφυγών που καταχωρούνται ενώπιόν της επιτυγχάνει, το 54% απορρίπτεται και το 12% αποσύρεται από τους Αιτητές.

Σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Αναθεωρητικής Αρχής, από το 2004 μέχρι το 2020 ο μέσος χρόνος ολοκλήρωσης της διαδικασίας ενώπιον της Αρχής είναι περίπου 110 ημέρες (3,7 μήνες). Από σχετικό σχεδιάγραμμα προκύπτει πως ο χρόνος εξέτασης κυμαίνεται από 41 μέρες (1,4 μήνες) μέχρι 158 μέρες (5,3 μήνες) κατά μέσο όρο. 

Το ανεδαφικό των προσφυγών και των διαμαρτυριών πολλών εταιρειών, οι οποίες διαμαρτύρονται για τις αποφάσεις των κρατικών υπηρεσιών, επιβεβαιώνεται και από αποφάσεις των δικαστηρίων. Συγκεκριμένα, και σύμφωνα πάντα με τα στοιχεία της Αναθεωρητικής Αρχής, το ποσοστό των αποφάσεων δικαστηρίων που είτε δικαιώνουν την Αναθεωρητική Αρχή είτε αποσύρονται, ανέρχεται στο 77%. Εναντίον των 1.329 αποφάσεων που έχουν εκδοθεί από την Αρχή (περίοδος 2004-2020) έχουν καταχωρηθεί 201 προσφυγές ενώπιον του Διοικητικού Δικαστηρίου. Δηλαδή, περίπου το 15% κατά μέσο όρο των αποφάσεων που εκδίδει η Αρχή προσβάλλονται στο Δικαστήριο. Ειδικότερα για τα έτη που έχουν ολοκληρωθεί οι υποθέσεις ενώπιον του Δικαστηρίου (2004-2011 και 2013) τα ποσοστά επικύρωσης των αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών ανέρχονται, κατά μέσο όρο, στο 77%, ενώ αν ληφθούν υπόψιν όλα τα χρόνια λειτουργίας της Αρχής, το ποσοστό επικύρωσης των αποφάσεών της ανέρχεται στο 58%. Σημειώνεται, πως ποσοστό 27% των υποθέσεων εκκρεμούν. 

 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΕΠΙΣΗΣ: Ξεπάγωσαν χιλιάδες θέσεις στο Δημόσιο

ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ

Την πληρώνουν οι πολίτες

Θα ανέμενε κανείς, πως το δημόσιο θα ήταν τόσο οργανωμένο ή θα αποκτούσε τόση εξειδίκευση, ώστε να μην προκηρύσσει προσφορές με λάθη, αδυναμίες κοκ, που να οδηγούν στην ακύρωσή τους. Θα ανέμενε επίσης, πως η Αναθεωρητική Αρχή Προσφορών θα αποκτούσε τέτοια εμπειρία ώστε να ξεχωρίζει πότε μια διεκδίκηση ενώπιον της έχει πιθανότητες επιτυχίας ή αν καταχωρείται για άσχετους και αστήρικτους λόγους. Περαιτέρω θα ανέμενε, πως η Αναθεωρητική Αρχή όταν επικαλείται λόγους δημοσίου συμφέροντος, θα ελάμβανε κυρίως υπόψη το δημόσιο συμφέρον και όχι και το συμφέρον του ιδιώτη που προσφεύγει και ο οποίος, κυρίως επικεντρώνεται και διεκδικεί τα δικά του συμφέροντα. Διότι, στο τέλος, τη νύφη πληρώνει ο πολίτης.